ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Σάββατο, 23/06/2018 14:06
Την τραγωδία του Σοφοκλή "Οιδίπους Τύραννος", σκηνοθετεί στο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου ο Χρήστος Σουγάρης.
Με άγνωστη την ακριβή ημερομηνία συγγραφής της, εικάζεται ότι παρουσιάστηκε για πρώτη φορά σε κοινό το 428 π.Χ. και αναφέρεται στην τραγική ιστορία του οίκου των Λαβδακιδών, αρχόντων της Θήβας.
Ο Λάιος, έχοντας υπόψιν του το χρησμό, που έλεγε ότι ο γιος που θα γεννήσει με την Ιοκάστη θα τον σκοτώσει και θα παντρευτεί τη μητέρα του, μόλις γεννιέται, τον δίνει σε ένα βοσκό της εμπιστοσύνης του, με την εντολή να τον εξοντώσει. Αυτός εγκαταλείπει το παιδί ζωντανό στον Κιθαιρώνα, για να το κατασπαράξουν τα ζώα. Ένας βοσκός όμως που το βρίσκει, το σώζει και το δίνει σε ένα άλλο βοσκό που συναντά.
Αυτός με τη σειρά του το παραδίδει στο βασιλιά της Κορίνθου, τον Πόλυβο, ο οποίος το μεγαλώνει και το ανατρέφει σα δικό του παιδί.
Όταν ο Οιδίποδας μεγαλώνει, έχοντας αμφιβολίες για την καταγωγή του, μαθαίνει το χρησμό του μαντείου των Δελφών και για να μην υπάρξει κίνδυνος αυτός να γίνει πραγματικότητα, εγκαταλείπει την Κόρινθο, βρίσκοντας καταφύγιο στη Θήβα.
Στο δρόμο του συναντά και σκοτώνει το Λάιο, φτάνει στην πόλη, λύνει το αίνιγμα της Σφίγγας και κερδίζει το θρόνο της, ενώ παράλληλα παντρεύεται την Ιοκάστη με την οποία κάνουν τέσσερα παιδιά.
Όταν πέφτει λοιμός στην πόλη, για να απαλλαγεί από αυτόν, αναλαμβάνει να βρει το δολοφόνο του Λαΐου και στην πορεία της έρευνάς του, ανακαλύπτει την αλήθεια.
Η συνέχεια είναι καταιγιστική και τραγική. Τη μετάφραση υπογράφει ο Βασίλης Παπαβασιλείου και είναι άρτια και συνεπής κρατώντας ζωντανή την καθαρότητα και τη λυρικότητα του λόγου, αλλά και τον πλούτο των νοημάτων του Σοφοκλή, ενώ τη δραματουργική επεξεργασία επιμελήθηκε η Σεβαστή Ματσακίδου.
Ο Χρήστος Σουγάρης αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία της παράστασης, επιχειρώντας να αποτυπώσει μια πιο σύγχρονη εκδοχή της ιστορίας, ώστε να προσαρμόσει τα μηνύματα του παρελθόντος στο παρόν, αναδεικνύοντας τη διαχρονικότητα και τη δυναμική τους. Ο λυρισμός του λόγου έρχεται να συναντήσει ήρωες πραγματικούς, σύγχρονους και να διερευνήσει τα πάθη και την τιμωρία τους. Η μοίρα και τα παιχνίδια της, αλήθεια και ψέμα, πράξη και ευθύνη, ενοχή και τιμωρία είναι οι πόλοι πάνω στους οποίους κινείται η σκέψη του συγγραφέα και στους οποίους εμβαθύνει η σκηνοθεσία. Η εναλλαγή των εικόνων έχει μια κινηματογραφική διάσταση και υιοθετείται μια λογική παράλληλων δράσεων στη σκηνή, που ίσως σε κάποιες σκηνές να δημιούργησε μια στιγμιαία σύγχυση, αλλά κράτησε ζωντανές όλες τις παραμέτρους της ιστορίας. Η συλλογική και η ατομική ευθύνη συνδέονται άρρηκτα, ενώ η εξωτερίκευση παθών και συναισθημάτων μπορεί να αποφέρει την κάθαρση. Η παράσταση δεν ακολουθεί μία λόγια και ακαδημαϊκή προσέγγιση, αλλά επιχειρεί μέσω της εικόνας και της πιστότητας του λόγου στο αρχικό κείμενο να αφυπνίσει και να προβληματίσει το θεατή. Άλλωστε για ένα κείμενο που έχει παιχτεί τόσες φορές, κάθε νέα προσπάθεια πρέπει να αιτιολογεί επαρκώς τις προθέσεις και τα κίνητρά της. Μικρές αρρυθμίες υπήρξαν, αλλά δεν έπαιξαν ρόλο στη συνολική ροή του έργου, που είχε συνέχεια, συνέπεια και δυναμική.
Ο Ντένης Μακρής στο ρόλο του νεαρού Οιδίποδα, δημιουργεί ένα χαρακτήρα που βρίθει ζωής, ενθουσιασμού, πάθους, αλλά και διάθεσης να λυτρώσει το λαό της Θήβας από το λοιμό. Ο λόγος του έχει δυναμισμό, φλόγα, ένταση και δείχνει να εμφορείται από μία βαθύτερη κατανόηση της κατάστασης άγνοιας που βρίσκεται στην αρχή ο βασιλιάς. Στη μετάβασή του σε μία κατάσταση αμφιβολίας και τελικά γνώσης εντόπισα επίσης αγωνία, θυμό, απόγνωση, απελπισία και τελικά συντριβή. Δεν απέφυγε ένα στυλιζάρισμα στην κίνηση, που δεν ακολουθούσε πάντοτε τις εκφράσεις του προσώπου του, αλλά η συνολική του παρουσία στη σκηνή, έδειξε ένα πολύ ταλαντούχο ηθοποιό που δούλεψε το ρόλο του και αναγνώρισε τις λεπτές του αποχρώσεις. Η Νίκη Σερέτη υποδύθηκε την Ιοκάστη, με μεγαλοπρέπεια και άνεση. Ήταν μία ανθρώπινη, αλλά και ευάλωτη μοιραία γυναίκα, όσο αντιθετικοί και να φαίνονται αυτοί οι χαρακτηρισμοί. Τη μια στιγμή, έβλεπες ένα βλέμμα αποστασιοποιημένο, σχεδόν παγωμένο και μία κίνηση αγέρωχη, αλλά την επόμενη μια διάχυτη ανθρωπιά και μια ευαισθησία σε ολόκληρο το σκηνικό της στήσιμο. Η δική της συνάντηση με την τραγική αλήθεια, την οδηγεί σε μία αυτοκτονία που γίνεται σχεδόν αυθόρμητα, σχεδόν πηγαία, με μία σιγουριά που δείχνει ότι η ηρωίδα της προέβη σε αυτή μετά από ώριμη σκέψη. Μια ολοκληρωμένη παρουσία από μία ηθοποιό που έδειξε να μην έχει στόχο να προβάλλει μία "όμορφη" και συμπαθητική εκδοχή της Ιοκάστης, αλλά μία απόλυτα ουσιαστική.
Η Μπέτυ Βακαλίδου ερμήνευσε τον τυφλό και ανδρόγυνο μάντη Τειρεσία, με λόγο αφοπλιστικά ωμό, απαλλαγμένο από κάθε δυνατό καλολογικό στοιχείο, ενώ η κίνησή της με τη βοήθεια σκύλου-οδηγού (καθώς τα μάτια της ήταν δεμένα), πρόσθεσε σημαντικά στην αλήθεια της ερμηνείας της. Η περιφρόνηση και η αποστροφή της στον Οιδίποδα στο τέλος της κοινής τους σκηνής, ήταν σαν ηχηρό ράπισμα στο πρόσωπο του νεαρού βασιλιά.
Ο Σαμουήλ Ακίνολα ήταν ο Κρέοντας, που δε διστάζει να εναντιωθεί στον Οιδίποδα και θα τον διαδεχθεί στη συνέχεια. Ευθύς, στιβαρός και δυναμικός στο λόγο του, αποτέλεσε ένα επαρκές σκηνικό αντίβαρό του. Κινητικά είχε σκηνές αμηχανίας και μίας κάποιας ραθυμίας, αλλά γενικά υπηρέτησε με αξιοπρέπεια το ρόλο.
Ο Γιώργος Ψυχογιός έπαιξε το βοσκό, ο οποίος ανέλαβε να σκοτώσει το μωρό-Οιδίποδα και δεν το έκανε. Φοβισμένος αποδέκτης της οργής του βασιλιά, ζαρωμένος, μετά βίας στέκεται όρθιος συνειδητοποιώντας το κακό που -άθελά του- προκάλεσε, δείχνει γνήσια συντριβή τόσο με τον τρεμάμενο λόγο του, όσο και την γένει παρουσία του.
Ο Γρηγόρης Ποιμενίδης είναι ο έτερος βοσκός, ο Κορίνθιος που περιμάζεψε τον Οιδίποδα. Ο λόγος του αποτελεί μια κωμική ανάσα για τη ροή της τραγωδίας και με ένα γνήσια μπουφόνικο ύφος αγγίζει με την ερμηνεία του τα όρια του κυνισμού. Ο Νίκος Γκέλια και ο Κώστας Λάσκος ερμήνευσαν δύο διαφορετικές ηλικιακές εκδοχές του χορού. Ο πρώτος πιο νέος, πιο παρορμητικός, πιο οξύς, με λόγο γοργό και ανήσυχο και κίνηση νευρική, ευέξαπτη, ενώ ο δεύτερος το γηραιότερο alter ego του, πιο ψύχραιμος, με τη γνώση να συνδυάζεται με την εμπειρία, με λόγο αργό και επιβλητικό και κίνηση που θύμιζε δέντρο που το έγειραν οι κακουχίες.
Ο Μιχάλης Μουλακάκης στο ρόλο του Εξάγγελου, είναι αυτός που ανακοινώνει στους θεατές την τραγική κατάληξη της Ιοκάστης και του Οιδίποδα με ένα παγερό και ωμό προσωπείο (αν και τα γυαλιά ηλίου θα μπορούσαν να λείπουν, για να φαίνεται καλύτερα η έκφρασή του).
Άρης Κρητικός, Σιαμάκα Ακαμπούογκ, Ίων Δημητριάδης και Δέσποινα-Μαρία Μαρτσέκη ήταν τα τέσσερα παιδιά του Οιδίποδα και της Ιοκάστης, τα οποία πρόσθεσαν με την είσοδό τους, τα γέλια και τα παιδικά παιχνίδια (μεταξύ άλλων και την τυφλόμυγα) μια νότα ξενοιασιάς και αθωότητας στην τραγική ροή της ιστορίας.
Το σκηνικό των Αριστοτέλη Καρανάνου και Αλεξάνδρας Σιάφκου ήταν λιτό και λειτουργικό. Δέσποζε το μεγάλο τραπέζι στη μέση που γίνεται με ποικίλους τρόπους θέατρο εξελίξεων και ένας τοίχος στο πίσω μέρος, από όπου κρημνίζεται και αυτοκτονεί η Ιοκάστη.
Τα κοστούμια των ίδιων σύγχρονα, κομψά, χωρίς υπερβάσεις και ακρότητες, υπηρέτησαν με σοβαρότητα τους ρόλους που έντυσαν.
Η μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη συνόδεψε αρμονικά το λόγο και τόνισε σωστά τις δραματικές του κορυφώσεις, ενώ η κίνηση της Φαίδρας Σούτου είχε μυστικισμό και χάρη και αντικατόπτριζε τη συναισθηματική φόρτιση των ηρώων.
Τέλος, οι φωτισμοί του Τάσου Παλαιορούτα έπαιξαν με τις σκιές, τα χρώματα και τις αποχρώσεις, με επιτυχημένη έμπνευση τον ήλιο που φωτίζει τη σκηνή από το πίσω μέρος και την απόχρωση του αίματος στο τέλος.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Βασιλάκου, είδα μια σύγχρονη εκδοχή της τραγωδίας του Σοφοκλή, η οποία σεβάστηκε απόλυτα το αρχαίο κείμενο και ανέδειξε τη βαθιά και διαχρονική του τραγικότητα. Η σκηνοθεσία του έδωσε μια κινηματογραφική υπόσταση, είχε ρυθμό, ατμόσφαιρα και κατάφερε να κάνει το θεατή συμμέτοχο της τραγικής ιστορίας. Συνοδεύτηκε δε και από ερμηνείες, οι οποίες ήταν υψηλού επιπέδου και έδειξαν ομαδική δουλειά και ότι είχαν κατανοηθεί σωστά οι ιδιαιτερότητες των χαρακτήρων του έργου.