ΠΕΤΡΕΣ ΣΤΙΣ ΤΣΕΠΕΣ ΤΟΥ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 13/07/2017 13:54
Το έργο της Ιρλανδής Marie Jones "Πέτρες στις Τσέπες του (Stones in his Pockets)" σκηνοθέτησαν το χειμώνα στο Θέατρο του Νέου Κόσμου και παρουσιάζουν τώρα σε καλοκαιρινή περιοδεία οι Μάκης Παπαδημητρίου και Γιώργος Χρυσοστόμου.
Γραμμένο το 1996, παραμένει το πιο δημοφιλές κείμενο της συγγραφέως και είναι προορισμένο να παίζεται από δύο ηθοποιούς που υποδύονται όλους τους ρόλους, δηλαδή τους δύο κεντρικούς κομπάρσους, τους έτερους μικρότερους ντόπιους χαρακτήρες, τον Άγγλο σκηνοθέτη, την Αμερικανίδα σταρ, το σωματοφύλακά της, το δάσκαλο της ιρλανδικής προφοράς, αλλά και το νεαρό Σον που θα αυτοκτονήσει στη λίμνη. Δύο απλοί άνθρωποι που υπηρετούν τη μαγεία του Χόλυγουντ και προσπαθούν να μη συνθλιβούν από αυτό, να ελέγξουν τη μοίρα τους και να πάρουν στα χέρια τους το τιμόνι της ζωής τους. Κωμωδία ανθρώπων και καταστάσεων, με έντονη κριτική σάτιρα της βιομηχανίας του κινηματογράφου, αλλά και κοινωνικό σχόλιο στην εκμετάλλευση της ανθρώπινης ανάγκης και του πόνου. Η αντιπαράθεση ενός ολόκληρου συστήματος, με το άτομο που προσπαθεί να βγει στην επιφάνεια και να επιβιώσει, της λάμψης της ματαιοδοξίας με την ανώνυμη καθημερινότητα αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της προβληματικής του έργου. Ο Τσάρλι είναι πιο αλέγρος, πιο αισιόδοξος, ενώ ο Τζέικ πιο προσγειωμένος, πιο γήινος, αλλά και οι δύο πιάνουν πάτο και προσπαθούν να επιβιώσουν.
Η μετάφραση της Αγγελικής Κοκκώνη είχε πολλές καλές στιγμές, καθώς κατάφερε να αποδώσει τόσο τα λεκτικά αστεία του κειμένου, όσο και το σαρκαστικό ύφος της συγγραφέως, έχοντας ρυθμό, ροή και συνέχεια στο λόγο.
Ο Μάκης Παπαδημητρίου και ο Γιώργος Χρυσοστόμου ανέλαβαν να αυτοσκηνοθετηθούν, δίνοντας έμφαση στο γλυκόπικρο χαρακτήρα του κειμένου, τον καταιγιστικό ρυθμό του και το κωμικό μομέντουμ που διαθέτουν. Η παράσταση από την αρχή θυμίζει μια σκυταλοδρομία εναλλαγής ρόλων και η ταξική αντιπαράθεση (κοινωνική και καλλιτεχνική) των χαρακτήρων αποτελεί σημαντικό μέρος της προβληματικής της. Τα δίπολα κομπάρσοι-πρωταγωνιστές, πλούσιοι Αμερικανοί-φτωχοί Ιρλανδοί δίνουν την ώθηση να ξεδιπλωθεί μία κωμική αναμέτρηση του Δαβίδ με το Γολιάθ μέσα από μία παρέλαση ηρώων, με όπλα τους το λόγο και την κίνηση, η οποία όμως δεν παύει να μας υπενθυμίζει και την ανθρώπινα μελαγχολική της πλευρά, καθώς δε λείπουν και οι σκηνές κοινωνικής κριτικής και εκ των έσω λεπτής ειρωνείας της βιομηχανίας του θεάματος. Η ιστορία του νεαρού Σον που θα αυτοκτονήσει στη λίμνη, γεμίζοντας με πέτρες τις τσέπες του, είναι ένα πικρό διάλειμμα στην κωμική διαδοχή και προδίδει όλη την εσωτερική ανησυχία και αβεβαιότητα τόσο του καλλιτέχνη, όσο και του ανθρώπου που νιώθει την προσωπική του διαδρομή να οδηγεί σε αδιέξοδα, οδηγώντας το θεατή στη συνειδητοποίηση των προσωπικών του ανησυχιών και ανασφαλειών. Ένα τέτοιο έργο είναι λογικό να αφήνει στους δύο ερμηνευτές περιθώριο για αυτοσχεδιασμό και μπόλιασμα των χαρακτήρων με προσωπικά στοιχεία. Σε κάποιες σκηνές όμως αναπόφευκτα οι ήρωες φλέρταραν με την καρικατούρα κυρίως κινησιολογικά, αλλά και όσον αφορά το χρώμα και τη χροιά της φωνής τους, καταφεύγοντας σε κάποια πιο εύπεπτα στερεότυπα. Κάποιες παρωδιακές ευκολίες δεν αποφεύγονται, κάποιες σκηνές είναι ελαφρώς στυλιζαρισμένες και στερούνται αυθορμητισμού, αλλά είναι παροδικές και δεν μπορούν σε καμία στιγμή να επισκιάσουν την πλούσια ερμηνευτική γκάμα των δύο πρωταγωνιστών και το εύρος των δυνατοτήτων τους, που μας δίνουν ένα καλλιτεχνικό παραμύθι που έχει γέλιο, αλλά κρύβει και μια εσωτερική αλληγορία που αφορά όλους μας.
Ο Γιώργος Χρυσοστόμου υποδύεται τον Τσάρλυ, τον πιο αλέγρο εκ των κομπάρσων, που δείχνει να πετάει κάποιες φορές στα σύννεφα και εξακολουθεί να κάνει όνειρα χρησιμοποιώντας όλο το φάσμα των εκφραστικών του μέσων, αλλά και μια σειρά άλλων ρόλων, με κορυφαίους τη σκερτσόζα πρωταγωνίστρια Κάρολιν, που διψά για ένα περιστασιακό φλερτ, παράλληλα με το μονολιθικό μάτσο σεκιουριτά της. Ερμηνεύει ενίοτε εντελώς κόντρα στο φιζίκ του, με κωμικό ένστικτο, αλλά και εκμεταλλευόμενος στο έπακρο τις ατάκες των χαρακτήρων του, αλλά και τις αντιθέσεις των ηρώων που παίζει, καθώς στην Κάρολιν βγάζει μια έξοχη παρωδιακή ηδυπάθεια μιας μεγάλης σταρ που χρειάζεται την ερωτική επιβεβαίωση ενός κομπάρσου, ενώ στο σεκιουριτά όλο τον ανεγκέφαλο αντρισμό παρόμοιων τύπων.
Ο Μάκης Παπαδημητρίου αναλαμβάνει τον Τζέικ, τον πιο γειωμένο και πραγματιστή από τους κομπάρσους, ο οποίος βέβαια δε χάνει στιγμή την κωμική του ταυτότητα και την αισιόδοξή του πλευρά, αλλά και την αλαφροπάτητη (γενικών καθηκόντων) βοηθό σκηνοθέτη Έιλινγκ, με την οποία σαρώνει κινητικά το μπροστινό μέρος της σκηνής, ενώ στον απλοϊκά πικρό και απογοητευμένο Σον, καταφέρνει να έχει μια μελαγχολία στο βλέμμα και την κίνησή του, που δείχνει να βιώνει ο ίδιος το δράμα του ψυχικού αδιεξόδου ενός νέου ανθρώπου που φαίνεται να έχει ξεμείνει από τη διάθεση για ζωή. Η χημεία των δύο ηθοποιών στη σκηνή είναι σε αξιοσημείωτα υψηλό επίπεδο και καταφέρνουν να συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο και να μη δημιουργούνται χάσματα και κοιλιές στη ροή της παράστασης. Κάποιες μικρές ερμηνευτικές πατέντες και κλισέ δεν αποφεύγονται (με στοιχεία stand up comedy), αλλά γενικότερα και οι δύο δίνουν την εντύπωση ότι αυτή η παράσταση είναι ένα προσωπικό τους στοίχημα το οποίο θέλουν να κερδίσουν.
Το σκηνικό της Μαγδαληνής Αυγερινού χρειάστηκε αλλαγές από το αντίστοιχο χειμερινό του στήσιμο, για να μπορεί να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της περιοδείας, αλλά είναι έξυπνο, ευέλικτο, αφήνει χώρο για τα κινησιολογικά τερτίπια των ηθοποιών και υπηρέτησε τη σκηνοθετική οπτική.
Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, χωρίς να τραβούν την προσοχή, είχαν τη δική τους αθόρυβη συμμετοχή στην παράσταση, ενώ η επιμέλεια της κίνησης από τη Σεσίλ Μικρούτσικου που έδεσε εξαιρετικά αρμονικά με την καταιγιστικότητα του λόγου, αποτέλεσε ατού της.
Η μουσική επένδυση ανήκε στη Φωτεινή Γαλάνη, ενώ οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη είχαν πολλά ανοικτά και γενικά πλάνα, εστιάζοντας όταν έπρεπε στους δύο πρωταγωνιστές-κομπάρσους.
Συμπερασματικά, η παράσταση του Θεάτρου του Νέου Κόσμου που συνεχίζει τη θερινή της πορεία ανά την Ελλάδα, αποτελεί μια ευφρόσυνη θεατρική πρόταση ενός κειμένου που αφορά τους ηθοποιούς, αλλά και τον άνθρωπο γενικότερα με τα αδιέξοδά του και μέσα από την κωμική του οπτική, ασκεί κριτική στο σύστημα της βιομηχανίας του θεάματος, αντιδιαστέλλοντας συνεχώς δύο κόσμους διαφορετικούς μεταξύ τους. Η παράσταση έχει γρήγορο ρυθμό, πολλές απολαυστικές κωμικές στιγμές, ενώ δεν παραλείπει να δίνει και τροφή για σκέψη στο θεατή, έχοντας και δύο ηθοποιούς που την υπηρετούν με συνέπεια και κατάθεση του ταλέντου τους. Κάποιες φορές διολισθαίνει σε μια παρωδία χαρακτήρων που αγγίζουν την καρικατούρα, ενώ σε κάποιες σκηνές δεν αποφεύγει το στυλιζάρισμα και τη φόρμα, αλλά βγάζει γέλιο, δίνει αισιόδοξα μηνύματα και έχει να πει πράγματα.