ΟΡΕΣΤΗΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τρίτη, 04/09/2018 11:30
Την τραγωδία του Ευριπίδη "Ορέστης" παρακολούθησα στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, σε σκηνοθεσία Γιάννη Αναστασάκη. Παίχτηκε το 408 π.Χ., σε μια εποχή που η Αθήνα είχε υποστεί συντριπτική ήττα στη Σικελία από τους Σπαρτιάτες και ο Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε εισέλθει στην τελευταία του φάση. Στο Άργος η Ηλέκτρα περιποιείται τον άρρωστο Ορέστη, τον οποίο καταδιώκουν με ένταση οι Ερινύες, μετά το φόνο της Κλυταιμνήστρας και του Αίγισθου. Η Ηλέκτρα οικτίρει τη μοίρα τη δική της, αλλά και της οικογένειάς της, ενώ την ίδια ώρα οι Αργείοι συνεδριάζουν για να αποφασίσουν για την τύχη των δύο αδερφών, φοβούμενη ότι θα τους καταδικάσουν σε θάνατο. Μοναδική της ελπίδα η άφιξη στο Άργος του Μενέλαου και της Ελένης.
Η Ελένη δείχνει να συμπονά την Ηλέκτρα, λέγοντάς της ότι υπαίτιοι για τις συμφορές τους (συμπεριλαμβανομένου και του Τρωικού πολέμου) είναι οι θεοί, ενώ και η ίδια φοβάται την αντίδραση των Αργείων που τη θεωρούν αιτία του πολέμου. Ο Μενέλαος, ενώ αρχικά υπόσχεται να βοηθήσει τον Ορέστη, μεταπείθεται από τον οργισμένο Τυνδάρεω, πατέρα της Κλυταιμνήστρας και της Ελένης και αποφασίζει να μην πάρει θέση. Ο Πυλάδης προτρέπει τον Ορέστη να μεταβούν στη συνέλευση του λαού, μήπως και αλλάξουν το αποτέλεσμά της, χωρίς όμως επιτυχία. Απογοητευμένοι και θυμωμένοι και για να εκδικηθούν την αδιαφορία του Μενέλαου, σχεδιάζουν νέο φόνο, αυτόν της Ελένης, ενώ θέλουν να αρπάξουν και την Ερμιόνη για να ασκήσουν ακόμα μεγαλύτερη πίεση στον πατέρα της. Λίγο πριν κάνουν πράξη τα σχέδιά τους κι ενώ η Ελένη έχει εξαφανιστεί και ο Ορέστης κρατά στην οροφή του παλατιού δέσμια την Ερμιόνη, ο Μενέλαος καλεί το λαό των Αργείων σε βοήθεια. Ο Απόλλων, ως από μηχανής θεός, επεμβαίνει και συμφιλιώνει τους ήρωες, ορίζοντας ως αρμόδιο για την τελική κρίση για τον Ορέστη τον Άρειο Πάγο στην Αθήνα. Η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα διατήρησε το νοηματικό ιστό του αρχικού κειμένου, αλλά συχνά αναλώθηκε σε λυρικές και λεξιπλαστικές ακροβασίες που αποπροσανατόλιζαν το θεατή από τα βαθύτερα νοήματα του έργου.
Ο Γιάννης Αναστασάκης σκηνοθέτησε την παράσταση, θέλοντας να αναδείξει την αντιηρωική υπόσταση των πρωταγωνιστών της ιστορίας, τη στενή σχέση αγάπης και μίσους, την εκδίκηση και την ενοχή, αλλά και τη βαθιά σύνδεση της ανθρώπινης αίσθησης δικαίου με την αλαζονεία. Η σκηνοθεσία κάνει σαφές ότι τα όρια μεταξύ ηθικού χρέους και αδικίας και μεταξύ τιμωρίας και ύβρεως είναι εξαιρετικά λεπτά και συχνά εναπόκεινται στην ανθρώπινη ερμηνεία τους, διαμορφώνοντας έτσι χαρακτήρες διακριτούς, με τον καθένα να εμφορείται από τα προσωπικά του πάθη και αδιέξοδα. Η εικόνα αρχίζει και θολώνει, όταν μετά το πρώτο λιτό και ενθαρρυντικό δεκάλεπτο, υπεισέρχονται η υπερβολή στο λόγο, η επίπεδη εκφορά του, η αχρείαστη (και επιδερμική) σωματικότητα κάποιων ρόλων και η έλλειψη σκηνικής επικοινωνίας μεταξύ τους. Η εισβολή του Τυνδάρεω στη σκηνή, ανανεώνει το ενδιαφέρον του θεατή και δίνει ένα πολύ καλό δείγμα κορύφωσης της αντιπαράθεσης δύο διαφορετικών κόσμων, αλλά και μια ανάσα ιλαρότητας στο τέλος της, καταφέρνοντας να αποφορτίσει για λίγο την ατμόσφαιρα. Η συνέχεια όμως επιφυλάσσει και πάλι άνευρες και ασυντόνιστες σκηνές, όπου χάνεται τόσο η ισορροπία του ρυθμού όσο και το μέτρο σε κάποιες ερμηνείες. Το στυλιζάρισμα του δεύτερου μισού υπονομεύει και τις όποιες κορυφώσεις του συναισθήματος, με το θεατή να νιώθει προς το τέλος της παράστασης έντονα αμέτοχος στα τεκταινόμενα. Η έμπνευση να μεταφερθεί η παρουσία του από Μηχανής Θεού στο άνω διάζωμα δεν είχε καμία λειτουργικότητα, καθώς οι περισσότεροι θεατές παρακολουθούσαν μακρόθεν, μία άνευρη και επίπεδη εκφώνηση λόγου.
Ο Χρίστος Στυλιανού ανέλαβε το δύσκολο και ιδιαίτερα απαιτητικό ρόλο του Ορέστη. Η αρχή του ήταν ελπιδοφόρα, καθώς είχε μεστό και καθαρό λόγο, βγάζοντας στην επιφάνεια ενοχές και αδιέξοδα που εντείνονταν από τη συνεχή επέμβαση των Ερινύων. Η συνέχεια όμως δεν ήταν ανάλογη, καθώς παρασύρθηκε σε μια υπερβολική σωματικοποίηση του λόγου του, υποβαθμίζοντας έτσι την εσωτερικότητά του και μια υπερβολή στη χρήση των εκφραστικών του μέσων, χάνοντας το μέτρο και τις ισορροπίες του. Οι δε στιγμές της σωματικής του κατάρρευσης και ανάνηψης στη σκηνή ήταν εξαιρετικά ανακόλουθες.
Η Ιωάννα Κολλιοπούλου ερμήνευσε την Ηλέκτρα και ξεκίνησε με ένα επιτυχημένο κρεσέντο τρυφερότητας και στοργής για τον ταλαιπωρημένο αδερφό της και θρήνου για τη μοίρα της ίδιας και της οικογένειάς της. Στο δεύτερο μισό της παράστασης έβγαλε μια νευρικότητα και μια ένταση που άγγιξε τα όρια της υστερίας, ενώ χάθηκε σε μεγάλο βαθμό και η σκηνική της επικοινωνία με τους υπόλοιπους χαρακτήρες.
Ο Χριστόδουλος Στυλιανού υποδύθηκε το Μενέλαο με μία μάλλον ατυχή ενδυματολογική επιλογή, η οποία δεν έδεσε καθόλου με τις αντίστοιχες των υπόλοιπων ρόλων. Ο λόγος του δεν είχε εκτόπισμα, πάθος, ένταση και φωνητικές εναλλαγές, ενώ συνοδεύτηκε και από μια κινησιολογική αμηχανία στη σκηνή. Μόνο στην τελευταία του εμφάνιση με τον Ορέστη στη στέγη του παλατιού να απειλεί την Ερμιόνη, ένιωσα να δείχνει γνήσιο ενδιαφέρον και η φωνή του απέκτησε παλμό και χρώμα.
Η Δάφνη Λαμπρόγιαννη έπαιξε την Ελένη, με μια λεπτή ειρωνεία στην εκφορά του λόγου της και μια φαινομενικά επιτηδευμένη κίνηση, πλάθοντας μια ηρωίδα που απέδωσε έξυπνα την ιδιαιτερότητά της, αλλά βασισμένη σε τηλεοπτικά στερεότυπα.
Ο Τυνδάρεως του Κώστα Σαντά ήταν υποδειγματικός στην απεικόνιση του ταραγμένου εσωτερικού κόσμου ενός γέροντα που είδε την κόρη του να δολοφονείται. Αποτυπώνει με σαφήνεια τις ηθικές του αιτιάσεις κατά του Ορέστη, έχει καθαρό και μετρημένο λόγο, ενώ δεν παραλείπει να δώσει και μια κωμική πινελιά στην παρουσία του που αποφορτίζει την βεβαρυμένη ατμόσφαιρα της σύγκρουσής του με τον εγγονό του.
Ο Δημήτρης Μορφακίδης έπαιξε τον Πυλάδη, πιστό φίλο και συνοδοιπόρο του Ορέστη. Ο λόγος του είχε μια σχεδόν αδιάφορη και επίπεδη εκφορά και η κίνησή του ήταν γεμάτη υπερβολή και μια ακκιστική επιτήδευση, διαμορφώνοντας έναν ήρωα, ο οποίος δεν μπήκε ποτέ στην ουσία του, ενώ δεν είχε καμία χημεία με τον Ορέστη.
Ο Χρήστος Στέργιογλου ήταν ο Φρύγας, δούλος της Ελένης, ένας από τους χαρακτήρες του έργου που αποτελούν μια νότα εκτόνωσης των δραματικών του εντάσεων. Έμπειρος ηθοποιός, ανταποκρίνεται με άνεση στο ρόλο του, δίνοντας μια κωμική πινελιά, χωρίς να καταφύγει στην καρικατούρα.
Ο Δημοσθένης Παπαδόπουλος επιλέχθηκε για να ερμηνεύσει τον Απόλλωνα. Ο λόγος του ακούστηκε ηχογραφημένος και κινήθηκε φωτισμένος από προβολέα στο διαχωριστικό μεταξύ άνω και κάτω διαζώματος του θεάτρου. Ναι μεν δόθηκε έτσι μια αίσθηση Deus ex Machina στην παρουσία του, αλλά αυτή ήταν απόμακρη, αποστασιοποιημένη και ψυχρή, χωρίς να προσφέρει στο θεατή τη χαρά της συναισθηματικής συμμετοχής στον κατευνασμό των παθών των ηρώων.
Ο Νικόλας Μαραγκόπουλος στο σύντομο πέρασμά του σαν Αγγελιοφόρος, ήταν απλά διεκπεραιωτικός, καθώς δεν είχε το χρόνο να αφήσει κάποιο αποτύπωμα στην παράσταση.
Η Μαριάννα Πουρέγκα ήταν η Ερμιόνη, ένα αμήχανο κορίτσι, το οποίο δυσκολεύεται να συνειδητοποιήσει τι ακριβώς συμβαίνει γύρω της και γίνεται απλά έρμαιο των εξελίξεων.
Στο χορό συμμετείχαν η Ελευθερία Αγγελίτσα, η Μομώ Βλάχου, η Στελλίνα Βογιατζή, η Αναστασία Εξηνταβελώνη, η Παυλίνα Ζάχρα, η Μαρία Κωνσταντά, η Χριστίνα-Άρτεμις Παπατριανταφύλλου, η Μαρία Πετεβή, η Ελίνα Ρίζου, η Εύη Σαρμή, η Χριστίνα Χριστοδούλου και η Στέλλα Ψαρουδάκη, οι οποίες είχαν ενθουσιασμό και δυναμική παρουσία στη σκηνή, αν και σε κάποιες σκηνές χρειάζονταν αισθητά καλύτερο συντονισμό, τόσο φωνητικό, όσο και κινησιολογικό.
Το σκηνικό του Γιάννη Θαβώρη με την πρόσοψη ενός παλατιού με μεγάλη πόρτα και σκαλωσιές να το συνθλίβουν, υπηρέτησε εξαιρετικά την εικόνα παρακμής του οίκου των Ατρειδών και των πρωταγωνιστών του. Ο κύκλος με τις απαγορευτικές ταινίες στα όρια της σκηνής δε στάθηκε ιδιαίτερα λειτουργικός στη ροή της παράστασης.
Τα κοστούμια του ίδιου, υπηρέτησαν έξυπνα την απλότητα στους περισσότερους χαρακτήρες, αλλά και την επιτηδευμένα ειρωνική κομψότητα της Ελένης. Οι ατυχείς ενδυματολογικές στιγμές εντοπίστηκαν στην παρουσία του Μενέλαου, αλλά και στις χρωματικές (και όχι μόνο) ανομοιομορφίες του χορού.
Η μουσική του Μπάμπη Παπαδόπουλου έδειξε να μην έχει καμία απολύτως σύνδεση με το λόγο, ούτε αίσθηση των κορυφώσεών του και κυμάνθηκε άνευ λόγου από ηλεκτρονικές αποχρώσεις μέχρι σκληρή ροκ.
Η μουσική διδασκαλία ήταν του Νίκου Βουδούρη. Η κίνηση του Αλέξη Τσιάμογλου είχε αρκετή υπερβολή, δεν έδεσε αρμονικά με το λόγο, ενώ χαρακτηρίστηκε και από μια αχρείαστη επιτήδευση.
Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου δεν κατάφεραν να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα και να φωτίσουν την εσωτερική ψυχολογία των ηρώων.
Συμπερασματικά, στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, παρακολούθησα μια παράσταση που προσπάθησε να φέρει την προβληματική της ευριπίδειας τραγωδίας σε μια σύγχρονη πραγματικότητα. Οι συγκρούσεις του λόγου δεν είχαν βάθος και έμοιαζαν να μην επικοινωνούν σκηνικά, οι εντάσεις και οι κορυφώσεις από την αιχμηρότητα συχνά κατέφευγαν στην υπερβολή, ενώ κάποιες ερμηνείες ήταν άνευρες και είχαν μια αχρείαστη σωματικότητα. Υπήρξαν καλές στιγμές και εκλάμψεις που ζωήρεψαν το ενδιαφέρον του θεατή, αλλά σε γενικές γραμμές η παράσταση λίμνασε και δεν κατάφερε να κρατήσει αυτό το ενδιαφέρον σε διαρκή εγρήγορση.