ΠΟΥΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΠΟΥΛΙΑ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.0/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

Το έργο του Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Ζωρζ Φευντώ (Georges Feydeau) "Πουλιά στον Αέρα" (Le Dindon) σκηνοθετεί στο Θέατρο Αλίκη ο Νίκος Μαστοράκης. Γραμμένο το 1896 (την εποχή της Belle Epoque) μεταφέρθηκε το 1951 και στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστές τους Louis de Funes και Nadine Alari. Μια κλασσική φάρσα που πραγματεύεται με χιούμορ τη συζυγική πίστη, τη γλυκιά γεύση της μοιχείας και την "κούραση" του πολυετούς οικογενειακού βίου.
Ο Βατλέν και η Λουσιέν είναι ένα παντρεμένο ζευγάρι που ζει μια ήρεμη ζωή, ως τη στιγμή που επιχειρούν να διαταράξουν την οικογενειακή τους γαλήνη δύο φίλοι του Βατλέν που είναι ερωτευμένοι με τη γυναίκα του και την πολιορκούν, αν και είναι κι αυτοί παντρεμένοι. Αυτή παραμένει πιστή στο σύζυγό της μέχρι να ανακαλύψει δικά του παραστρατήματα, οπότε και είναι αποφασισμένη να του ανταποδώσει τα ίσα. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμα περισσότερο όταν καταφτάνουν από τη Ρωσία ο φίλος του Βατλέν, Σολντινιάκ και η Ρωσίδα γυναίκα του. Η μετάφραση της Μαριαλένας Κωτσάκη δεν είχε προβλήματα, ενώ την απόδοση του αρχικού κειμένου έγινε από το σκηνοθέτη.

Ο Νίκος Μαστοράκης κρατά τα σκηνοθετικά ηνία της παράστασης, προβάλλοντας έντονα το φαρσικό στοιχείο και τις αλλεπάλληλες παρεξηγήσεις μεταξύ των ηρώων και διατηρώντας την κλασσική δομή παρόμοιων κωμωδιών μέχρι το τελικό happy end. Ξεκινά έξυπνα με μία κεφάτη χορευτική σκηνή, όπου συμμετέχει όλος ο θίασος και η οποία προετοιμάζει το θεατή για μια δυναμική συνέχεια. Συστήνοντάς μας τους χαρακτήρες αποτυπώνει και τη βασική θεματική του έργου γύρω από τη συζυγική απιστία και την ανία του πολυετούς έγγαμου βίου. Οι κωμωδίες αυτού του τύπου βασίζονται στο γρήγορο ρυθμό, στην εναλλαγή της ατάκας, στην ιδιαίτερη χημεία που αναπτύσσεται μεταξύ των χαρακτήρων, στην εξυπνάδα και τη λεπτότητα του χιούμορ αλλά και στη σωστή αξιοποίηση του συνόλου των εκφραστικών μέσων των ηθοποιών. Κι εκεί εντοπίζονται τα σημαντικότερα προβλήματα της παράστασης. Ο λόγος δεν έχει θεατρική αμεσότητα χρησιμοποιώντας αρκετά τηλεοπτικού τύπου κλισέ και προβλέψιμες ατάκες, υπάρχει υπερβολή ως προς τη σωματικότητα κάποιων σκηνών, κάποια αστεία και σκηνές επαναλαμβάνονται, χάνουν τη λειτουργικότητά τους και τελικά κουράζουν, το χιούμορ συχνά γίνεται χονδροειδές και αδέξιο, ενώ κάποιοι ήρωες ολισθαίνουν επικίνδυνα στην καρικατούρα. Παράλληλα, σε λίγες εικόνες υπάρχει "συντονισμός" μεταξύ των ηρώων, κάνοντας συνήθως ο καθένας κάτι διαφορετικό στη σκηνή, χωρίς τελικά να πείθουν για την αυθεντικότητα των μεταξύ τους σχέσεων.

Η Βίκυ Σταυροπούλου στο ρόλο της Λουσιέν έχει σκηνική σιγουριά, μπρίο και τη δυναμική του χαρακτήρα που υποδύεται. Εκμεταλλεύεται την εμπειρία της και δημιουργεί ένα ζωντανό, άνετο και γνήσιο τύπο γυναίκας που δεν ψάχνεται, αλλά είναι αποφασισμένη να πληρώσει το κέρατο του συζύγου της με κέρατο. Άλλωστε το κωμικό μομέντουμ το έχει στο DNA της ως ηθοποιός.
Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης ερμηνεύει το Βατλέν και χρησιμοποιεί μονοπάτια που γνωρίζει καλά από παλαιότερους τηλεοπτικούς του ρόλους, όπως τη φαινομενική αθωότητα και αφέλεια του χαρακτήρα.
Ο Γιώργος Χρανιώτης είναι ο Ποντανιάκ, που έχει γίνει σκιά της Λουσιέν και θέλει να γίνει εραστής της παρά το γεγονός ότι είναι παντρεμένος. Οδηγεί το ρόλο του σε καρικατούρα,ενώ δείχνει να μην πιστεύει και ο ίδιος τις κωμικές του ατάκες.
Ο Ιωάννης Παπαζήσης παίζει το Ρεντιγιόν, τον έτερο υποψήφιο εραστή της Λουσιέν που έχει φετίχ με τα γυναικεία πόδια. Έχει ενέργεια, έχει ορμητικότητα και σεξαπίλ και δείχνει να απολαμβάνει το κυνήγι του γυναικείου ποδόγυρου.
Η Θεοδώρα Τζήμου ως Σβετλάνα, η Ρωσίδα σύζυγος του συνεργάτη του Βατλέν, του Σολντινιάκ, είναι υπερβολική τόσο στον τόνο της φωνής, όσο και στην κίνησή της, ερμηνεύει το ρόλο με στερεότυπα..
Σε παρόμοιο μήκος κύματος και η Κωνσταντία Χριστοφορίδου υποδυόμενη την Αρμαντίν, η οποία τονίζει μεν τη θηλυκότητά της, αλλά πατώντας κυρίως σε πολύ προβλέψιμα στερεότυπα "χαζής ξανθιάς", τα οποία είναι πλέον ξεπερασμένα.
Η Μαριλού Κατσαφάδου είναι η κυρία Ποντανιάκ, η οποία καταφέρνει με τη νευρική της κίνηση και τις γκριμάτσες του προσώπου της να επιβιώσει στις κωμικές της στιγμές, χωρίς να καταφεύγει συχνά στην υπερβολή.
Ο Δημήτρης Λιόλιος στο ρόλο του Σολντινιάκ που γνωρίζει ότι η γυναίκα του τον απατά, είναι άνευρος και υποτονικός..
Ο Νίκος Αρβανίτης ερμηνεύει τον κύριο Πενσάρ και μαζί με την Μαρία Κωνσταντάκη που είναι η σκηνική του σύζυγος δημιουργούν ένα ζευγάρι που έχει ελάχιστες κωμικές εξάρσεις.
Η Χριστίνα Τσάφου υποδύεται τη Ζοζεφίνα, την παραμάνα του Ρεντιγιόν, η οποία πλάθει μια συμπαθή και γλυκιά περσόνα, εξωστρεφή και αυθεντική που έχει ενδιαφέρον.
Ο Γιάννης Ρούσσος παίζει το νεαρό υπάλληλο του ξενοδοχείου και συμπληρώνει το ερμηνευτικό δυναμικό της παράστασης.

Το σκηνικό του Μανόλη Παντελιδάκη αφήνει χώρο για τη διαρκή κίνηση των ηθοποιών, αλλά δεν έχει φαντασία.
Τα κοστούμια της Κατερίνας Παπανικολάου, υπηρετούν ενίοτε κιτς γραμμές προκειμένου να στηρίξουν την υπερβολή κάποιων σκηνών της παράστασης.
Η μουσική επιμέλεια ήταν του σκηνοθέτη και οι επιλογές είχαν αρκετό ενδιαφέρον, ενώ συνδυάστηκαν εξαιρετικά με τη χορογραφία του Φωκά Ευαγγελινού που αποτέλεσε ατού για την παράσταση με τη ζωντάνια και την ακρίβειά της.
Οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου εστίασαν σωστά στους εκάστοτε πρωταγωνιστές της φάρσας.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Αλίκη, παρακολούθησα μια κλασσική φαρσοκωμωδία που μετρά 120 χρόνια ζωής. Η σκηνοθετική προσέγγιση είχε κάποια σύγχρονα στοιχεία (όπως για παράδειγμα οι χορογραφίες), αλλά βασίστηκε σε μια μάλλον συντηρητική οπτική, η οποία δεν ανέδειξε τις κωμικές δυνατότητες του έργου. . Οι ερμηνείες είχαν κάποιες φωτεινές στιγμές, αλλά και αυτές γενικά κυμάνθηκαν σε μια μετριότητα. .


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.