POST INFERNO - ΠΡΟΣ ΔΑΜΑΣΚΟΝ. ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τρίτη, 24/05/2016 11:30
Την ελάχιστα παιγμένη στην Ελλάδα τριλογία του Strindberg, με τίτλο POST INFERNO - ΠΡΟΣ ΔΑΜΑΣΚΟΝ, σκηνοθετεί στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών, η Ρούλα Πατεράκη.
Ένας άντρας προσπαθεί να αποπλανήσει μια γυναίκα και να την παρασύρει στον ιστό του. Αυτός είναι ένα alter ego του ίδιου του συγγραφέα, που ενώ γοητεύεται από τις γυναίκες, δείχνει να διακατέχεται από έντονα αισθήματα μισογυνισμού, ενώ η γυναίκα στην πορεία, μας κάνει να αναρωτηθούμε για τους ρόλους θύτη και θύματος, στη μεταξύ τους σχέση. Αυτή αφήνει τον άντρα της και ακολουθεί τον Άγνωστο, κυριολεκτικά, σε ανεξερεύνητα μονοπάτια, ενώ αυτός αν και περιφέρεται φτωχός και αμφισβητώντας την τέχνη του (από την οποία προφανώς βιοπορίζεται), της τάζει ζωή παραμυθένια.
Όταν αυτή συνειδητοποιεί το μισογυνισμό και τη φαυλότητα των υποσχέσεών του, όντας έγκυος τον εγκαταλείπει, ενώ αυτός ακολουθεί ζωή του δρόμου, χωρίς ουσία και νόημα.
Στο τρίτο του μέρος, το κείμενο κινείται συχνά μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, ρεαλισμού και υπερβατισμού και γενικότερα στα όρια μεταξύ λογικής και τρέλας, ακολουθώντας την πορεία του άντρα προς το θάνατο και την εσωτερική λύτρωση, με την πλοκή να μπαίνει στα όρια του αφηρημένου και συχνά του μεταφυσικού και να στερείται κεντρικού πυρήνα.
Προσπαθώντας να βρει το δρόμο του, ο Άγνωστος θα μπλέξει με το χριστιανισμό και τα μοναστήρια και μέσα από διαδρομές πίστης, πειρασμού, ταπεινότητας, αλλά και υπερφίαλης σκέψης, προσπαθεί από την ηθική φθορά να περάσει στη λύτρωση, με τη γυναίκα να λειτουργεί άλλοτε ως μέσο λύτρωσης και άλλοτε ως Θεία Δίκη.
Η Ρούλα Πατεράκη κρατά για τον εαυτό της το ρόλο αφηγήτριας, με συνδετικές παρεμβάσεις αφήγησης, ανάμεσα στις σκηνές, αλλά και τη σκηνοθετική μπαγκέτα αυτού του δύσκολου εγχειρήματος. Είναι συνεχώς επί σκηνής, άλλοτε συντονίζοντας με το βλέμμα και τη νόηση, το ρυθμό του έργου και άλλοτε με την ανάγνωση αυτών των αποσπασμάτων του κειμένου, που λειτουργούν μεν σαν διάλειμμα συνδετικό μεταξύ των σκηνών, αλλά ταυτόχρονα προσθέτουν έξτρα χρόνο στην παράσταση, που ειδικά στο δεύτερο μέρος με τη δίωρη διάρκεια, σε κάποια σημεία κουράζει και λιμνάζει με την πλοκή να δείχνει σχεδόν ακίνητη.
Ο σκηνικός χώρος πολύ έξυπνα χρησιμοποιείται ολόκληρος, χωρίς πρόσθετα σκηνικά αντικείμενα, παρά μόνο την αρχική του διαρρύθμιση (σε επίπεδα, τόσο σε βάθος όσο και σε πλάτος σκηνής), ώστε να μπορούν οι ηθοποιοί να υποστηρίζουν με την κινητικότητά τους, το λόγο τους. Ειδικά στο πρώτο μέρος, όπου η σκηνοθέτις προσπαθεί να εξοικειώσει το θεατή με τους δύο βασικούς χαρακτήρες και τους δαιδάλους της σκέψης και της δράσης τους, η προσέγγιση αυτή, της δίνει τη δυνατότητα να κρατήσει ένα γρήγορο ρυθμό και τον θεατή σε εγρήγορση και με διάθεση να ακολουθήσει τους ήρωες στα μονοπάτια τους. Έτσι ενισχύει και το αποτέλεσμα της ερμηνευτικής προσπάθειας των ηθοποιών και την όσο το δυνατόν βαθύτερη κατανόηση του κειμένου.
Τα πράγματα αλλάζουν, όταν το έργο εγκαταλείπει τη συμβατική γραμμή γραφής και πλοκής και ταξιδεύει στο όνειρο και την υπερβατικότητα. Παρόλη την εισαγωγή νέων χαρακτήρων και την ταυτόχρονη παρουσία στη σκηνή, περισσότερων του ενός ηθοποιών, ο ρυθμός γίνεται ελαφρώς χαοτικός και η σκηνοθέτις για να μη χαθεί πλήρως η επικοινωνία του έργου με το κοινό, επιστρατεύει την ένταση, τη δυναμική και την πληρότητα των ερμηνειών των ηθοποιών. Με συνεχείς αντιθέσεις στο λόγο και τη φυσιογνωμία του προσπαθούν να αποδώσουν τα μηνύματά του, ενώ η εισαγωγή του άγγελου-εξομολόγου και του ρόλου του πειρασμού, είναι τονωτικές ενέσεις που κρατούν ισορροπίες. Σε μια τέτοια παράσταση θα ήταν έκπληξη να λείπει ο συμβολισμός, με εντυπωσιακότερη ίσως τη σκηνή, όπου ο άντρας φορά ακάνθινο στεφάνι, προοιωνίζοντας τη μετέπειτα πορεία του προς το θάνατο και τη λύτρωση.
Με όλα τα παραπάνω δε θα ήθελα να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι όλα κύλησαν εύκολα και ακύμαντα στην προσπάθεια της κυρίας Πατεράκη. Οι μεταβάσεις στα διάφορα επίπεδα του έργου, δεν ήταν πάντα ομαλές και "ανοιχτές" στο μέσο θεατή. Η φύση του έργου είναι τέτοια, ώστε όποια κενά κατανόησης δημιουργούνται ακολουθούν το θεατή μέχρι το τέλος και λειτουργούν σωρευτικά. Σε συνδυασμό με τη μεγάλη διάρκεια του έργου, υπήρξαν σκηνές που ένιωσα τη ροή να σταματά, αλλά ευτυχώς δεν κράτησαν τόσο, ώστε να με αποσυντονίσουν και να εκτροχιάσουν τη συγκέντρωσή μου. Γενικότερα, όμως δεδομένων των πολλών ιδιαιτεροτήτων του έργου, που ανέφερα ήδη, πρόκειται για μια αξιέπαινη σκηνοθετική προσπάθεια, που επιχειρεί να αποτυπώσει θεατρικά το στίγμα ενός κειμένου με πολλά επίπεδα, βαθύ νόημα και πολλές εικόνες.
Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος, επωμίστηκε το ρόλο του άγνωστου άντρα (ουσιαστικά του ίδιου του συγγραφέα) και γέμισε τη σκηνή με την πολυσχιδή και ολοκληρωμένη παρουσία του. Είτε ταπεινός, είτε επηρμένος, είτε ερωτευμένος, είτε μισογύνης, είτε πιστός, είτε άθεος, στέκεται στις απαιτήσεις της κάθε έκφανσης του ρόλου του και την υπηρετεί με συνέπεια και πληρότητα. Λόγου, ενέργειας, κίνησης και έκφρασης, με συνέπεια να φαίνεται μια σχεδόν ιδανική επιλογή για τον πολυσύνθετο ήρωα του Στρίντμπεργκ και τη δαιδαλώδη ψυχολογία του. Διαρκώς τροφοδοτεί το χαρακτήρα του με νέα στοιχεία, απόδειξη της βαθιάς έρευνάς του σε αυτόν.
Δίπλα του η Λουκία Μιχαλοπούλου, είναι η γυναίκα που αρχικά γητεύεται από αυτόν και στη συνέχεια απογοητεύεται από την ασυνέπειά του. Πιο υποταγμένη και χαμηλότονη στην αρχή, αρχίζει και πατά σταθερά στα πόδια της στη συνέχεια και στην ερμηνεία της περνάει από ένα πιο "φοβισμένο" και αθώο προφίλ Εύας, σε ένα πιο οργισμένο και συνειδητοποιημένο επίπεδο, χωρίς κορώνες και ερμηνευτικές ακρότητες, αλλά με μια εσωτερικότητα και σωστή επεξεργασία του κρυμμένου γυναικείου πάθους. Σε λίγες στιγμές απογειώνει το ρόλο της, αλλά στέκεται επάξια και δυνατά δίπλα στην καθηλωτική σκηνική παρουσία του άγνωστου άντρα. Η Κωνσταντίνα Τάκαλου υποδύεται τη Μητέρα και αποτελεί την επιτομή της ηθοποιού, που νιώθεις να έχει όλα τα εκφραστικά της μέσα, υπό πλήρη έλεγχο και να τα χρησιμοποιεί φυσικά (για να μην πω δαιμονικά) και με ιδιαίτερη σκηνική άνεση κατά βούληση και ανάλογα με τις ανάγκες κάθε σκηνής. Πλήρως ισορροπημένη, δείχνει να κρατά μια συναισθηματική απόσταση από το χαρακτήρα που παίζει, αλλά ταυτόχρονα είναι πάντα καίρια και απόλυτα συγκεντρωμένη σε αυτόν. Μια ηθοποιός με πολύ ταλέντο,που το χρησιμοποιεί δημιουργικά στη σκηνή.
Ο Γιώργος Παπαπαύλου, ένα είδος alter ego του άγνωστου άντρα, δείχνει λίγο νευρικός στην αρχή της παράστασης, αλλά στη συνέχεια προσαρμόζεται στις ανάγκες ερμηνείας των προσωπείων του άντρα και χωρίς να είναι πλήρως εναρμονισμένος με αυτόν, τουλάχιστον είναι μέσα στις γραμμές που έχει χαράξει η σκηνοθέτις.
Ο Αλέκος Συσσοβίτης ως Άγγελος-Εξομολόγος, στο τελευταίο υπερβατικό μέρος της παράστασης, έχει ένα δύσκολο συμπληρωματικό του άγνωστου ρόλο και στις περισσότερες κοινές εμφανίσεις δένει αρμονικά μαζί του, τόσο σα λόγος αλλά και σα σκηνική παρουσία, αποτελώντας ένα πολύ χρήσιμο "εργαλείο" στη ροή της παράστασης.
Ο Όμηρος Πουλάκης θα ήθελα να έχει λίγη περισσότερη εσωτερική φλόγα στην ερμηνεία του Πειρασμού και ένταση, ενώ ο Πάνος Τζίνος στο ρόλο του δομινικανού μοναχού είναι απλά διεκπεραιωτικός.
Οι Νίκος Μαυράκης, Ευανθία Κουρμούλη, Ευρύκλεια Σωφρονιάδου, Δώρα Στυλιανέση, Σπύρος Βάρελης (ενδιαφέρων σαν Καίσαρας, αν και κάποια στιγμή ξέφυγε ελαφρά προς την καρικατούρα) και Ανδρέας Αντωνιάδης σε μικρότερους αλλά σημαντικούς για τη ροή του έργου ρόλους με καλές και κακές στιγμές σε αυτό.
Το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, ένας συμπαγής όγκος από λόφους και ανοίγματα ακολούθησε τη λιτή οπτική της σκηνοθέτιδας στο έργο και αποτέλεσε συμβολικά τη σκηνική αποτύπωση του λαβύρινθου της νοητικής και συναισθηματικής κατάστασης του κεντρικού ήρωα.
Τα κοστούμια του Απόλλωνα Παπαθεοχάρη, σύγχρονης αισθητικής, αλλά σε γραμμή αφαιρετική, καίρια, αλλά χωρίς να τραβούν την προσοχή.
Η μουσική του Γιώργου Κουμεντάκη σε πολλά σημεία απελευθερωτική, δίνει μια αναγκαία αίσθηση διαλείμματος στη βαριά ροή του δύσκολου κειμένου και μια ανάσα στη μεγάλη διάρκειά του.
Οι φωτισμοί του Γιάννη Δρακουλαράκου, απόλυτα εστιασμένοι στο μικροσύμπαν των πρωταγωνιστών και πιστοί στη λιτότητα της σκηνοθετικής γραμμής.
Συμπερασματικά, η κυρία Πατεράκη μας απέδειξε ότι είναι σκηνοθέτις με όραμα, που όταν καταπιάνεται με μία παράσταση, τη δουλεύει σε βάθος και λεπτομέρεια. Μικροαδυναμίες σε μία τετράωρη προσπάθεια με δύσκολη θεματολογία, μπορείς να εντοπίσεις, αλλά η συνολική της θεώρηση σε ένα πολυσύνθετο και συχνά αφηρημένο κείμενο με φιλοσοφικές και θρησκευτικές προεκτάσεις και η αισθητική της, δε μου αφήνει αμφιβολίες, ότι "αγάπησε" το έργο πριν αποφασίσει να το παρουσιάσει στη σκηνή. Ευτύχησε να αποσπάσει και σπουδαίες ερμηνείες από αρκετούς από τους ηθοποιούς της και έτσι το εγχείρημά της είναι γενικά άρτιο και με σημαντικό θεατρικό ενδιαφέρον.