ΟΣΑ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΟΣΑ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.5/5 κατάταξη (2 ψήφοι)

Η νέα παράσταση της ανήσυχης θεατρικής ομάδας Bijoux De Kant, με τίτλο ΟΣΑ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑ, σε κείμενο του Άκη Δήμου, παρουσιάζεται στη σκηνή της Φρυνίχου, του θεάτρου Τέχνης.

Είναι εμπνευσμένο και έχει ως βάση του τη νουβέλα του 1919 του Ιωάννη Κονδυλάκη "Πρώτη Αγάπη", μιλώντας για ένα νεαρό αγόρι, το Γιώργη, που μεγαλώνοντας στα βουνά της Κρήτης στα τέλη του 19ου αιώνα, ενηλικιώνεται και έρχεται αντιμέτωπο με τις ερωτικές του επιθυμίες. Ερωτεύεται την αρκετά μεγαλύτερή του Βαγγελιώ και όπως είναι φυσικό, η μητέρα του αντιτίθεται σθεναρά στην προοπτική αυτής της σχέσης.

Όταν η Βαγγελιώ αρρωσταίνει, ο Γιώργης στέκεται δίπλα της με σθένος. Το τέταρτο πρόσωπο της ιστορίας, ο ξάδερφος του Γιώργη, νιώθει να ξυπνά μέσα του ερωτική επιθυμία για το Γιώργη, η οποία είναι καταδικασμένη να παραμείνει σε πλατωνικό επίπεδο και να αποτελέσει την προσωπική του φυλακή.

Μέσα λοιπόν από τις καταστάσεις και τα συναισθήματα, που βιώνουν οι ήρωες του έργου, είναι σαν να βρίσκονται σε μία διαρκή καταιγίδα, όπου δίνουν μάχη για να κρατηθούν όσο πιο αλώβητοι γίνεται, από αυτή και να φτάσουν ή και να ξεπεράσουν τα όριά τους.

Το ελληνικό φολκλόρ και ειδικότερα το κρητικό, έχει ξεχωριστό ρόλο στην παράσταση. Ο πεζός λόγος του Κονδυλάκη γίνεται πιο ποιητικός κάτω από την πένα του Άκη Δήμου, αν και η ιστορία δε διακρίνεται για την πρωτοτυπία ή την ευρηματικότητά της, καθώς πρόκειται για ένα απλό ερωτικό ξύπνημα ενός νέου, που επιχειρεί να ζήσει κάτι αντισυμβατικό και απαγορευμένο για την εποχή του.

Ο Γιάννης Σκουρλέτης σκηνοθετεί, ακολουθώντας τις κατευθυντήριες γραμμές, που του προσφέρει το κείμενο και βάζει το συναίσθημα να στέκεται σε θέση σχεδόν ισότιμη με το λόγο. Το συναίσθημα αυτό εμπλουτίζεται και με το ελληνικό φολκλόρ και ένα έντονο Κρητικό τοπικό χρώμα, με το οποίο είναι μπολιασμένο ολόκληρο το εγχείρημα, καθώς δίνεται έμφαση στο ότι η ιστορία είναι αμιγώς ελληνική, σε ένα δύσκολο κοινωνικό ιστό και με το ερωτικό τμήμα της θεματολογίας του, να αγγίζει ταμπού μιας εποχής, όχι και πολύ μακρινής, αλλά ταυτόχρονα επίκαιρης και παράδοξα σύγχρονης.

Το εικαστικό και το αισθητικό κομμάτι της παράστασης είναι όπως πάντα προσεγμένο και ατμοσφαιρικό, αφού το θέατρο των Bijoux De Kant, βασίζεται στις εικόνες που δημιουργεί και στην οπτικοποίηση στο νου του θεατή, σκέψεων και ενδόμυχων επιθυμιών των ηρώων του έργου.

Μόνο που στην περίπτωση αυτής της παραγωγής, ένιωσα κάποιες εικόνες να μένουν ανολοκλήρωτες ή κάπως ψυχαναγκαστικά οριοθετημένες και να μην αφήνουν βάθος και δυναμική εξέλιξής τους στο έργο, αλλά και χωρίς να επιτρέπουν ταύτιση θεατή-ήρωα. Αυτό επηρέασε και το ρυθμό της παράστασης, που άλλοτε ήταν ταχύς και εννοιολογικά ουσιώδης και άλλοτε έπεφτε στο ρελαντί με το χρόνο να κυλάει αδιάφορος μέχρι την επόμενη εικόνα-σκηνή.
Τέλος, θεωρώ ότι έλειψαν και μία-δύο σκηνικές ανάσες φωτός, μέσα στη σκοτεινιά της πλοκής του έργου, που θα "ξεκούραζαν" στιγμιαία το θεατή και θα συνέβαλλαν ίσως και στην πιθανή συναισθηματική απόφόρτισή του.

Η Λένα Δροσάκη στο ρόλο της Βαγγελιώς χρησιμοποιεί ερμηνευτικές νόρμες, στις οποίες την έχουμε ξαναδεί. Εύθραυστη και ευαίσθητη, όπως απαιτεί ο ρόλος μεν, αλλά με ένα τρόπο προβλέψιμο και ξαναπαιγμένο. Φωνή τρεμάμενη με αποτέλεσμα μόλις και μετά βίας, να φτάνει ηχητικά στις πίσω σειρές της πλατείας και κίνηση θηλυκή, αλλά χωρίς ιδιαίτερη ένταση και ζωντάνια, επιδιώκοντας και πάλι ένα ρόλο αερικού. Το σύνολο που παρουσιάζει είναι καλό, αλλά με το χαρακτήρα του ρούχου του πολυφορεμένου, που χρειάζεται σύντομα αλλαγή και ανανέωση για να μην ξεθωριάσει.

Ο Γιάννης Παπαδόπουλος, παίζοντας το Γιώργη ισορρόπησε ανάμεσα στον άμαθο έφηβο, που καλείται να γίνει άντρας και στον άντρα που αρχίζει να διεκδικεί τα θέλω του. Πιο διστακτικός και κρατημένος στην αρχή, εσωτερικά φοβισμένος και συναισθηματικά δέσμιος των κοινωνικών "πρέπει", αλλά και των προσωπικών εμμονών της δεσποτικής μητέρας του, μεταλλάσσεται σε έναν ορμητικό (αντίστοιχο της νιότης του) άντρα που διαχειρίζεται με ένταση (έστω και καταστροφική) τα συναισθήματά του και τα ζει. Και όλα αυτά απλά και πειστικά, σα φυσική ροή του χαρακτήρα του.

Ο Νικόλας Αγγελής στον επίσης δύσκολο ρόλο του Βασίλη, αν και ξεκίνησε λίγο κουμπωμένος την ερμηνεία του, στη συνέχεια συνδύασε αρκετά επιτυχημένα τον άγουρο νέο με τις πολλαπλές (ερωτικές και πνευματικές) αναζητήσεις με το "μαθημένο" και έμπειρο στη ζωή της υπαίθρου με μία όμορφη αισθητικά κάπα. Και μάλιστα τα καταφέρνει σε σκηνές, με σχετικά ελλειπτική και "πεζή" εικονοπλασία από πλευράς σκηνοθεσίας.

Η Τάνια Τσανακλίδου, επανερχόμενη μετά από πολλά χρόνια στο θέατρο, παίζει τη δεσποτική και εμμονική μάνα, που επιχειρεί να προστατέψει το γιο της από την κοινωνική απόρριψη, έστω και με αντάλλαγμα την ευτυχία του την ίδια. Χωρίς περιττές υστερίες και φωνητικές ή κινητικές εξάρσεις, ντύνει τον υπερβολικό μητρικό προστατευτισμό υπό το μανδύα των ευγενικών κινήτρων, προσπαθώντας με κάποιον τρόπο να τον δικαιολογήσει και ίσως να τον καθαγιάσει, πιθανόν για να γαληνέψει τη δική της ψυχή. Η ερμηνεία της δείχνει να βγαίνει από την καρδιά της, αν και είναι κάπως επίπεδη και ανισοβαρής σε κάποιες σκηνές, σαν να της λείπει λίγη ένταση και λίγη εσωτερική φλόγα, που θα την πέρνούσε κατευθείαν στην καρδιά του θεατή, χωρίς να τη φιλτράρει. Αντ' αυτού ένιωσα να κλείνεται σε κάποια όρια και στεγανά, που περιόρισαν το μεγαλείο της ερμηνείας αυτής. Που γενικότερα, υπήρξε αποκαλυπτική.

Η μουσική επένδυση του Κώστα Δαλακούρα (με τη συνδρομή της λύρας του Παντελή Σταυρακάκη) μας έκανε ένα ταξίδι ως τα βουνά της Κρήτης, αν και η έντασή της υπήρξαν στιγμές που με απέσπασε από τη ροή του λόγου.

Η σκηνική εγκατάσταση του Ανδρέα Κασάπη στο βωμό του λιτού και του απέριττου θυσίασε μάλλον και το απολύτως αναγκαίο και μόνο χάρη στην ιστορικότητα του χώρου δεν έγινε κραυγαλέα απούσα.

Αντίθετα, τα κοστούμια της Δήμητρας Λιάκουρα, με προεξάρχουσα την υπέροχη τεράστια κάπα βοσκού, ήταν ευφάνταστα και συνέβαλλαν δημιουργικά στην γενικότερη καλή αισθητική της παράστασης.

Οι φωτισμοί της Χριστίνας Θανάσουλα έπαιξαν με τις σκιές γενικότερα και συνετέλεσαν δημιουργικά στην ατμόσφαιρά της.

Συμπερασματικά, η νέα δουλειά των Bijoux de Kant, στη σκηνή της Φρυνίχου, είναι σίγουρα άξια αναφοράς για την αισθητική της προσέγγιση και το σεβασμό της στην παράδοση και την ελληνικότητά της. Μόνο που σε κάποιες σκηνές, η σημασία στις εικαστικές λεπτομέρειες αφαιρεί πόντους από την ουσία και το βαθύτερο νόημα του έργου, θέτοντας όρια στο βάθος της εσωτερικής ενατένισης, περιορίζοντάς την. Οι ερμηνείες άλλοτε ενδιαφέρουσες και άλλοτε καλές, αλλά με τη μορφή ξαναμασημένης τροφής έπαιξαν και αυτές το ρόλο τους, στις μικρές, αλλά αισθητές ανισορροπίες της παράστασης. Προσωπικά τη θεωρώ από τις πιο αδύνα μες δουλειές της ομάδας που έχω παρακολουθήσει, αλλά σαν σκηνική και αισθητική εμπειρία αξίζει ο θεατής να τη δει και να μορφώσει προσωπική άποψη.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.