ΟΙΔΙΝΟΥΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Κυριακή, 29/05/2016 16:20
Το νέο έργο του Θανάση Τριαρίδη, βασισμένο στο δικό του ομώνυμο βιβλίο, με τίτλο ΟΙΔΙΝΟΥΣ, σκηνοθετεί στο χώρο του Θεάτρου Θησείον ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος.
Ετυμολογικά η λέξη Οιδίνους σημαίνει αυτόν με το πρησμένο μυαλό, κατά τον Οιδίποδα (αυτός με το πρησμένο πόδι).
Ένα ζευγάρι φιλολόγων ετοιμάζεται να γιορτάσει την ενηλικίωση του γιου τους στα 18α γενέθλιά του. Σύντομα μια σειρά γεγονότων θα οδηγήσει στο συμπέρασμα, ότι ο μικρός έχει πεθάνει όταν ήταν πολύ μικρός και παραμένει ουσιαστικά "ζωντανός" μόνο στην ονείρωξη του πατέρα, ο οποίος προσπαθεί να ζει και μέσα από αυτό το ρόλο, παράλληλα με το δικό του σε μια σχέση αγάπης και μίσους.
Μέσα από ένα αντιφατικό όσο και έντονα υπερβατικό ερωτικό τρίγωνο, οι σχέσεις και οι αντοχές του ζευγαριού δοκιμάζονται. Το παρελθόν και οι αναμνήσεις του εξακολουθεί να κυριαρχεί στη ζωή τους, ενώ επιχειρούν να βιώσουν και να υιοθετήσουν κομμάτια της ζωής του Οιδίποδα στη δική τους κοινή ζωή. Οι μεταβάσεις από τη φαντασία στην πραγματικότητα είναι συνεχείς και πολλές φορές ανεξέλεγκτες. Το κείμενο αν και έχει αρκετές υφολογικές και δραματουργικές ομοιότητες με άλλα έργα του ίδιου συγγραφέα, διατηρεί μια καλή ροή, μια πρωτοτυπία (τουλάχιστον μέχρι να πέσουν οι μάσκες) και καταφέρνει να συγκρατήσει στον ιστό του το θεατή μέχρι το τέλος.
Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος σκηνοθετεί την παράσταση με έναν τρόπο επιθετικό, αλλά ταυτόχρονα συγκεντρωμένο, συνειδητοποιώντας ότι έχει να κάνει με ένα έργο που οδηγεί βαθιά στους δαιδάλους της ανθρώπινης φύσης και των αρχετυπικών δεσμών της οικογένειας και χρησιμοποιεί έντονα τα δίπολα αγάπη-μίσος, αλήθεια-ψέμα, τρέλλα-λογική για να εικονοποιήσει τις σκηνές του και να δέσει εννοιολογικά και υφολογικά τις μεταβάσεις από τη μία πραγματικότητα στην άλλη. Ο λόγος λιτός, καίριος, οξύς, δε λυπάται και δε χαρίζεται, αλλά πέρα από τη ρεαλιστική του έκφανση, παρατηρούμε και μια πλευρά συναισθηματική ως προς τα δίδυμα του ζευγαριού, πατέρα-γιου και μάνας-γιου. Ο σκηνικός χώρος απόλυτα οριοθετημένος και σιωπηρά στεγανός, ενώ τα σκηνικά αντικείμενα που χρησιμοποιούνται είναι καθαρά μικρά εργαλεία που βοηθούν την εξέλιξη των χαρακτήρων και τη βαθύτερη γνωριμία τους Οι πρωταγωνιστές είναι οι ηθοποιοί, ο λόγος, αλλά και η κίνησή τους, η οποία είναι κοφτή, σχεδόν βίαιη σε κάποιες στιγμές, αλλά ταυτόχρονα βαθιά τρυφερή και αντιπροσωπευτική της ψυχολογίας της στιγμής. Ο ρυθμός που κρατά ο σκηνοθέτης ακολουθεί φανερά τις ψυχολογικές μεταπτώσεις των χαρακτήρων του και τις δραματικές τους κορυφώσεις. Οι σιωπές είναι εμφατικές και συχνά εκκωφαντικά υποστηρικτικές της σκηνής που θα ακολουθήσει. Ο θεατής σπάνια κάθεται αναπαυτικά στην καρέκλα του, αλλά παρακολουθεί συνήθως από την άκρη της την ανταλλαγή χτυπημάτων, αλλά και αγάπης μεταξύ των ηρώων (πραγματικών και φανταστικών) και ακόμα και αν δεν ταυτίζεται με αυτούς, συμπάσχει μαζί τους και συμμετέχει στα πάθη και τη νοσηρότητά τους.
Ο σκηνοθέτης κράτησε για τον εαυτό του και το διπλό ρόλο πατέρα-γιου και κατάφερε να αφήσει διαφορετικό υφολογικό αποτύπωμα στον καθένα από αυτούς. Ήρεμος, διαλλακτικός, ελεγχόμενος, αλλά με μια εσωτερική φλόγα που δε σβήνει σαν πατέρας, χρησιμοποιεί το λόγο και το ηχόχρωμά του και ένα είδος ερμηνευτικής γοητείας για να τον υποδυθεί. Ορμητικός, οργισμένος, παράφορος και αδιάλλακτος σαν γιος, διεκδικεί τα πάντα και δεν παραχωρεί τίποτα, παρά μόνο στη μητέρα του με την οποία ξεκλειδώνεται και το λανθάνον ερωτικό στοιχείο. Δεν αβαντάρει κανέναν από τους δύο χαρακτήρες, αναπτύσσοντάς τους ισόρροπα στη σκηνή. Συνδυάζει επιτυχημένα κίνηση και λόγο, αν και ενίοτε κάποιες μικρές υπερβολές στη δυναμική της κίνησής του, δεν τις αποφεύγει.
Η Άννα Μάσχα έχει αντίστοιχα επωμιστεί το ρόλο της μητέρας-συζύγου και είναι τόσο φυσική και ανεπιτήδευτη, που μερικές φορές αναρωτιέσαι αν υποδύεται στη σκηνή, ή απλά συζητάει μαζί σου. Με ένα βλέμμα ευθύ και γνήσιο και ένα παίξιμο αυθόρμητο και βαθιά εκφραστικό, αποτελεί τον κυματοθραύστη των παθών των δύο αρσενικών χαρακτήρων, αλλά και το ιδιαίτερο λιμάνι τους. Θηλυκή και έντονη σαν αντικείμενο του ερωτικού πόθου συζύγου και γιου, λιτή και απέριττη σα μάνα που προσπαθεί να διατηρήσει τις ισορροπίες στην οικογένειά της. Μια ολοκληρωμένη ερμηνεία στη σκηνή του Θησείον και δουλεμένη στη λεπτομέρεια. Και η σκηνική χημεία των δύο ηθοποιών έντονη και δυναμική.
Η μουσική του Χρήστου Διαμαντή συνοδεύει ομαλά και αρμονικά το κείμενο, χωρίς να αποσπά την προσοχή του κοινού από αυτό, αλλά λειτουργώντας χαλαρωτικά σε σχέση με την ένταση των σκηνικών δρώμενων.
Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου, προσπάθησαν να εντοπίσουν τις πηγές της σκηνικής ενέργειας και κάθε φορά να εστιάσουν σε αυτές.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Θησείον, είδα μια παράσταση, όπου το κείμενο αποτέλεσε αρχικά τη βάση, όπου αναπτύχθηκε μια παράσταση με κάποια στοιχεία ψυχολογικού θρίλερ, αλλά και κάποια άλλα φιλοσοφικής ενδοσκόπησης. Η σκηνοθεσία γρήγορα και έξυπνα έστρεψε τα φώτα στους ηθοποιούς και άφησε το κείμενο χαλί, έτσι ώστε να μην επηρεάζει με τις αδυναμίες του τη ροή του έργου. Οι ερμηνείες σχεδόν υποδειγματικές και οι μικρές υπερβολές μοιάζουν ασήμαντες και σχήμα λόγου. Από τις πολύ καλές θεατρικές προτάσεις της Αθήνας.