ΠΗΓΑ ΣΤΗ ΝΕΚΥΙΑ ΤΟΥ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΥ
- Ημερομηνία: Κυριακή, 02/08/2015 22:54
Mε προσμονή και λαχτάρα κατέβαινα στην Επίδαυρο, εκείνο το Σάββατο, για την «Νέκυια», του Μιχαήλ Μαρμαρινού.
Πριν από μερικά χρόνια με τον «Ηρακλή Μαινόμενο» έκανε μια από τις σημαντικές παραστάσεις που έχουν γίνει στο αργολικό θέατρο, προτείνοντας ένα σύγχρονο τρόπο ανάγνωσης του αρχαίου δράματος και λύνοντας το τεράστιο θέμα του Χορού, δημιουργώντας μια μικρογραφία της δικής μας κοινωνίας, που εξέφραζε με κωμικοτραγικό τρόπο, αυτό που θα λέγαμε « φωνή του λαού», χωρίς να υποκύπτει σε συναισθηματισμούς και λαϊκισμούς.
Φέτος ο Μιχαήλ Μαρμαρινός στα πλαίσια της έρευνας του- είναι πράγματι ένας από τους ελάχιστους Έλληνες δημιουργούς που επιμένουν σε μια ερευνητική δουλειά, χωρίς να στηρίζονται ουσιαστικά από την πολιτεία, όπως συμβαίνει σε κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, όπου η έρευνα αποτελεί μείζον θέμα και χρηματοδοτείται αδρά- ταξίδεψε ως την Ιαπωνία, ήρθε σε επαφή με την πανάρχαια τέχνη του θέατρο Νο και εισηγήθηκε στο Μάστερ Ροκούρο Γκενσό Ουμεουάκα να συμπράξουν ανεβάζοντας τη Ραψωδία λ , τη Νέκυια, από την Οδύσσεια του Ομήρου, σε μια παράσταση –σύζευξη πολιτισμών.
Η σωματική φιλοσοφία του Νο, κατά τον Έλληνα σκηνοθέτη, είναι ο ιδανικός τρόπος για να προσεγγίσει κανείς την άλλη πλευρά της Ύπαρξης , όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο ίδιος. Όλα αυτά ακούγονται πολύ δελεαστικά. Τι θα περίμενε κανείς από τη συνάντηση του ανατρεπτικού σκηνοθέτη, με το παραδοσιακό Νο άραγε; Μια πρόταση αν μη τι άλλο. Τι είδαμε τελικά; Μια παράσταση θεάτρου Νο, που σε τίποτα δε θύμιζε την αισθητική και την θεατρική ιδεολογία του Μαρμαρινού. Η παράσταση αυτή καθ΄ αυτή, ήταν μια τελετουργία με όλα τα χαρακτηριστικά της τέχνης του Νο, μιας τέχνης που εντυπωσιακά διασώζεται εδώ και 1000 χρόνια, χάρη στους μεγάλους δασκάλους, που διαφυλάσσουν ως κόρη οφθαλμού, την παράδοσή τους.
Δεν νομίζω ότι εμείς οι δυτικοί, μπορούμε να κρίνουμε αυτό το είδος, που κουβαλάει τη βαθιά σοφία ενός πολιτισμού, πολύ μακρινού από εμάς, παρά μόνο να το παρατηρούμε και να αφεθούμε στην θρησκευτική ατμόσφαιρά του. Ως εκ τούτου, για την παράσταση δεν έχω να πω τίποτα περισσότερο, από το γεγονός ότι μας μετέφερε το μυστηριακό αυτού του είδους, με ένα θίασο μυστών- ηθοποιών, που με απόλυτη ακρίβεια και αφοσίωση, έθεταν εαυτούς στην υπηρεσία του Ομηρικού Μύθου.
Το πρόβλημα στην εν λόγω παραγωγή, ήταν ότι αυτή η παράσταση, έφερε τη σκηνοθετική υπογραφή του Μαρμαρινού. Για να είμαστε ακριβείς, δεν μπορούμε να μιλάμε για σκηνοθεσία, εφόσον η παράσταση αυτή, ακολούθησε κατά τα γράμμα- και καλά έκανε- τους κώδικες και τους νόμους του Νο- αλλά περισσότερο για μια εισήγηση δραματολογίου, από πλευράς του Έλληνα σκηνοθέτη, που είχε την καλή ιδέα να προτείνει στον ιαπωνικό θίασο να ασχοληθεί με ένα κείμενο του ελληνικού πολιτισμού, που μοιάζει να έχει τόσες συγγένειες με τη δική του παράδοση.
Αντιλαμβάνομαι απόλυτα την ανάγκη του κ. Μαρμαρινού να ερευνήσει αυτό το είδος θεάτρου, που θεωρεί ότι έχει να δώσει πολλά στην προσωπική του αναζήτηση και θα ήμουν από τους πρώτους, που θα έβγαινα να ,τον υποστηρίξω, αν ζητούσε επιχορήγηση για την έρευνα του, καθώς τον θεωρώ σημαντικό δημιουργό και πιστεύω ότι πραγματικά χρειάζεται ενίσχυση και βοήθεια, η πολύ σοβαρή προσπάθεια που κάνει όλα αυτά τα χρόνια, πάνω στην τέχνη του θεάτρου. Όμως αυτό, δεν συνιστά σκηνοθεσία σε καμία περίπτωση. Περιμένω λοιπόν με ανυπομονησία, την επόμενη παράσταση του, για να δω πώς λειτούργησε σε αυτόν τον δυτικό καλλιτέχνη, αυτή η εμπειρία στον κόσμο του Νο.
Κλείνοντας, παραθέτω τη στιχομυθία δυο θεατών μετά το τέλος της παράστασης. «Μα πού ήταν ο Μαρμαρινός μέσα σε όλο αυτό;»
«Στην πρώτη σειρά, δεν τον είδες;»
Νομίζω ότι εκφράζει την πλειοψηφία όσων, εκείνο το βράδυ, βρεθήκαμε στην Επίδαυρο.