ΟΙ ΜΑΓΙΣΣΕΣ ΤΗΣ ΣΜΥΡΝΗΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τρίτη, 12/03/2019 14:11
Τη θεατρική διασκευή του πολύ γνωστού βιβλίου της Μάρας Μεϊμαρίδη "Οι Μάγισσες της Σμύρνης" σκηνοθέτησε στη σκηνή του Παλλάς ο Σταμάτης Φασουλής. Το πρώτο αυτό βιβλίο της συγγραφέως που εκδόθηκε το 2002, έγινε best seller, ενώ μεταφέρθηκε με επιτυχία και στην τηλεόραση το 2005 από τον Κώστα Κουτσομύτη.
Σε ένα σκονισμένο μπαούλο ενός σπιτιού στην Αίγινα βρίσκονται οι γραφές, τα ξόρκια και τα μαγικά της Κατίνας, μιας ξακουστής Σμυρνιάς, δύο και πλέον δεκαετίες μετά το θάνατό της. Διαβάζοντάς τα, μεταφερόμαστε στη Σμύρνη του 1887, μια πόλη σε εξαιρετική άνθηση, όπου η μικρή Κατίνα φθάνει με τη μητέρα της την Ευταλία. Φτωχές, άστεγες και έχοντας αναγκαστεί να φύγουν κακήν κακώς από το χωριό τους στην Καππαδοκία, βρίσκουν προσωρινό καταφύγιο στην ξαδέρφη της Ευταλίας, τη Φούλα. Η πόλη προσφέρει πολλές ευκαιρίες, κι έτσι η Ευταλία γρήγορα βρίσκει δουλειά σε ένα αρωματοπωλείο και οι κρέμες της γίνονται γνωστές σε όλη τη Σμύρνη. Μια Τουρκάλα μάγισσα, η Αττάρτη, βλέπει το μέλλον της στη μικρή Κατίνα, την "υιοθετεί" σαν πνευματικό της παιδί, τη συμβουλεύει, την προστατεύει και τη βοηθά, μέχρι αυτή να γίνει πλούσια και ισχυρή, χρησιμοποιώντας πέρα από την εξυπνάδα της φίλτρα, ξόρκια και μάγια. Στην πορεία της ανόδου της γίνεται σκληρή, αδίστακτη. παντρεύεται τρεις άντρες, κουμαντάρει τις επιχειρήσεις τους και αποκομίζει τα μέγιστα δυνατά οφέλη για την ίδια. Ο σκηνοθέτης μαζί με τη συγγραφέα επιμελήθηκαν και τη θεατρική διασκευή του αρχικού κειμένου.
Ο Σταμάτης Φασουλής ανέλαβε τη σκηνοθετική ευθύνη της παράστασης, προσπαθώντας να ισορροπήσει μεταξύ μιας ακριβούς απεικόνισης της ατμόσφαιρας μυστηρίου και της εποχής του βιβλίου και της αποτύπωσης των χαρακτήρων, όπως αυτοί σκιαγραφούνται από τα γεγονότα και την εξέλιξη της ιστορίας. Τα αφηγηματικά κομμάτια υποχώρησαν σε σχέση με τις σκηνές διαλόγου και δράσης και αυτά που παρέμειναν, έγιναν συνδετικοί κρίκοι μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, αλλά και των γεγονότων μεταξύ τους.
Οι χαρακτήρες όμως πολλοί, η παρουσία τους συχνά σύντομη και αποσπασματική και λίγοι με ειδικό βάρος και πραγματική ταυτότητα, δικαιολογώντας την ύπαρξή τους. Υπήρξαν αρκετά στιγμιότυπα με άτομα που υποδύονταν μικρότερους ρόλους να περιπλανώνται σχεδόν άσκοπα στη σκηνή, ή να προσπαθούν να δώσουν την αίσθηση της ευημερούσας Σμύρνης εκείνης της εποχής, με συνεχείς αλλαγές σκηνικών, αλλά το μόνο που κατάφεραν ήταν να αποδομούν την όποια ατμόσφαιρα μυστηρίου υπήρξε, να διασπούν την προσοχή του θεατή και να κατακερματίζουν το ενδιαφέρον του.
Οι εικόνες παρέμειναν άνευρες και ασύνδετες, ο ρυθμός με κοιλιές, το συναίσθημα σχεδόν πλήρως απόν, ενώ οι ρόλοι συχνά πατούσαν σε τηλεοπτικές ευκολίες και κλισέ. Κάπως έτσι στήθηκε μια υπερπαραγωγή, η οποία στην πορεία έδειξε να χάνει σχεδόν πλήρως το στόχο της, σε κάποιες στιγμές να κουράζει, με το θεατή να νιώθει αμέτοχος και ξένος προς τα διαδραματιζόμενα στη σκηνή.
Η Σμαράγδα Καρύδη στο ρόλο της Κατίνας, πλάθει μια γυναίκα ορθολογίστρια, με πλήρη αντίληψη της πραγματικότητας, η οποία μπορεί να πάρει γρήγορες και δύσκολες αποφάσεις, αλλά στα πλαίσια αυτών μπορεί να κινηθεί στα όρια της κυνικότητας και της σκληρότητας, προκειμένου να στρέψει τις εξελίξεις επ' ωφελεία της. Σε αυτές τις πτυχές της ηρωίδας της ήταν πολύ καλή, αλλά μου έλειψε ο ερωτισμός που θα έπρεπε να εκπέμπει, αλλά και η (έστω προσποιητή) ευγένεια και καλοσύνη προκειμένου να πραγματοποιήσει τα σχέδιά της.
Η Μαρία Καβογιάννη ερμήνευσε την Ευταλία, τη μητέρα της Κατίνας, που ήρθε κατεστραμμένη από την Καππαδοκία, αλλά γρήγορα βρήκε το μονοπάτι της επιτυχίας στη Σμύρνη. Με γνήσια λαϊκό ηχόχρωμα φωνής, χαριτωμένο βλέμμα και τσαχπινιά στην κίνηση, παρέπεμψε σε μια γυναίκα, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, καταφέρνει να πετύχει το στόχο της. Όμως δεν απέφυγε αρκετές τηλεοπτικές ευκολίες που την καθιέρωσαν, αφήνοντας μια τελική αίσθηση ότι ήταν καλή μεν, αλλά άτολμη, προτιμώντας μία ήδη δοκιμασμένη συνταγή.
Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου έπαιξε την Αττάρτη, την Τουρκάλα μάγισσα που βλέπει την Κατίνα ως συνεχιστή του μύθου της. Έμπειρη ηθοποιός κατάφερε να συνδυάσει το σκοτεινό παρελθόν μιας μυστηριώδους και απροσπέλαστης γυναίκας, με ένα πιο ανθρώπινο εαυτό "υιοθετώντας" πνευματικά την Κατίνα και κληροδοτώντας σ' αυτήν όλη της τη δύναμη και την εμπειρία.
Ο Μέμος Μπεγνής υποδύθηκε τον Κωνσταντίνο Καραμάνο, το δεύτερο σύζυγο της Κατίνας. Ενθουσιώδης, παθιασμένος, παρορμητικός, γοητευτικός (αν και με κάποια σημεία υπερβολής στην ερμηνεία του), πέφτει στα ερωτικά της δίχτυα κι έκτοτε αποτελεί πιστό και πειθήνιο όργανό της, ερχόμενος συχνά σε αντιπαράθεση με τον αδερφό του.
Ο Μελέτης Ηλίας είναι ο Σύριος Καραμάνος, αδερφός του Κωνσταντίνου και τρίτος σύζυγος της Κατίνας. Αν και ξεκινάει άνευρα και αμήχανα την ερμηνεία του, βρίσκει τις ισορροπίες του, δημιουργώντας ένα πιο συγκρατημένο και κοντρολαρισμένο αντρικό πόλο της οικογένειας, ο οποίος παρά τις αρχικές του επιφυλάξεις, υποκύπτει και αυτός στα ερωτικά ξόρκια.
Η Νικολέτα Βλαβιανού στο ρόλο της Φούλας, της εξαδέλφης της Ευταλίας, δημιούργησε ένα λίγο κουτσομπόλη, φαντασμένο τύπο γυναίκας, που προσπαθούσε να δείχνει ότι ανήκει στην καλή κοινωνία της Σμύρνης.
Η Μαρία Αντουλινάκη ήταν μια πολύ αντιπροσωπευτική Βασιλεία, μια κουτσομπόλα της γειτονιάς, από την προσοχή (και τη γλώσσα) της οποίας ξέφευγαν ελάχιστα πράγματα.
Ο Γιώργος Παράσχος παίζει μεταξύ άλλων και το Σπύρο Σερμπέτογλου, πρώτο σύζυγο της Κατίνας. Επίπεδος, άχρωμος και χωρίς ρυθμό, με έπεισε ελάχιστα ότι αποτελούσε το μήλον της έριδος των γυναικών της Σμύρνης.
Η Δανάη Μπάρκα στο ρόλο της αφηγήτριας, έβγαλε ζεστασιά και συναίσθημα τόσο με τη φωνή, όσο και με την κίνησή της.
Νατάσσα Κοτσοβού, Γιώργος Δεπάστας, Νίκος Σταυρακούδης, Δέσποινα Πολυκανδρίτου, Αθηνά Νιαβή, Βερόνικα Δαβάκη, Ευγενία Σαμαρά, Ευσταθία Τσαπαρέλη, Μανόλης Γεραπετρίτης, Νεφέλη Παπαδερού, Δημήτρης Γκοτσόπουλος, Στράτος Μενούτης, Γιώργος Λόξας, Κλεάνθης Βαρσαμούλης, Γιώργος Γκολφινόπουλος, Γιώργος Ματζιάρης και Νίκος Βασιλειάδης συμπλήρωσαν με μικρότερους ρόλους στη σκηνή το πολυάριθμο ερμηνευτικό παζλ της παράστασης.
Τα σκηνικά της Αθανασίας Σμαραγδή στη λογική της υπερπαραγωγής, άλλαζαν συνέχεια, με κάποιες από αυτές τις αλλαγές να κουράζουν και να είναι διεκπεραιωτικές, ενώ γενικότερα δε στάθηκαν ικανά να μου δημιουργήσουν την αίσθηση μιας Σμύρνης σε άνθηση και ακμή. Τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη απέδωσαν πειστικά την απαραίτητη ατμόσφαιρα εποχής του τέλους του 19ου αιώνα, με κάποια από αυτά να μαρτυρούν την οικονομική ευμάρεια των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων.
Ο Θοδωρής Οικονόμου με τη μουσική του αποτύπωσε ένα ηχόχρωμα καμπαρέ της εποχής, αλλά δεν έβγαλε πραγματικό άρωμα Σμύρνης με τη νοσταλγία και το παράπονο που τη χαρακτήριζε.
Η χορογραφία του Δημήτρη Παπάζογλου είχε ρυθμό και αρμονία.
Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου με πολλά γενικά πλάνα, ενώ έπαιξε δημιουργικά με τις σκιές στις σκηνές που ήταν παρούσα η μάγισσα Αττάρτη.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Παλλάς, είδα τη θεατρική μεταφορά ενός ιδιαίτερα επιτυχημένου βιβλίου, από την οποία όμως έλειψε η ατμόσφαιρα, το μυστήριο και η μαγεία που αυτό εκπέμπει και το έκανε bestseller. Η σκηνοθεσία επέμεινε πολύ στην εικόνα, με αποτέλεσμα οι διάλογοι να είναι σύντομοι, σχηματικοί και χωρίς βάθος, ενώ οι χαρακτήρες άνευροι και αποσπασματικοί. Ο ρυθμός έκανε κοιλιές, οι διαπροσωπικές σχέσεις δεν είχαν ένταση και δυναμική και στις ερμηνείες δεν είδα ισορροπία, αυθεντικότητα και σκηνική χημεία, ενώ συχνά αναζήτησαν τηλεοπτικές φόρμες και ευκολίες. Το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να είναι γενικά άρτιο τεχνικά, αλλά όχι ικανό να αφήσει στο θεατή μια ευχάριστη αίσθηση πληρότητας κι ενός γεμάτου θεατρικά βραδιού.