ΠΙΑΣΜΕΝΟΙ ΣΕ ΔΕΝΤΡΟΣΠΙΤΟ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Κυριακή, 23/09/2018 10:45
Το έργο της Σίλιας Κατραλή-Μινωτάκη "Πιασμένοι σε δεντρόσπιτο", σκηνοθετεί στο Faust ο Στέφανος Κακαβούλης. Ένα κείμενο που καταπιάνεται με το bullying κατά της εκάστοτε διαφορετικότητας των νέων στις πιο ακραίες του μορφές. Ο Σουίφτ δολοφονείται από μια παρέα νεαρών παιδιών και η μητέρα του παίρνει την κατάσταση στα χέρια της, προσπαθώντας να ελαφρύνει την ψυχή της από το βάρος του χαμού του παιδιού της. Φυλακίζει και ανακρίνει την παρέα και την εκδικείται με το δικό της ανορθόδοξο τρόπο. Μόνη παρηγοριά των παιδιών η ανάμνηση ενός δεντρόσπιτου στην παραλία. Δεν μπορούν όμως να καταφύγουν σε αυτό, γιατί το τζάμι είναι ερμητικά κλειστό και δεν μπορούν να δραπετεύσουν. Ο Μάικ γίνεται το πρώτο θύμα της μητρικής εκδίκησης και η Έλλι, ο Τζόνι, η Κίμ και ο Άλεξ προσπαθούν να βρουν τρόπο να γλυτώσουν από τον ιστό που υφαίνεται γύρω τους. Στην ιδιότυπη φυλακή τους οι σχέσεις και οι αντοχές τους δοκιμάζονται. Το κείμενο καταπιάνεται με ένα σοβαρό και πάντα επίκαιρο θέμα με μια νεανική ματιά. Αλλά αρκετές φορές η ματιά αυτή έχει μια αφέλεια και δείχνει να κολλάει σε στερεότυπα και να αναμοχλεύει την επιφάνεια του φαινομένου του bullying, χωρίς να επιχειρεί να φτάσει βαθύτερα. Απορία μου προξένησε και η επιλογή από τη συγγραφέα ξενικών ονομάτων για τους ήρωες, αντί ελληνικών.
Ο Στέφανος Κακαβούλης αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία του εγχειρήματος αυτού, καθοδηγώντας νέα παιδιά στις γραμμές και τις επιταγές του κειμένου, επιχειρώντας να αναδείξει τις ιδιαίτερες πτυχές της ψυχολογίας των χαρακτήρων. Το σκηνικό γυμνό, με την κίνηση και τη δράση να περιορίζονται συχνά σε τεμνόμενες στενές φωτεινές λωρίδες, όπου οι ήρωες βιώνουν μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα και μια υπαρκτή απειλή. Οι μεταξύ τους σχέσεις έντονες, αλλά όχι πάντα σαφείς και διακριτές. Οι ήρωες δείχνουν να ακροβατούν σε ένα τεντωμένο σκοινί, αλλά η κλιμάκωση των συναισθημάτων και των φόβων τους έχει αργή και συχνά ασύμμετρη εξέλιξη. Η κινηματογραφικότητα των σκηνών με τις γρήγορες εναλλαγές διδύμων χαρακτήρων στο προσκήνιο, δίνει ζωντάνια και δημιουργεί στο θεατή ένα κλίμα αναμονής των λύσεων. Οι σιωπές όμως ανάμεσα στις κορυφώσεις του λόγου είναι πολλές, με το ρυθμό έτσι να κάνει κοιλιές, ενώ κάποια ξεσπάσματα έχουν σημαντική δόση υπερβολής και επαναλαμβάνονται χωρίς να προχωρούν το ψυχογράφημα των ηρώων βαθύτερα. Κι έτσι η όλη προσέγγιση αφήνει μια τελική αίσθηση ανολοκλήρωτου.
Ο Ζήσης Βενιέρης ερμηνεύει τον Τζόνι, το αγόρι της παρέας που δείχνει να είναι σχετικά κατασταλαγμένο ως προς τις προτιμήσεις και τις σκέψεις του. Η κίνησή του έχει μια σιγουριά και ένα εκτόπισμα, χωρίς όμως ο λόγος του να έχει βρει πάντα τους σωστούς τονισμούς του και τις θέσεις των εντάσεών του. Έδειξε να έχει κατανοήσει τον ήρωά του, αλλά να χρειάζεται λίγη ακόμα προσπάθεια για να τον απεικονίσει πιο πειστικά.
Η Σίλια Κατραλή-Μινωτάκη υποδύεται την Κιμ, η οποία είχε σχέση με τον (ήδη νεκρό) Μάικ και προσπαθεί πλέον να ορθοποδήσει ψυχολογικά. Αποπνέει μια δόση σιγουριάς και διεκδικεί ότι νιώθει να της ανήκει. Ο λόγος της όμως συχνά ακουγόταν γυμνός από συναίσθημα και αχρωμάτιστος, ενώ και η κίνησή της έδειχνε άνευρη και χωρίς εμφανή προσανατολισμό.
Η Ζωή Κουσάνα έπαιξε την Έλλι, μια κοπέλα που πάντα ήταν στη σκιά της Κιμ κι αισθανόταν δεύτερη. Ο λόγος της είχε ένταση, κορυφώσεις και σωστές τοποθετήσεις, ενώ και τα κινητικά της ξεσπάσματα είχαν μέτρο και έδεσαν αρμονικά με τα σκαμπανεβάσματα της ψυχολογίας της. Οι εσωτερικές της αγωνίες αποτυπώθηκαν εύστοχα στο σύνολο των εκφραστικών της μέσων.
Ο Γιώργος Μπινιάρης ήταν ο εύθραυστος και μπερδεμένος Άλεξ, ο οποίος προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στα θέλω και τις αγωνίες του, αλλά και να συνειδητοποιήσει τι συμβαίνει γύρω του. Η ερμηνεία του είχε έντονο το στοιχείο της υπερβολής, κυρίως στην αποτύπωση της ανασφάλειάς του και παρασύρθηκε από αυτή, χωρίς να συντονίζεται με τους συμπρωταγωνιστές του.
Η Αλεξία Μπογδάνου ανέλαβε το ρόλο της αινιγματικής και σκοτεινής μάνας, με εναλλαγές μεταξύ συντριβής και εκδίκησης. Αυτές οι μεταβάσεις δεν ήταν πάντα ομαλές και αυθόρμητες, δεν υπήρχε εσωτερική σύνδεση μεταξύ τους, με αποτέλεσμα η σκιαγράφηση του χαρακτήρα της να έχει κενά και ασάφειες.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Faust είδα ένα νέο ελληνικό έργο που ασχολήθηκε με ένα επίκαιρο θέμα της εποχής μας, με ευαισθησία αλλά και κάποια αφέλεια, αγγίζοντάς το, χωρίς να καταφέρει όμως να πλησιάσει τον πυρήνα του. Η σκηνοθεσία φώτισε κάποιες πτυχές του, είχε μια κινηματογραφική αισθητική και ατμόσφαιρα, χωρίς όμως να καταφέρει να διαθέτει έναν εξελικτικά κλιμακούμενο ρυθμό και να φτάσει την αναμενόμενη συναισθηματική και ψυχολογική κορύφωση. Οι ηθοποιοί είχαν αρκετές καλές στιγμές, αλλά συχνά αναλώθηκαν σε στερεότυπα και υπερβολές που αφαίρεσαν πόντους από την εσωτερικότητα των ηρώων τους, ενώ ελλείψεις παρατήρησα και στη σκηνική τους επικοινωνία.