PROOF - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 08/01/2018 12:41
Το έργο του David Auburn με τίτλο "Proof" σκηνοθετεί στο Από Μηχανής Θέατρο ο Δημήτρης Μυλωνάς. Γραμμένο το 2000, κέρδισε την επόμενη χρονιά τόσο το βραβείο Tony καλύτερου έργου, καθώς και το Pullitzer για καλύτερο δράμα, ενώ το 2005 έγινε και ταινία με πρωταγωνιστές τους Anthony Hopkins και Gwyneth Paltrow.
Πρόκειται για την ιστορία της Κάθριν που ζει με τον πατέρα της, το Ρόμπερτ, μια μαθηματική διάνοια, αλλά με διαταραγμένο νοητικό και ψυχικό κόσμο. Επειδή κάποιος πρέπει να φροντίζει τον άρρωστο πατέρα και η αδερφή της, η Κλερ, είναι αλλού με την οικογένειά της, εγκαταλείπει τις πολλά υποσχόμενες σπουδές της στον ίδιο γνωστικό στίβο και αφοσιώνεται στη φροντίδα του μέχρι το θάνατό του. Ο Χαλ, παλιός μαθητής του πατέρα της και καταξιωμένος επιστήμονας πλέον, αναλαμβάνει να ερευνήσει και να αποκρυπτογραφήσει τα 103 τετράδια σημειώσεων που αυτός άφησε και να ανακαλύψει τυχόν χρήσιμο υλικό που μπορεί να έγραψε στις στιγμές της διαύγειάς του. Μεταξύ Κάθριν και Χαλ αναπτύσσεται μία ιδιότυπη σχέση και όταν έρχονται κοντά, αυτή θα του αποκαλύψει ότι βρήκε η ίδια τη λύση ενός πολύ σημαντικού προβλήματος που ανέπτυξε σε ένα από τα τετράδια, εξακολουθώντας να ταλανίζεται από την υποψία, μήπως μαζί με το ταλέντο του πατέρα της κληρονόμησε και την τρέλα του. Η φύση της διάνοιας, η οικογένεια, οι δεσμοί της και η αφοσίωση στα ιδανικά της, η αγάπη και η συμφιλίωση με τις ιδιαιτερότητες του εαυτού μας είναι οι κεντρικοί θεματικοί πυρήνες του έργου, σε μια μετάφραση από την Άννα Ελεφάντη που έδωσε ένα κείμενο στρωτό, με ροή, σωστά Ελληνικά και χωρίς προβλήματα κατανόησης για το θεατή.
Ο Δημήτρης Μυλωνάς ανέλαβε τη σκηνοθεσία της παράστασης αυτής, προσπαθώντας να αναδείξει την προβληματική της, αλλά και να εισχωρήσει στην ουσία της διάνοιας, των ανθρώπινων σχέσεων και των οικογενειακών δεσμών. Η παράσταση ξεκινάει έξυπνα με ένα αναγνωριστικά νωχελικό ρυθμό, επιτρέποντάς μας να γνωρίσουμε τους ήρωες, αλλά πάντα υπάρχει στην ατμόσφαιρα η μετέωρη υποψία της ανατροπής και κάποιων κρυμμένων μυστικών. Αυτά αποκαλύπτονται με φειδώ στη ροή της παράστασης, αλλά τουλάχιστον στην αρχή η φειδώ αυτή είναι υπερβολική, με αποτέλεσμα το εγχείρημα να δείχνει λίγο στατικό και να αργεί να βρει ρυθμό και βηματισμό. Οι μικρές δραματικές κορυφώσεις συχνά συνοδεύονται από υπερβολική ένταση φωνής και μεγάλες σιωπές, στοιχεία που λειτουργούν αρνητικά ως προβολή του παραγόμενου συναισθήματος προς το θεατή. Υπερβολή είχε και η κίνηση των ηθοποιών, η οποία σε συνδυασμό με τις υπερβάσεις του λόγου, έδιναν μια μάλλον επιφανειακή προσέγγιση των χαρακτήρων, χωρίς έντονη ενδοσκόπηση της ιδιαίτερα εύθραυστης ψυχοσύνθεσής τους. Υπάρχει ένα υποκριτικό στιλιζάρισμα σε αρκετές στιγμές, το οποίο απογυμνώνει τη ζεστασιά των σχέσεων μεταξύ των χαρακτήρων, παρουσιάζοντάς τις ψυχρές και κυνικά κριτικές με τις ανθρώπινες και γήινες στιγμές των ηρώων να αποτελούν μικρές συναισθηματικές οάσεις. Η εναλλαγή των σκηνών δεν είναι πάντα ξεκάθαρη, αν και η ατμόσφαιρα εκπέμπει εύστοχα μια αμφιβολία, μια ανασφάλεια και μια κλειστοφοβική ροπή.
Η Ελεάνα Στραβοδήμου στο ρόλο της Κάθριν, αν και ξεκινά την ερμηνεία της με μία ελαφριά υπερβολή, βρίσκει γρήγορα τις απαιτούμενες ισορροπίες και τη βαθιά φοβική εσωτερικότητα της ηρωίδας της. Είναι ανασφαλής, αγχωτική και νιώθει έντονη την απουσία ενός προσώπου ικανού να τη στηρίξει ψυχολογικά και πνευματικά. Ο λόγος της αρθρώνεται με δυσκολία, η κίνησή της έχει την αγωνία του λάθους και γενικότερα στη σκηνή μοιάζει αναποφάσιστη και εύθραυστη, δείχνοντας να έχει μελετήσει σωστά το ρόλο της.
Ο Χρήστος Βαλαβανίδης ερμηνεύει το Ρόμπερτ, τον ιδιοφυή, αλλά διαταραγμένο πατέρα, που περιφέρεται στη σκηνή, σχεδόν χωρίς πρόγραμμα, σαν τυχαία παρουσία, σαν όραμα. Άλλοτε στιβαρός και άλλοτε ασταθής, σκιά του ιδιοφυούς εαυτού του, έδειξε μια σχεδόν διχασμένη πνευματικά προσωπικότητα. Καλή παρουσία από έναν πολύ έμπειρο ηθοποιό, η οποία θα ήταν ακόμα καλύτερη αν είχαν αποφευχθεί κάποιες φωνητικές ακροβασίες.
Η Άννα Ελεφάντη υποδύεται την Κλερ, την αδερφή της Κάθριν, η οποία έχοντας φύγει από το σπίτι δε συμμετείχε στο οικογενειακό δράμα. Με μία στιλιζαρισμένη κίνηση στην αρχή και επίπεδη συναισθηματικά φωνή, οδήγησε το ρόλο στα όρια της καρικατούρας. Αλλά με την πάροδο του χρόνου, ο χαρακτήρας της αποκτούσε συναισθηματικό υπόβαθρο, συνδυάζοντας μια επιφανειακή σκληρότητα και κυνικότητα με μια λανθάνουσα εσωτερική τρυφερότητα.
Ο Χρήστος Καπενής ήταν ο Χαλ, ο μαθητής του Ρόμπερτ, ο οποίος προσπάθησε να συνδυάσει τη νευρικότητα ενός ανθρώπου χωμένου στα βιβλία και την επιστήμη κι ενός νέου με έντονη προσωπική ανασφάλεια. Ο λόγος του πειστικός, αλλά συχνά κατέφυγε σε λάθος στήσιμο του σώματός του στη σκηνή και κάποια τρικ (όπως π.χ. ένα σχεδόν νευρωτικό άνοιγμα και κλείσιμο των ματιών, σύντομες κοφτές φράσεις), τα οποία δεν του έδωσαν τη δυνατότητα να εμβαθύνει στο ρόλο του και να προσδιορίσει τα όριά του.
Τα σκηνικά της Αμαλίας Αντώνη, δεν εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο το σκηνικό χώρο, αφήνοντας μεν χώρο δράσης στους ηθοποιούς, αλλά και εμποτίζοντάς τον με μια ψυχρότητα.
Τα κοστούμια της ίδιας είχαν μία αίσθηση παραμελημένης καθημερινότητας και έδεσαν σωστά με τους χαρακτήρες που έντυσαν.
Η μουσική του Παύλου Κατσιβέλη συμπαθής, αλλά χωρίς τις κορυφώσεις αυτές που θα απογείωναν την αγωνία του θεατή.
Η επιμέλεια της κίνησης της Ειρήνης Κυρμιζάκη είχε αρκετές προβλέψιμες πατέντες χωρίς όμως τον αυθορμητισμό που θα περίμενα.
Οι φωτισμοί του Γιώργου Αγιαννίτη είχαν αρκετά κοντινά και σωστά εστιασμένα κάδρα και έπαιξαν αρκετά με τις σκιές και τους εσωτερικούς φόβους των ηρώων.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Από Μηχανής Θεάτρου, είδα μια παράσταση που είχε τη διάθεση να δημιουργήσει τις συνθήκες ενός ψυχολογικού οικογενειακού δράματος, αλλά χρησιμοποίησε συχνά λάθος μέσα για να πετύχει τους στόχους της. Υψηλές φωνητικές εντάσεις, στιλιζαρισμένος λόγος και κίνηση και αργή εξέλιξη σε κάποιες σκηνές, δεν κράτησαν σε εγρήγορση το ενδιαφέρον του θεατή και δεν τον έκαναν συμμέτοχο του διαταραγμένου και φοβικού κόσμου των ηρώων. Οι ερμηνείες έψαχναν ενίοτε προσανατολισμό και δε συντονίζονταν πάντα, με αποτέλεσμα οι συμβολισμοί και οι ευαίσθητες χορδές του έργου να παραμένουν χωρίς ολοκλήρωση.