ΟΡΕΣΤΗΣ | ΚΡΙΤΙΚΗ

ΟΡΕΣΤΗΣ | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.9/5 κατάταξη (24 ψήφοι)

          Ο Γιάννης Κακλέας καταθέτει την πρώτη του σκηνοθεσία αρχαίας τραγωδίας με τον «ΟΡΕΣΤΗ» του Ευριπίδη, σε μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά.
          Πρόκειται για έργο θολό και λοξό, με βαθιά πολιτική σκέψη και ανθρώπινες προεκτάσεις, που δεν παύει, ωστόσο, να φωτίζει εύστοχα πολυσήμαντα θέματα ηθικής, πολιτικής πρακτικής, ατομικής και συλλογικής ευθύνης.
          Στον ρόλο του μητροκτόνου «Ορέστη» διακρίνεται ο Άρης Σερβετάλης, ενώ δίπλα του πρωταγωνιστεί ένας πολύ καλός θίασος ηθοποιών που ξεχωρίζουν για τις ερμηνευτικές τους ικανότητες μεταξύ των οποίων η Μαίρη Μηνά ως «Ηλέκτρα», ο Πάνος Βλάχος ως «Μενέλαος», ο Γιώργος Ψυχογιός ως «Τυνδάρεως», ο Αιμιλιανός Σταματάκης ως «Πυλάδης», η Νικολέτα Κοτσαηλίδου ως «Ωραία Ελένη», ο Ζερόμ Καλούτα ως «Φρύγας», η Άλκηστις Ζιρώ ως «Ερμιόνη» και η Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη ως «Αγγελιαφόρος».
          Λίγο πριν η Αθηναϊκή δημοκρατία καταρρεύσει, σε μια εποχή αμφιβολίας και αλλαγών, ο Ευριπίδης κρατά την παραδοσιακή φόρμα της τραγωδίας, αλλά φέρνει τον μύθο πιο κοντά στα ανθρώπινα μέτρα. Μ' αυτόν τον τρόπο, μία τραγωδία, για το ριζικό, το πάθος και το ήθος των προσώπων, συνδέεται άρρηκτα μ' ένα πολιτικό σχόλιο.
          Ο φόνος της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου, έχει ήδη συντελεστεί. Τον Ορέστη κατατρύχουν οι Ερινύες και νοσεί ψυχικά. Με την Ηλέκτρα καταδικάζονται σε θάνατο από την Εκκλησία του Δήμου. Με τη βοήθεια του Πυλάδη, τα δύο αδέλφια αποφασίζουν να δράσουν, με σκοπό να γλιτώσουν την θανατική τιμωρία. Αποφασίζουν να δολοφονήσουν την Ελένη, να απάγουν την κόρη της Ερμιόνη και να βάλουν φωτιά στο παλάτι με στόχο να εκβιάσουν τον Μενέλαο για να τους σώσει. Την τελευταία στιγμή εμφανίζεται ο Απόλλων -ως από μηχανής θεός- και δίνει τη λύση.
          Ο ήρωας, που είναι θύμα και θύτης ενός προπατορικού λάθους, βυθισμένος στην παραφροσύνη, στρέφεται απεγνωσμένα στην άλογη βία, ως μέσο εκδίκησης και αυτοπροσδιορισμού της ύπαρξής του. Ποθεί να ζήσει, να διεκδικήσει και να εκδικηθεί, να φιλονικήσει και να νικήσει, γήινα και φθαρτά, όπως κάθε σύγχρονος άνθρωπος.
          Ο Γιάννης Kακλέας δικαιώνεται για την απόφασή του να παρουσιάσει διακριτά, με τον «ΟΡΕΣΤΗ», μία ολοκληρωμένη θεατρική πρόταση, πιστή στο κείμενο, δημιουργική στο νόημα, ανοιχτή στη μεταφορά της, όπου αναδεικνύονται πλήρως οι λεπτές αποχρώσεις της μετάφρασης του Γιώργου Χειμωνά. Με σύγχρονη ποιητική ματιά, ρέουσα αφήγηση και πλούσια δράση, μέσω εύστοχων ταμπλό βιβάν, διαγράφεται η αλήθεια των ηρώων σ' ένα δυστοπικό σκηνικό πλαίσιο. Ο Ευριπίδειος λόγος, η υποκριτική, η αισθητική ευρηματικότητα, το σύγχρονο και το κλασικό συνυπάρχουν σε μαγική ισορροπία.
          Ενδιαφέρουσα η σκηνική προσέγγιση της Ηλένιας Δουλαδίρη, σε συνεργασία με τον σκηνοθέτη, καθώς αποσαφηνίζει, εξαρχής, δύο αντίθετους κόσμους: τον κόσμο των παθών και εκείνον της αταραξίας. Ο λασπωμένος βούρκος, στην ορχήστρα, έρχεται σε αντιπαράθεση με το αστικό σαλόνι του πάλαι ποτέ παλατιού των Αργειτών στο πίσω μέρος. Τα κοστούμια των ηθοποιών, δημιουργίες των ίδιων, ανταποκρίνονται ικανοποιητικά στο όλον.
          Η κατανυκτική μουσική, του Σταύρου Γασπαράτου, ουσιαστική αντίστιξη έναντι της δράσης.
          Οι υποβλητικές φωτοσκιάσεις, της Στέλλας Κάλτσου, δίνουν το έναυσμα για τη σκηνική απογείωση των τεκταινόμενων.
          Ιδιαιτέρως παράτολμη, αλλά, εντέλει, ευτυχής η σύλληψη του σκηνοθέτη, αναφορικά με την παρουσία του ρηξικέλευθου Χορού των Αργιτισσών στον διττό τους ρόλο, ως Ερινύες και ως Ευμενίδες. Οι κοπέλες του Χορού, Κατερίνα Ζαφειροπούλου, Αλκηστις Ζιρώ, Νίκη Λάμη, Ιωάννα Λέκκα, Δανάη Μουτσοπούλου, Ματίνα Περγιουδάκη, Ελίζα Σκολίδη, Αναστασία Στυλιανίδη και Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη, σύγχρονες, αισθησιακές, underground, μαυροφορεμένες με κίνηση σπασμωδική (διδασκαλία Άρης Σερβετάλης), αφήνουν θετικό πρόσημο, ξαφνιάζοντας στο φινάλε.
          Οι ηθοποιοί υπηρετούν σωστά την προοπτική του κειμένου και στηρίζουν τις προθέσεις του σκηνοθέτη.
          Στον απαιτητικό ρόλο του «Ορέστη», ο Άρης Σερβετάλης οργιάζει υποκριτικά, αναδεικνύοντας το ερμηνευτικό του εκτόπισμα. Αποτυπώνει με κινήσεις ακριβείας την εσωτερική πάλη και την πορεία του μαινόμενου ήρωά του, από την αρχική κατάπτωση μέχρι την τελική ανεξέλεγκτη έκρηξη του θυμικού του.
          Ανάλογος έπαινος και για την «Ηλέκτρα», της Μαίρης Μηνά, η οποία φανερώνει έμπρακτα τις υποκριτικές ποιότητες του ρόλου της. Με καθάριο λόγο, φλογισμένη ψυχή, ορκισμένη εκδίκηση, αδελφικό πυρετό, σκιτσάρει την ηρωίδα της με ευθυβολία και συναισθηματική διαφάνεια.
          Ο ηθικός «Πυλάδης», του Αιμιλιανού Σταματάκη, αποκτά αρρενωπό σφρίγος σε μία εύγλωττη ερμηνεία.
          Πειστικά αμφίθυμος ο «Μενέλαος», του Πάνου Βλάχου, και αξιοπρεπής η Νικολέττα Κοτσαηλίδου σαν «Ωραία Ελένη».
          Η Ηλέκτρα Φραγκιαδάκη σμιλεύει τον ρόλο του «Αγγελιαφόρου» με ενάργεια και δυναμική.
          Ο αιχμάλωτος «Φρύγας», του καίριου Ζέρομ Καλούτα, με μέτρο και ευαισθησία, γίνεται ο κρίκος της ανθρώπινης αδυναμίας.
          Η Άλκηστις Ζιρώ αποδεικνύεται συνεπής ως εύθραυστη «Ερμιόνη».
          Η διανομή απογειώνεται στην περίπτωση του εξαιρετικού, σε ερμηνευτικό οίστρο και σκηνική ευελιξία, «Τυνδάρεω», του Γιώργου Ψυχογιού.
          Εν κατακλείδι, ο Γιάννης Κακλέας στην πρώτη του σκηνοθετική απόπειρα στην τραγωδία, παράγει ένα συμπαγές σκηνικό επίτευγμα με ατμοσφαιρική δομή και καλλιτεχνική αξία, αφήνοντας ξεκάθαρα το στίγμα του.

 


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.