ΠΛΟΥΤΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 26/07/2018 12:18
Την κωμωδία του Αριστοφάνη "Πλούτος", παρακολούθησα στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου σε σκηνοθεσία Nikita Milivojevic. Αποτελεί την τελευταία σωζόμενη κωμωδία του συγγραφέα, γράφτηκε το 388 π.Χ. και σηματοδοτεί τη μετάβαση από την Αρχαία στη Νεότερη Αττική κωμωδία. Ο Αριστοφάνης στο έργο του αυτό, διακωμωδεί την κακή διανομή του πλούτου, ο οποίος όντας τυφλός, κάνει κακές επιλογές, πηγαίνοντας στους κακούς και τους ανέντιμους.
Ο Χρεμύλος, ένας έντιμος αλλά φτωχός πολίτης, έχει μόλις πάρει χρησμό από τους Δελφούς, ότι για να λυθούν τα προβλήματα επιβίωσής του, θα πρέπει βγαίνοντας έξω να ακολουθήσει τον πρώτο που θα συναντήσει μπροστά του και η τύχη του φέρνει τον τυφλό και κουρελή, τιμωρημένο από το Δία, Πλούτο, τον οποίο και ακολουθεί κατά πόδας. Συνοδοιπόρος και υπηρέτης του ο πονηρός και πανούργος Καρίων. Μαζί περιθάλπουν τον Πλούτο και αποφασίζουν να τον πάνε στον ξακουστό ιατρό Ασκληπιό για να μπορέσει να ξαναβρεί το φως του και να αρχίσει να μοιράζει τα αγαθά και πάλι στους έντιμους, δίκαιους και καλούς ανθρώπους που τον έχουν ανάγκη. Η εγχείρηση πετυχαίνει, ο Πλούτος ξαναβλέπει και γεμίζει το Χρεμύλο, τον Καρίωνα και τους φίλους τους με όλα τα αγαθά, ανατρέποντας τη μέχρι τώρα καθεστηκυία τάξη. Οι άνθρωποι βυθισμένοι πλέον στην ευωχία του πλούτου και λησμονώντας την προηγούμενή τους κατάσταση, αυτή της Πενίας, γίνονται μαλθακοί, ξεχνούν να δουλεύουν, ακόμα και να περπατούν. Την προσαρμογή του κειμένου στα ελληνικά έχει κάνει ο Γιάννης Αστερής, ενώ τη διασκευή του έχει επιμεληθεί ο ίδιος ο σκηνοθέτης.
Ο Nikita Milivojevic κρατά τα σκηνοθετικά ηνία της παράστασης, επιχειρώντας να διακωμωδήσει πρόσωπα, αλλά και καταστάσεις, να στήσει ένα γαϊτανάκι χαρακτήρων που να αποτυπώνει ένα μωσαϊκό της κοινωνίας του Αριστοφάνη, αλλά και να τονίσει τη διαχρονικότητα κάποιων καταστάσεων σε σχέση με τη σημερινή εποχή και τη σύγχρονη αναζήτηση του πλούτου. Η έναρξη της παράστασης είναι ελπιδοφόρα, καθώς ο λόγος είναι σκωπτικός, γρήγορος, συνδυάζεται με το ατομικό ερμηνευτικό ταλέντο των πρωταγωνιστών και η κίνησή τους έχει μια χαριτωμένη αφέλεια. Η είσοδος του χορού με τα χάλκινα προσθέτει μια βαλκανική μουσική επένδυση στη ροή της ιστορίας. Κάπου εκεί ξεκίνησε και μία σχεδόν συνεχής πορεία ολίσθησης και παρακμής για το όλο εγχείρημα, καθώς ο κορυφαίος του χορού απευθύνεται στην Πενία στα σέρβικα, ενώ ο Πλούτος αναλαμβάνει να κάνει τη "μετάφραση". Εδώ υπάρχει και το "αστείο", άλλα να λέει ο Σέρβος κορυφαίος (και να βλέπουμε μεταφρασμένα σε υπέρτιτλους) και άλλα να "μεταφράζει" με ύφος Ζήκου στον Μπακαλόγατο ο Πλούτος, με τη σκηνή να θυμίζει φτηνό επιθεωρησιακό νούμερο της δεκαετίας του 80 και να έχει διάρκεια τέτοια που να χάνεται η όποια κωμική υπόστασή της. Τα επαναλαμβανόμενα μουσικά αποσπάσματα με τα χάλκινα και το χορό των μουσικών να περιφέρεται στη σκηνή εν είδει μπουλουκιού θύμισε έντονα ταινίες του Κουστουρίτσα, αλλά με αποπροσανατόλισε πλήρως από το αριστοφανικό κείμενο. Η δε σκηνή της επέμβασης του Ασκληπιού στον Πλούτο για να ξαναβρεί το φως του, ξεπέρασε κάθε όριο σουρεαλιστικής παράνοιας, με το Γιάννη Κότσιφα να παραληρεί ακατάληπτα δήθεν λατινικά, επιχειρώντας κωλονοσκόπηση στον ασθενή με ένα μπουρί σόμπας. Η διάρκειά της μου φάνηκε ατελείωτη και έπαιξε επικίνδυνα με τα νεύρα των θεατών (ομολογώ ότι φλέρταρα και με την ιδέα της πρόωρης αποχώρησης από το θέατρο). Το τελειωτικό χτύπημα στον Αριστοφάνη και στους θεατές έδωσε η άφιξη του Ερμή με drone (και ήχο ελικοπτέρου), για το οποίο περιμέναμε κάμποση ώρα μέχρι να "προσγειωθεί". Ποτέ δεν υπήρξα θιασώτης του συντηρητικού και απαρχαιωμένου θεάτρου, αλλά θεωρώ ότι σε όλα πρέπει να υπάρχει μέτρο, όριο και γνώση. Τίποτα από τα τρία δε χαρακτήρισαν τη σκηνοθετική προσέγγιση που παρακολούθησα στην Επίδαυρο, κυρίως από τη μέση της κι έπειτα.
Ο Γιώργος Γάλλος ανέλαβε το ρόλο του Χρεμύλου, του έντιμου, αλλά φτωχού πολίτη που ακολουθεί τον Πλούτο μετά το χρησμό που έλαβε και τελικά κάνει την τύχη του. Χωρίς αχρείαστες ερμηνευτικές ή κινητικές υπερβολές και πολύ καλό έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, έπλασε έναν γνήσιο και ειλικρινή λαϊκό χαρακτήρα, ο οποίος έπειθε ότι υπήρξε έντιμος και λίγο αφελής, ενώ δεν αλλοιώθηκε μέχρι τον πυρήνα του από τα νεοαποκτηθέντα υλικά αγαθά. Ο Στέλιος Ιακωβίδης ερμήνευσε τον ταπεινό, αλλά αεικίνητο Καρίωνα, υπηρέτη του Χρεμύλου. Με κωμική φλέβα, κίνηση που σε κάποιες στιγμές θύμιζε καρτούν, μια ελαφρά δόση ειρωνείας στη φωνή, στάθηκε επάξια ως σκιά του κυρίου του, ενώ έβγαζε μια λαϊκή κουτοπονηριά που κέρδιζε μια αυθόρμητη συμπάθεια από το θεατή. Είχε δε εξαιρετική σκηνική χημεία με τον κύριό του Χρεμύλο.
Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος υποδύθηκε τον Πλούτο, τυφλό αρχικά, που στη συνέχεια βρίσκει την όρασή του και βοηθά αυτούς που τον συνέδραμαν. Στην "τυφλή" του εμφάνιση αποτύπωσε δυναμικά και με ενθουσιασμό έναν σπαρταριστό Πλούτο, ο οποίος άρπαζε την ατάκα και την αξιοποιούσε και σάρωσε τη σκηνή σκοντάφτοντας αυθόρμητα στα αχυρένια εμπόδια της σκηνής. Μετά την αποκατάσταση της όρασής του, ένιωσα το κωμικό μομέντουμ του να χάνεται και να υιοθετεί (ίσως και λόγω σκηνοθετικής οδηγίας) μια στυλιζαρισμένη ερμηνεία, με τηλεοπτικές ευκολίες.
Ο Μάνος Βακούσης έπαιξε το Βλεψίδημο, φίλο του Χρεμύλου, αλλά λίγο πιο πονηρό από αυτόν. Κι αυτός με ελάχιστες υπερβολές, βρήκε τις δικλείδες του ήρωά του, ισορροπώντας ανάμεσα στον κωμικό και το λογικό εαυτό του και δίνοντας μια αξιοπρεπέστατη ερμηνεία.
Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη ήταν η Πενία, αλλά και η βοηθός-νοσοκόμος του Ασκληπιού. Στην πρώτη ηρωίδα του Αριστοφάνη είχε ένα πολύ καλό μονόλογο με σωστούς τονισμούς και μία ελαφρώς γκροτέσκα κίνηση, μοιάζοντας με κακιά μάγισσα, η οποία αν και φλέρταρε με την καρικατούρα, συγκρατήθηκε σε ασφαλή μονοπάτια. Στη δεύτερη παρασύρθηκε στη γενικότερη παράνοια και τη σκηνική αλλοφροσύνη που επικρατούσε και έγινε ένα με αυτή.
Ο Γιάννης Κότσιφας σαν Ασκληπιός, πρωταγωνίστησε στη σκηνή της εγχείρησης που μου έμεινε σαν ένα από τα χειρότερα στιγμιότυπα αναπαράστασης έργου του Αριστοφάνη, προσπαθώντας να αρθρώσει ένα εκνευριστικό παραλήρημα στα λατινικά και επαναλαμβάνοντας το ίδιο ανόητο μοτίβο επέμβασης ξανά και ξανά. Συμμετείχε και στο χορό.
Ο Κώστας Κορωναίος ανέλαβε τους μικρότερους ρόλους της γυναίκας του Χρεμύλου και του Δίκαιου, ενώ συμμετείχε και αυτός στο χορό. Στην πρώτη περίπτωση είχε ορισμένες πολύ καλές κωμικές στιγμές, αν και παρατήρησα μια υπερβολή στην κίνηση και μια βιασύνη στο λόγο. Στη δεύτερη αποτέλεσε μια πολύ ευχάριστη νησίδα λογικής στη ροή του έργου.
Ο Μιχάλης Τιτόπουλος ήταν και αυτός μέλος του χορού, ενώ υποδύθηκε τόσο το Μεσάζοντα, όσο και τον Ερμή. Σαν Ερμής κυρίως είχε κωμικές στιγμές, αν και εδώ δεν έλειψε η υπερβολή και το φλερτ με την καρικατούρα.
Η Μαρία Διακοπαναγιώτου ήταν ένας γυναικείος ρόλος που επινοήθηκε από το σκηνοθέτη και αποτέλεσε κάτι σα μια υπόμνηση συνείδησης. Με ένα μάλλον σπαρακτικό τραγούδι απευθύνει ένα κάλεσμα στους υπόλοιπους χαρακτήρες να συνέλθουν. Η συμμετοχή της ήταν από τις (λίγες) ευχάριστες εμπνεύσεις του σκηνοθέτη.
Ο Νέναντ Μάριτσιτς ήταν ο κορυφαίος του χορού και είχε φωνή επιβλητική και ένα περίσσειο πάθος στην ερμηνεία του, αλλά αυτή ήταν στα σέρβικα (σκηνοθετικό εύρημα που σίγουρα δε με κέρδισε) και οι παρεμβάσεις του είχαν μεγάλη διάρκεια και ακούστηκαν αρκετά ηθικοπλαστικές. Έπαιξε επίσης ζωντανά κιθάρα και τύμπανο.
Τα υπόλοιπα μέλη του χορού των μουσικών ήταν οι Δημήτρης Κατσίβελος (τρομπέτα), Κώστας Σαπούνης (τρομπέτα β'), Σπύρος Νίκας (σαξόφωνο), Λεωνίδας Παλαμιώτης (τρομπόνι), Ρενάτο Κούσης (τρομπόνι β'), Στρατής Σκουρκέας (κρουστά), Μενέλαος Μωραΐτης (τούμπα) και Γιώργος Δούσος (κλαρίνο) που έπαιξαν ζωντανά στη σκηνή τους βαλκανικούς ήχους της παράστασης, δείχνοντας κέφι και διάθεση.
Το σκηνικό του Κέννυ Μακ Λέλλαν ήταν λειτουργικό κυρίως στο πρώτο μισό με τις αχυρένιες θημωνιές στις οποίες σκόνταφτε ο Πλούτος και βοήθησε το κωμικό μομέντουμ της παράστασης, αλλά είχε και κάποιες πιο μέτριες στιγμές με το μάλλον ακαλαίσθητο στρώμα όπου ξεκούραζαν την τεμπελιά τους οι ήρωες αφού έγιναν πλούσιοι.
Τα κοστούμια της Μαρίνα Μεντένιτσα μου άφησαν καλές εντυπώσεις, αφού αποτύπωσαν ικανοποιητικά την αρχική "πενία" των ηρώων, αν και δεν αποφεύχθηκαν κάποιες εκκεντρικότητες στο κοστούμι του Πλούτου, στον Ασκληπιό και τη νοσοκόμα του.
Η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου, με έντονο βαλκανικό χρώμα, αιφνιδίασε ευχάριστα στην αρχή, αλλά είχε αρκετά επαναλαμβανόμενα μοτίβα, τα οποία τελικά με κούρασαν.
Η χορογραφία της Αμάλια Μπένετ είχε αρμονία και κωμική χάρη ως προς τους ηθοποιούς, αλλά ο χορός των μουσικών μου θύμισε άτακτο μπουλούκι χωρίς κινητική ενότητα.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου είχαν αρκετά γενικά πλάνα, έδωσαν ατμόσφαιρα στη σκηνή της έλευσης του drone και γενικά είχαν θετική συμμετοχή στην παράσταση.
Οι κομμώσεις και οι περούκες είχαν την επιμέλεια του Χρόνη Τζήμου και το μακιγιάζ της Κάκιας Πέτρου.
Συμπερασματικά, στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, είδα μια προσπάθεια σύγχρονης σκηνικής αναπαράστασης αρχαίας κωμωδίας, που είχε ως έμπνευση τον Αριστοφάνη, αλλά αλλοίωσε σε σημαντικό βαθμό την ουσία του. Συχνά έμοιαζε με θεατρική απεικόνιση του κινηματογραφικού σύμπαντος του Κουστουρίτσα, με τη συνοδεία μιας περιοδεύουσας ορχήστρας στα πρότυπα του μπουλουκιού. Λίγες οι πετυχημένες κωμικές παρεμβολές, συχνά χωρίς καν πραγματικό χιούμορ, με κάποιες σκηνές να ξεπερνούν τα όρια της καρικατούρας και να αγγίζουν την παράνοια. Η πολύ μέτρια δραματουργική προσέγγιση συμπληρώθηκε από κακόγουστα ευρήματα, όπως αυτό της σκηνής της εγχείρησης και η χρήση του drone. Κι αισθάνθηκα άσχημα που πήγαν έτσι αναξιοποίητες ορισμένες πολύ καλές ερμηνείες από τους συμμετέχοντες ηθοποιούς.