ΟΙ 12 ΕΝΟΡΚΟΙ (revisited) - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 02/04/2018 10:24
Για τέταρτη χρονιά συνεχίζει την πορεία της στο Θέατρο Αλκμήνη η παράσταση "Οι 12 Ένορκοι" (Twelve Angry Men), σε σκηνοθεσία της Κωνσταντίνας Νικολαΐδη, με ανανεωμένη την ερμηνευτική της ομάδα. Είναι βασισμένη στο κείμενο του Reginald Rose, που γράφτηκε το 1954 και παρουσιάστηκε στην τηλεόραση την ίδια χρονιά, ενώ διασκευάστηκε για το θέατρο την επόμενη. Το 1957 έγινε μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία από τον Sidney Lumet με τον ίδιο τίτλο (εκ των πρωταγωνιστών και ο Henry Fonda) και αφηγείται την ιστορία δώδεκα ενόρκων, οι οποίοι κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο, καλούνται να αποφασίσουν για την ενοχή ή την αθώωση (και κατά συνέπεια τη ζωή ή το θάνατο) του ανθρώπου που βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου. Η απόφαση που καλούνται να πάρουν οφείλει να είναι ομόφωνη. Βρισκόμαστε στη Νέα Υόρκη του 1957, όπου ένα ανήλικο δεκαεξάχρονο αγόρι κατηγορείται για τον άγριο φόνο του πατέρα του με μαχαίρι. Σκέψεις, ιδέες, προκαταλήψεις, ιδεοληψίες δώδεκα διαφορετικών ανθρώπων έρχονται στο προσκήνιο και μέσα από μια γρήγορη ακτινογράφηση του χαρακτήρα τους, αντιπαλεύουν μπροστά στα μάτια του θεατή, ο οποίος συμμετέχει ως άλλος 13ος ένορκος. Στην αρχή, όλοι πλην ενός, τάσσονται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο υπέρ της καταδίκης του νεαρού αγοριού, αλλά ένας αντιστέκεται, αντιδρά και καλεί τους υπόλοιπους σε μία τελευταία δημιουργική συζήτηση των αμφιβολιών του. Η συζήτηση θα φέρει συγκρούσεις και έριδες μεταξύ τους, οι διαφωνίες θα γίνουν καυγάδες και απειλές, οι οποίες θα αγγίξουν τα όρια της άσκησης σωματικής (πέραν της λεκτικής) βίας, ενώ η ετυμηγορία του καθενός αρχίζει σταδιακά και κλονίζεται. Οι απόψεις και τα επιχειρήματα και μια ενδελεχής εξέταση των δεδομένων μπορεί να αντιστρέψουν τα πάντα. Η δραματουργική επεξεργασία του κειμένου ανήκει στη σκηνοθέτιδα και το Νότη Παρασκευόπουλο, οι οποίοι έδωσαν ένα κείμενο με ροή, δυνατό και διεξοδικό λόγο, συναίσθημα και ένταση.
Η Κωνσταντίνα Νικολαΐδη βρίσκεται στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης και τη δομεί με την προοπτική, ότι το δωμάτιο όπου κλειδώνονται οι ένορκοι απαρτίζεται από δώδεκα διαφορετικούς ανθρώπους που συναντώνται εκεί τυχαία και έχουν διαφορετικές προσωπικές ιστορίες, ιδιοσυγκρασίες και ψυχοσυνθέσεις. Είναι από ποικίλα κοινωνικά και ηλικιακά στρώματα, έχουν διαφορετικές καταβολές, άλλο επίπεδο μόρφωσης και έχουν μεγαλώσει σε διαφορετικό περιβάλλον. Αυτά τα κάνει διακριτά στην εξέλιξη της πλοκής, επιχειρώντας ένα ακριβές και λεπτομερές ψυχογράφημα κάθε ενόρκου, ώστε η στάση και η σκέψη του να έχει οντότητα, ειδικό βάρος και βαθύτερη αιτιολόγηση. Ο χώρος που διαδραματίζεται το έργο είναι μια αίθουσα συσκέψεων ενός δικαστηρίου όπου υπάρχει μια κλειδωμένη πόρτα, ένα παράθυρο για να μπαίνει αέρας και μια τουαλέτα, όπου κι εκεί ακόμα τίποτε δε μένει κρυφό. Η ατμόσφαιρα είναι πνιγηρή, κλειστοφοβική, κρύβει μια απειλή και τα νεύρα τεντώνονται. Ο χρόνος γίνεται για άλλους σύμμαχος και για άλλους εχθρός. Ο λόγος λεπτό με το λεπτό οξύνεται και οι ένορκοι αρχίζουν να αντιμάχονται και να συγκρούονται επιτείνοντας τη σκηνική ένταση και την ανασφάλεια, φτάνοντας σε μικρές δραματικές κορυφώσεις, όπου δικαιολογούν την προσωπική τους ιστορία. Ο ρυθμός διατηρείται αμείωτος και γίνεται συνεχώς γρηγορότερος και σε συνδυασμό με την αμφιβολία, που βρίσκει πρόσφορο έδαφος να καρπίσει, δημιουργεί την απαραίτητη δραματουργική ένταση που παρασύρει το θεατή και τον κάνει συμμέτοχό της. Το συναίσθημα είναι πάντα παρόν, κάποιες διηγήσεις αποκαλύπτουν καλά κρυμμένα μυστικά, προσωπικές ανασφάλειες και ψυχικά κενά, αλλά αφήνεται επαρκής χώρος για ορθή σκέψη και κρίση. Η μικρογραφία μιας νοσούσας αστικής κοινωνίας στα τέλη της δεκαετίας του 50, με τα στερεότυπα, τα ταμπού και τις προκαταλήψεις της, ακόμα και τον κοινωνικό ρατσισμό, αποτυπώνει το ψυχολογικό ψηφιδωτό των ανθρώπων της και μπορεί κανείς να αναγνωρίσει σε αυτήν πολλά στοιχεία που εξακολουθούν να υφίστανται και στη σημερινή εποχή. Αυτό που επίσης καταφέρνει η σκηνοθετική προσέγγιση είναι να μην κουνάει δασκαλίστικα το δάχτυλο στο θεατή, αλλά να τον τέρπει αφυπνίζοντας ταυτόχρονα το αισθητήριο της κριτικής σκέψης και του προβληματισμού.
Ο Μάνος Ζαχαράκος στο ρόλο του 8ου ενόρκου είναι η φλόγα που ανάβει το φυτίλι της αμφισβήτησης της ενοχής του κατηγορούμενου και αυτός που στην αρχή συγκεντρώνει τα ομαδόν πυρά των υπολοίπων. Σταθερός, πράος, με μια ηρεμία στο πρόσωπο, αλλά και με μια βαθιά αποφασιστικότητα στην κίνηση, φωνή έντονη, αλλά όχι εριστική, χτίζει το προφίλ ενός ανθρώπου με οξύνοια, κατανόηση και βαθιά συνειδητοποίηση της κοινωνικής του ευθύνης. Λειτουργεί σαν κυματοθραύστης προκαταλήψεων και ιδεοληψιών, αλλά και καταλύτης της διαλογικής αμφισβήτησης που διατρέχει την παράσταση. Παραμένει γήινος και προσγειωμένος, ακόμα και όταν θεωρητικά βρίσκεται σε θέση ισχύος, δείχνοντας ότι έχει κατανοήσει πλήρως τις λεπτές ισορροπίες του ρόλου του.
Το αντίπαλον δέος είναι ο Θανάσης Κουρλαμπάς ερμηνεύοντας τον ένορκο νούμερο 3, οι σκέψεις και οι απόψεις του οποίου αποτελούν υπόδειγμα φαυλότητας, κοινωνικού ρατσισμού και απόρριψης. Ψυχρός και κυνικός όταν χρειάζεται, αφήνει μία μικρή ρωγμή από αυτό του το προσωπείο για να υποψιαστούμε ότι τα βαθύτερα αίτια αυτής της σχεδόν ψυχωτικής αντικοινωνικότητας, βρίσκονται στην προσωπική του διαδρομή και σε πληγή του παρελθόντος του. Ιδρώνει, τσακώνεται και κάποιες στιγμές το δωμάτιο δε δείχνει ικανό να χωρέσει την οργή του, σε ένα προσωπικό ρεσιτάλ μισανθρωπίας. Αλλά στο τέλος εκδηλώνει με αριστοτεχνικό τρόπο την εσωτερική συντριβή που υποκίνησε όλη του την αρνητικότητα.
Ο Γιώργος Γιαννόπουλος, παίζοντας τον ένορκο νούμερο 10, δημιουργεί ένα χαρακτήρα που αναδίδει ένα ακατανόητο πείσμα στα όρια της εμμονής. Μονολιθικός, συχνά παραληρηματικός, με μια σχεδόν έμφυτη λαϊκότητα και ειρωνεία, συνθέτει έναν άκρως σημερινό τύπο, αλλά σε κάποιες στιγμές ένιωσα να παγιδεύεται σε τηλεοπτικές ευκολίες.
Ο Αλέξανδρος Πέρρος υποδύεται τον ένορκο νούμερο 7 με μία ορμητικότητα και ένα νεανικό κυνισμό, που αγγίζει τα όρια της αντιπάθειας. Συχνά με μία ανεξιχνίαστα οργισμένη έκφραση, αντιπροσωπεύει έναν τύπο ελαφρόμυαλο και ηθικά επίπεδο και με τη νευρωτική κίνησή του συμπληρώνει επιτυχημένα την εικόνα ενός αυθάδη και απαιτητικού νεαρού της εποχής του. Ο Νίκος Ορφανός σε ένα ρόλο ορθολογιστή, αλλά ουσιαστικά συντηρητικού ενόρκου (με τον αριθμό 4), δείχνει ότι μπορεί να συνδυάσει επιμονή, μεθοδική (αν και λίγο αποστειρωμένη) σκέψη και αποφασιστικότητα. Σε κάποιες λίγες στιγμές έδειξε ελαφρά αμήχανος (κυρίως κινητικά) στη σκηνή, αλλά σύντομα επανήλθε στην αυστηρή και μελετημένη γραμμή της ερμηνείας του και την ακολούθησε με συνέπεια.
Ο Περικλής Λιανός, είναι ένας ένορκος (ο νούμερο 11) που δείχνει να εμφορείται από μια έμφυτη ευγένεια και πραότητα, συνδυασμένη με χιούμορ. Η επιχειρηματολογία του διέπεται από τις αρχές του σεβασμού, του διαλόγου και της εκλογίκευσης. Αυτή την ερμηνευτική γραμμή την τηρεί σχεδόν ευλαβικά και την αποτυπώνει με ευκρίνεια. Μια εξαιρετικά εύγλωττη ήρεμη δύναμη τόσο στην κίνησή του, όσο και στις εκφράσεις του προσώπου του.
Ο Ορέστης Τρίκας ερμηνεύει το 12ο ένορκο και αποτελεί την επιτομή του αναποφάσιστου και ελαφρόμυαλου, συχνά στα όρια της ανωριμότητας, τύπου ανθρώπου, με την ψυχολογία του να περνά από διακυμάνσεις, οι οποίες καθορίζουν τη συμπεριφορά και την ετυμηγορία του. Πειστικός, αυθεντικός και με τα εκφραστικά του μέσα σε πλήρη συντονισμό, ώστε να φέρει σε αίσιο πέρας την αποστολή του στην παράσταση.
Ο Κωνσταντίνος Αρνόκουρος στο ρόλο του ενόρκου νούμερο 5 βγάζει μια ντομπροσύνη και μια μαγκιά, τις οποίες συνδυάζει με μια λαϊκή ανθρωπιά και ευθύτητα, τόσο στο σκηνικό του στήσιμο, όσο και στο ηχόχρωμα της φωνής του. Συγκινείται όταν περιγράφει τη δύσκολη παιδική του ηλικία και η ερμηνεία του δείχνει έναν ένορκο με στέρεο και συμπαγές εσωτερικό αξιακό σύστημα.
Ο Τρύφωνας Καρατζάς υποδύεται τον γηραιότερο ένορκο (τον νούμερο 9) και αποτελεί απόλαυση να τον παρακολουθεί κανείς στη σκηνή με πόση λεπτομέρεια, αφοσίωση και σαφήνεια ιχνογραφεί έναν ήρωα συναισθηματικό, ανθρώπινο, με μία σοφία αποκτημένη με τα χρόνια που πέρασαν, αλλά και μια σκηνική ηρεμία και σιγουριά που φανερώνει έναν ηθοποιό με ευρύ ερμηνευτικό φάσμα. Ένας πραγματικός ευπατρίδης ηθοποιός που δεν παύει να δίνεται ολόψυχα στους ρόλους που ερμηνεύει.
Ο Κωνσταντίνος Μουταφτσής στο ρόλο του πρώτου ενόρκου, που εκτελεί και χρέη συντονιστή της ομάδας, έχει ηρεμία και ένα δικό του δυναμικό τρόπο συμβιβασμού και επιβολής. Δε χάνει τον αυτοέλεγχό του, είναι επίμονος και υπομονετικός και η εν γένει σκηνική του παρουσία έχει το μέταλλο που χρειάζεται ο χαρακτήρας-κλειδί που υποδύεται.
Ο Κωνσταντίνος Μπάζας σαν ένορκος αριθμός 2, δείχνει εύθραυστος, λίγο φοβικός και δίνει συχνά την ψευδαίσθηση ότι είναι πλασμένος από πλαστελίνη. Στη ροή της παράστασης αποκαλύπτει ένα βαθύτερο ηθικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο εδράζει την προσέγγιση του ρόλου του. Τέλος, ο Τάσος Παπαδόπουλος ερμηνεύοντας τον ένορκο νούμερο 6, σκιαγραφεί έναν απλοϊκό, θυμόσοφο και λίγο κουτσομπολίστικο τύπο που μπορεί στιγμιαία να σε μπερδέψει, αλλά έχει αμεσότητα και αυθεντικότητα.
Στην παράσταση συμμετέχει στο ρόλο του βωβού φύλακα και ο Αλέξης Σταυριανός, ενώ τη φωνή της χαρίζει και η κυρία Νένα Μεντή.
Το σκηνικό του David Negrin απόλυτα αντιπροσωπευτικό μιας αίθουσας συσκέψεων δικαστηρίου, που αφήνει μεγάλα περιθώρια για την άνετη κίνηση των ηθοποιών, αλλά και τις πρόσωπο με πρόσωπο συγκρούσεις τους. Στην τουαλέτα, ο τοίχος που λείπει, δίνει στο θεατή την ψευδαίσθηση ότι κοιτά από την κλειδαρότρυπα και κατασκοπεύει τα εσώψυχα των ενόρκων.
Τα κοστούμια της Κικής Μήλιου είχαν μια ποικιλία και έγιναν με τη λογική της αντιστοιχίας των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε προσωπικότητας.
Η μουσική του Γιώργου Περού ενίσχυσε το ταξίδι του λόγου προς τους θεατές και έδωσε ένταση στο ρυθμό και ατμοσφαιρικότητα στις σκηνές που χρειαζόταν.
Η κίνηση της Χριστίνας Φωτεινάκη, ενσωματωμένη στο γρήγορο ρυθμό της παράστασης, πρόσθετε στο τέμπο της και έδινε ζωή, αμεσότητα και εκφραστικότητα στους χαρακτήρες.
Τέλος οι φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου προτίμησαν τα πιο γενικά κάδρα, ενώ σε κάποιες σκηνές θα τους ήθελα πιο εστιασμένους στα πρόσωπα και στις ιδιαίτερες εκφράσεις των ηθοποιών.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Αλκμήνη, είδα ένα δικαστικό δράμα, βασισμένο σε ένα πολύ δυνατό κείμενο, με προβληματική και μηνύματα που δεν παύουν ακόμα και σήμερα να είναι επίκαιρα και να απασχολούν την κοινωνία. Η σκηνοθεσία έχει ρυθμό, κλιμακούμενες εντάσεις και ατμόσφαιρα, είναι δυναμική και με σαφή προσανατολισμό, ενώ καθοδηγεί μία απόλυτα συμπαγή και καλοδουλεμένη ερμηνευτική ομάδα, η οποία παρά τις αλλαγές της δεν έδειξε να έχει χάσει τίποτε από τη συνοχή και την επάρκειά της. Η παράσταση καταφέρνει να κρατήσει το θεατή στην άκρη του καθίσματός του σχεδόν από την πρώτη στιγμή ως την τελευταία, χωρίς να ξεχειλώσει ή να κάνει κοιλιά, να τον τέρψει, αλλά και να τον προβληματίσει, προσφέροντάς του μια (συνολικά) αξιόλογη θεατρική εμπειρία.