ΠΛΑΤΕΙΑ ΗΡΩΩΝ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Κυριακή, 09/04/2017 15:09
Το έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ "Πλατεία Ηρώων (Heldenplatz)" σκηνοθετεί στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων ο Δημήτρης Καραντζάς. Γραμμένο το 1988 κατά παραγγελία του Burgtheater είναι ένα έργο καταγγελία για το αυστριακό φασιστικό παρελθόν και μια προειδοποίηση για ένα ανάλογο μέλλον.
Στη συγκεκριμένη πλατεία το 1938 έγινε η θριαμβευτική υποδοχή των ναζιστικών στρατευμάτων από τους Αυστριακούς, ενώ στο έργο λαμβάνει χώρα η αυτοκτονία του καθηγητή Σούστερ, ενός Εβραίου, ο οποίος ενώ ετοίμαζε την επιστροφή του στην Οξφόρδη, όπου είχε μείνει σαν αυτοεξόριστος στη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου αυτοκτονεί αιφνιδιαστικά. Ο ίδιος χώρος δοκιμάζει τη συλλογική μνήμη των ηρώων του έργου, αλλά πλέον και την ατομική και τις στοιχειώνει σε αντίστοιχο βαθμό. Μετά την αυτοκτονία η ζωή στο σπίτι αλλάζει, καθώς η οικονόμος του σπιτιού πακετάρει με άκρα σχολαστικότητα τα πράγματα της οικογένειας, η οποία ετοιμάζεται για ένα τελευταίο κλειστό γεύμα πριν σκορπίσουν ο καθένας στον προορισμό του. Μέσα από ένα σχεδόν παραληρηματικό λόγο ο συγγραφέας δε φείδεται καταγγελιών, αφορίζει και προσπαθεί να αφυπνίσει μνήμες και συνειδήσεις. Και φυσικά ο λόγος δεν απευθύνεται μόνο στην αυστριακή κοινωνία, αλλά μπορεί να βρει τις προεκτάσεις του και σε άλλες. Το γαϊτανάκι των κατηγοριών αρχίζει να ξετυλίγεται μέσα από τα προσωπικά σχόλια και με "πρόσχημα" τις ιστορίες και το παρελθόν των ηρώων του έργου.
Ο Δημήτρης Καραντζάς αναλαμβάνει τη σκηνοθετική καθοδήγηση της παράστασης βάζοντας το λόγο στο προσκήνιο και τους ηθοποιούς να τον υπηρετούν πιστά, αποδίδοντας τη δαιδαλώδη σκέψη του συγγραφέα. Η ομώνυμη πλατεία αποκτά ισότιμη δραματουργική αξία με την αυτοκτονία του καθηγητή και αποτελεί ένα από τα γενεσιουργά αίτια για το ξετύλιγμα του μίτου της Αριάδνης του καταγγελτικού λόγου. Η αποστειρωμένη ατμόσφαιρα και οι κοφτές "στρατιωτικές" κινήσεις δημιουργούν ένα κλειστοφοβικό περιβάλλον, όπου συχνά οι σιωπές αποτελούν εμφατική επιβεβαίωση μιας ατμόσφαιρας εσωτερικού φόβου και αγωνίας για το μέλλον, ατομικό ή συλλογικό. Η παραληρηματική μορφή γραφής του συγγραφέα παραμένει ατόφια και στην παράσταση με αποτέλεσμα κάποιες φορές η επαναληπτικότητα να κουράζει το θεατή. Αν και η σκηνοθετική προσέγγιση επιχειρεί να κάνει το θεατή συμμέτοχο και φανερό ωτακουστή αυτών που έχουν να ειπωθούν με τους ηθοποιούς να παίζουν με πλάτη στο κοινό, αλλά με μια αμεσότητα. Η τρύπα στη μέση της σκηνής δεν παύει στιγμή να αποτελεί απειλή και να υπενθυμίζει με τις συμβολιστικές της προεκτάσεις τη μαύρη τρύπα που απειλεί τον κοινωνικό ιστό από την άνοδο φασιστικών και απολυταρχικών ιδεολογιών. Ο παραλληλισμός με το δεσποτικό χαρακτήρα του καθηγητή μας υπενθυμίζει ότι όλοι μπορεί να κρύβουμε έναν μικρό τύραννο μέσα μας, τον οποίο οφείλουμε να υποτάξουμε. Οι ψυχολογικές διακυμάνσεις είναι πάντοτε παρούσες και λειτουργούν ως αφηγηματική πρακτική και υπενθύμιση της συναισθηματικής σύγχυσης των ηρώων. Δε λείπει το στυλιζάρισμα κάποιων σκηνών και μια φορμαλιστική αντιμετώπιση της σκέψης, αλλά η αισθητική της παράστασης παραμένει σε υψηλά επίπεδα, σε ένα έργο όπου η πολιτική εμπλέκεται με την ανθρώπινη ψυχολογία και βαδίζουν χέρι χέρι.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη στο ρόλο της κυρίας Τσίτελ δείχνει μια εξαιρετική (σχεδόν θρησκευτική) προσήλωση στο ψυχαναγκαστικό χαρακτήρα που υποδύεται. Η σκέψη της που ακούγεται αυστηρή και συχνά αποστειρωμένη, η κίνησή της που είναι συχνά ρομποτική, η ένταση της φωνής της που ποικίλλει από τον παροξυσμικό στο σχεδόν ψιθυριστό τόνο και αντικατοπτρίζει τις ψυχολογικές της μεταπτώσεις και το σώμα της που έχει ένα νευρωτικό στήσιμο είναι τα στοιχεία που οδηγούν την ηθοποιό στο να "βιώνει" το ρόλο και να τον αναπτύσσει μέχρι την παραμικρή του λεπτομέρεια.
Ο Χρήστος Στέργιογλου υποδύεται τον καθηγητή Ρόμπερτ, ίδιων πολιτικών πεποιθήσεων με τον Σούστερ και παρόμοιου ψυχολογικού υποβάθρου, αλλά εμφανώς πιο εξωστρεφής. Αυτή του η εξωστρέφεια γίνεται σε κάποιες σκηνές ιδιαίτερα έντονη με έντονη στροφή του βλέμματος προς το κοινό που βρίσκεται στην πλάτη του, διασπώντας όμως έτσι την ενότητα του λόγου και την αποτελεσματικότητά του. Και δεν αποφεύγει μια μανιέρα που στη ροή του έργου καταντά μονότονη και μη εθιστική. Η Μαρία Σκουλά παίζει την Άννα, σε μια παρουσία λιτή και περιεκτική, μεστή συναισθήματος και νοημάτων. Ο λόγος της δραματικός όσο χρειάζεται, κινητοποιεί τη σκέψη αλλά και το συναίσθημα του θεατή, χωρίς να τα εκβιάζει.
Αξιοσημείωτη και η παρουσία της Σύρμως Κεκέ σαν Χέρτα, η οποία αν και δεν έχει έντονη παρουσία στο λόγο, ειδικά στην πρώτη μεγάλη σκηνή με την κυρία Τσίτελ, είναι πάντα παρούσα με την εν γένει σκηνική της συμπεριφορά. Η σιωπηλή της υποταγή στο παραλήρημα της οικονόμου, η εκφραστικότητα του βλέμματός της και η βουβή αντίδρασή της στην ψυχολογική καταπίεση, δίνουν ένα χαμηλών τόνων προφίλ, αλλά ιδιαίτερα σημαντικό.
Η Υβόννη Μαλτέζου στο ρόλο της κυρίας Σούστερ, κουβαλά όλο το μετατραυματικό σοκ του χαρακτήρα της, αλλά σκηνοθετικά δεν έχει το χώρο και το χρόνο να αναπτύξει την ηρωίδα της και να την οδηγήσει στην κορύφωση. Έχει ευαισθησία, έχει ένταση, αλλά μοιάζει να μένει μετέωρη και να μην αξιοποιείται επαρκώς.
Ο Γιώργος Μπινιάρης ερμηνεύει ένα συνάδελφο του αποθανόντος καθηγητή, αλλά η σκηνική του παρουσία περνά σχεδόν αδιάφορα, αφού δεν την υποστηρίζει με πάθος και ένταση, αλλά ακολουθεί χαμηλότονα και υπόκωφα μονοπάτια.
Αντίθετα η Άννα Καλαϊτζίδου στο ρόλο της μίας κόρης του καθηγητή και ο Παναγιώτης Εξαρχέας σαν γιος του, καταφέρνουν στο σύντομο πέρασμά τους να αφήσουν το σκηνικό τους αποτύπωμα, χωρίς όμως να έχουν τα περιθώρια να απογειώσουν τους χαρακτήρες τους.
Το σκηνικό της Κλειούς Μπομπότη υπηρετεί πιστά τη σκηνοθετική οπτική με την τρύπα-αποτύπωμα στο κέντρο της σκηνής, αλλά και μία πολυλειτουργικότητα κάποιων σκηνικών αντικειμένων.
Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη σε αυστηρή και ελαφρώς αποστειρωμένη γραμμή, ακολουθούν τα βαθύτερα χαρακτηριστικά των ηρώων.
Η μουσική του Γιώργου Πούλιου δεν έκανε πάντα αισθητή την παρουσία της, απλά συνόδευε το λόγο, χωρίς να τον "επενδύει" ουσιαστικά.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου εναλλάσσονταν μεταξύ προσώπων και κάποιων ανοιχτότερων πλάνων υπηρετώντας την ατμόσφαιρα του έργου. Η επιμέλεια της κίνησης ανήκε στη Ζωή Χατζηαντωνίου και έδεσε απόλυτα αρμονικά με το λόγο και τις δραματικές του κορυφώσεις.
Συμπερασματικά, στην σκηνή του Θεάτρου της οδού Κυκλάδων είδα μια παράσταση πολιτική, η οποία δεν αναλώθηκε στο να αναμασά τσιτάτα, καταστάσεις και γεγονότα, αλλά θέλησε να περάσει τον επίκαιρο χαρακτήρα και τα μηνύματά της. Η σκηνοθετική οπτική είχε προσανατολισμό και στόχο και παρόλο που δεν απέφυγε κάποια μικρή κοιλιά και μία φόρμα στις σκηνικές της εικόνες, κατάφερε να αποδώσει πειστικά το λόγο και τη δυναμική του. Ευτύχησε να συνεπικουρείται από αρκετές σχεδόν υποδειγματικές ερμηνείες και έτσι κατάφερε να επικοινωνήσει με το κοινό της, να κάνει τη θεατρική του έξοδο αξιόλογη και να το οδηγήσει σε ένα δημιουργικό προβληματισμό.