ΠΑΤΕΡΑΣ | ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 01/11/2019 19:13
Το έργο του Σουηδού θεατρικού συγγραφέα Αύγουστου Στρίντμπεργκ (Johan August Strindberg) "Πατέρας" (Fadren) σκηνοθετεί στο Θέατρο Αποθήκη ο Βασίλης Μπισμπίκης.
Η πρεμιέρα του έγινε το Νοέμβριο του 1887 στην Κοπεγχάγη και έκτοτε έχει μεταφραστεί και παιχτεί σε πολλές χώρες του κόσμου. Στην εκδοχή που παρακολούθησα διατηρείται η κεντρική ιδέα του αρχικού έργου, αλλά αυτό προσαρμόζεται στα ελληνικά δεδομένα και παρακολουθούμε μια προβληματική μεσοαστική οικογένεια στο σπίτι της την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Ο πατέρας είναι υπερχρεωμένος και απομονωμένος σε μια πολυθρόνα του σπιτιού του, τρώγοντας γαριδάκια και προσπαθώντας να βάλει σε εφαρμογή μια ιδέα του στον τομέα της εστίασης, με την ελπίδα να πιάσει την καλή, ενώ παρ' όλη την έλλειψη χρημάτων θέλει η κόρη του να σπουδάσει στην Αγγλία. Η γυναίκα του, έχοντας φτάσει σε οριακό ψυχολογικό σημείο πίεσης, προτιμά η κόρη της να παίζει κλαρίνο, να καπνίζει μπάφο και να συνεχίσει το ερωτικό της νταραβέρι με ένα αγόρι της γειτονιάς. Η ίδια η κόρη κυνηγά την προσωπική της ενηλικίωση και προσπαθεί να επιβιώσει από αυτόν τον αδυσώπητο ανταγωνισμό των γονιών της, για τους οποίους γίνεται κάτι σαν έπαθλο. Ο κολλητός φίλος του πατέρα και αδερφός της γυναίκας του έχει μια ταραχώδη και ανεξέλεγκτη ερωτική ζωή, θέλει να στηρίξει οικονομικά το εγχείρημα του φίλου του, αλλά και να υποστηρίξει ψυχολογικά την οικογένεια. Τον ανθρώπινο κύκλο κλείνει η άρρωστη μητέρα του άντρα, στις παρυφές της γεροντικής άνοιας, η οποία έχει στιγμές νηφαλιότητας, αλλά και ακατάσχετου παραληρήματος. Όλοι αυτοί καλούνται να ομονοήσουν και να περάσουν μία, κατά το δυνατό, χαρούμενη παραμονή Πρωτοχρονιάς. Όμως τα πράγματα ξεπερνούν κάθε φραγμό, φτάνουν στα άκρα και ο μεταξύ τους αλληλοσπαραγμός αγγίζει τα όρια της ανθρωποφαγίας. Τη διασκευή και τη δραματουργική επεξεργασία του αρχικού κειμένου υπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης.
Ο Βασίλης Μπισμπίκης στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης θεμελιώνει την οπτική του στην αρχέγονη μάχη επικράτησης μεταξύ αρσενικού και θηλυκού, την οποία κρατά ως βάση γύρω από την οποία οικοδομεί τις εξαιρετικά προβληματικές σχέσεις πέντε ανθρώπων. Η λογική του είναι αυτή του ωμού ρεαλισμού που δε διστάζει να φτάσει στην ανθρωποφαγική της πτυχή με χρήση σωματικής απειλής και εν τέλει βίας. Το έργο του Strindberg έχει από γραφής ακραίες αντιπαραθέσεις μεταξύ των χαρακτήρων του και μάλιστα με λεκτικά "χτυπήματα" κάτω από τη ζώνη, όπως για παράδειγμα η αμφισβήτηση της πατρότητας ενός παιδιού και της ορθότητας του μητρικού ενστίκτου, αλλά απευθύνεται σε ένα σχετικά πλατύ αστικό κοινό, που καλείται να αναγνωρίσει τις αδυναμίες και τα ψυχολογικά του αδιέξοδα και να τα βελτιώσει. Η μεταγραφή όμως στην ελληνική πραγματικότητα απεικονίζει μια οικογένεια στην οποία έχει χαθεί σχεδόν κάθε έλεγχος και τα μέλη της δε διστάζουν να βλάψουν το ένα το άλλο, όχι μόνο λεκτικά, αλλά και σωματικά. Η χρήση αγοραίας γλώσσας σχεδόν σε όλους τους διαλόγους κάνει την ουσία της προσβλητικής συμπεριφοράς να χάνεται, με έντονο το στοιχείο της υπερβολής. Το ίδιο συμβαίνει και με τη χρήση βίας μεταξύ τους, η οποία είναι συχνή και με έκανε να αναρωτηθώ αν αυτή η εικόνα μπορεί να αντικατοπτρίζει μία "μέση" Ελληνική οικογένεια. Παρόμοια παραδείγματα είναι σαφές ότι μπορεί να υπάρχουν δίπλα μας, αλλά πώς καλείται ο θεατής να "ταυτιστεί" με αυτές τις συμπεριφορές, να γεννηθεί συναίσθημα από αυτές (πλην ίσως της αηδίας και της απέχθειας προς όλους σχεδόν τους ήρωες) και δημιουργικός προβληματισμός; Η σκηνοθετική πρόθεση του ρεαλισμού σκοντάφτει στα δικά μου μάτια στην ανυπαρξία δίκαιου και άδικου, σωστού και λάθους και την τελική "αλλοίωση" του αρχικού κειμένου και των στόχων του, παρ' όλο που στην εξέλιξη της ιστορίας θίγονται σύγχρονα προβλήματα και αδιέξοδα. Ο ρυθμός είναι γρήγορος και δεν αφήνει τον θεατή να χαλαρώσει, ο λόγος καταιγιστικός, ενώ υπάρχουν και οι στιγμές μαύρου και πικρού χιούμορ, αλλά οι (σχεδόν στιγμιαίες) ψυχολογικές εναλλαγές των χαρακτήρων είναι δύσκολο να δικαιολογηθούν και να απορροφηθούν από την ψυχοσύνθεση του θεατή. Όλοι οι ήρωες διατηρούν τα πραγματικά τους ονόματα στο έργο.
Ο Τάσος Ιορδανίδης είναι ο πατέρας, ο οποίος νιώθει να πνίγεται τόσο από τα χρέη του που απειλούν να τον καταπιούν, αλλά και από την αδυναμία ελέγχου της κόρης του και των αντιδράσεών της. Ο λόγος του οργίλος και γεμάτος καταπιεσμένη δυναμική, η ματιά του άδεια και απελπισμένη, προσπαθεί να βρει ένα σωσίβιο μεταξύ των οικείων του, αλλά βλέπει παντού ανταγωνισμό και προδοσία. Η κίνησή του σε κάποιες σκηνές είναι λίγο άγαρμπη και ασύμφωνη με τον λόγο του, αλλά αυτό δεν επηρεάζει τη συνολικά καλή σκηνική παρουσία του.
Η Μαρίνα Ασλάνογλου παίζει τη μητέρα, μια γυναίκα βαθιά καταπιεσμένη, που δεν της λείπει όμως το θάρρος και η αποφασιστικότητα. Τα λόγια της και η έντασή τους καθρεφτίζονται σχεδόν απόλυτα στις εκφράσεις του προσώπου της και τη νευρική της κίνηση, καταφέρνοντας να αποτυπώσει σε πολύ μεγάλο βαθμό το ψυχολογικό χάος το οποίο υπάρχει μέσα της.
Ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης, ο Σήφης, ο σχεδόν αδερφικός φίλος και συνέταιρος του Τάσου και αδερφός της Μαρίνας, έχει εμμονική σχέση με το σεξ με διαφορετικές γυναίκες και προσπαθεί να παίξει έναν κάπως εξισορροπητικό ρόλο στο οικογενειακό χάσμα μεταξύ των δύο πόλων του. Φυσικός και άμεσος στην ερμηνεία του, ευθύς και ειλικρινής ως προς τις προθέσεις και τα όνειρά του, δείχνει ότι υπάρχει ακόμα απόθεμα συναισθήματος μέσα του και είναι ακριβής στην απόδοση του συναισθήματος αυτού.
Η Γιάννα Σταυράκη στον ρόλο της γιαγιάς δείχνει συχνά να ζει σε ένα παράλληλο σύμπαν, ακούει ότι τραγουδάκι πιάσει το μικρό της ραδιόφωνο, αφηγείται ιστορίες του παρελθόντος στις νηφάλιες στιγμές της και αποτελεί ίσως τον μοναδικό πόλο ηρεμίας της παράστασης. Γλυκιά, συμπαθής, αφήνει χαραμάδες ενός ευαίσθητου παρελθόντος και μίας ακόρεστης ακόμα δίψας για ζωή.
Η Νικολέττα Χαρατζόγλου έπαιξε την κόρη, για τον έλεγχο της ζωής και του μέλλοντος της οποίας κονταροχτυπιούνται ανελέητα οι δύο γονείς της. Είχε πάθος, είχε ενέργεια, αλλά δεν κατάφερε να αποδώσει ολοκληρωμένα το μέγεθος της ψυχολογικής πίεσης που υφίσταται από τους γονείς της και τη σχεδόν πλήρη εσωτερική της σύγχυση. Ο λόγος της έμενε συχνά χωρίς την αντίστοιχη εκφραστική και κινητική υποστήριξη.
Τα σκηνικά της Μαρίας Καραθάνου εκμεταλλεύτηκαν πολύ καλά τον διαθέσιμο σκηνικό χώρο, δημιούργησαν την αίσθηση ενός μέσου αστικού σπιτιού του σήμερα, αν και το αριστερό (και πιο ακατάστατο) μέρος της σκηνής φορτώθηκε σε βαθμό που υπήρξαν προβλήματα στην κινητικότητα των ηθοποιών. Τα κοστούμια της ίδιας συντονίστηκαν σε πολύ μεγάλο βαθμό με την εσωτερική ανισορροπία και αστάθεια των ηρώων που έντυσαν.
Οι μουσικές επιλογές κλασσικών ροκ τραγουδιών σε σκηνές έντασης μεταξύ των ηρώων, ήρθε σε ευθεία αντίθεση με τα λαϊκά τραγουδάκια που έπιανε το ραδιοφωνάκι της γιαγιάς και ήταν πετυχημένες, αν και κάποιες φορές κάλυψαν κάποια από τα λόγια.
Τους φωτισμούς επιμελήθηκε ο ίδιος ο σκηνοθέτης. διατηρώντας στη σκηνή συχνά φως δωματίου, παίζοντας έξυπνα με τις σκιές (που κουβαλούν και οι ίδιοι οι ήρωες μέσα τους) και εστιάζοντας σωστά στις κορυφώσεις των συγκρούσεών τους.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Αποθήκη, παρακολούθησα ένα από τα πιο γνωστά έργα του σπουδαίου Σουηδού δραματουργού, από το οποίο έμεινε σχεδόν μόνο η κεντρική ιδέα και προβληματική και μεταφέρθηκε σε μια σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Η μεταφορά αυτή έγινε σε μια βίαια ρεαλιστική βάση, με υπερβολή τόσο στη χρήση ωμής και υβριστικής γλώσσας, όσο και στη βία μεταξύ των χαρακτήρων, τη λεκτική αλλά και τη σωματική, χωρίς να υπάρχει ισορροπία με το αρχικό κείμενο, αλλά και χωρίς να καταφέρει να με ταξιδέψει στο σύμπαν που έπλασε στον νου του ο σκηνοθέτης. Οι ηθοποιοί υποστήριξαν με τις ερμηνείες τους το ακραίο των αδυναμιών και του εσωτερικού χάους των χαρακτήρων που υποδύθηκαν, καταθέτοντας φωνή, ψυχή, ταλέντο και ενέργεια στη σκηνή. Δε στάθηκε όμως αυτό αρκετό για να καλύψει το κενό που μου δημιούργησε η διασκευή και η επεξεργασία του κειμένου και η σκηνοθετική προσέγγιση και να παρασυρθώ στο σύμπαν που θέλησαν να δημιουργήσουν.