ΟΙ 12 ΕΝΟΡΚΟΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΟΙ 12 ΕΝΟΡΚΟΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (3 ψήφοι)

Για τρίτη χρονιά συνεχίζει στο Θέατρο Αλκμήνη η παράσταση "Οι 12 Ένορκοι" σε σκηνοθεσία της Κωνσταντίνας Νικολαΐδη. Βασισμένο στο κείμενο του Reginald Rose, έγινε μεγάλη κινηματογραφική επιτυχία από τον Sidney Lumet με τίτλο Twelve Angry Men και αφηγείται την ιστορία δώδεκα ενόρκων που κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο, καλούνται να αποφασίσουν για την ενοχή ή την αθώωση ενός ανθρώπου. Και κατά συνέπεια για τη ζωή ή το θάνατό του. Η απόφαση που καλούνται να πάρουν οφείλει να είναι ομόφωνη και στα πλαίσια αυτά συζητούν, διαφωνούν, συγκρούονται. Βρισκόμαστε στη Νέα Υόρκη του 1957, όπου ένα ανήλικο δεκαεξάχρονο αγόρι κατηγορείται για ένα φόνο. Σκέψεις, ιδέες, προκαταλήψεις, ιδεοληψίες δώδεκα διαφορετικών ανθρώπων έρχονται στο προσκήνιο και μέσα από μια γρήγορη ακτινογράφηση του χαρακτήρα τους, αντιπαλεύουν μπροστά στα μάτια του θεατή, ο οποίος συμμετέχει ως άλλος 13ος ένορκος. Στην αρχή, όλοι πλην ενός είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σύμφωνοι στην καταδίκη του νεαρού, αλλά ένας αντιστέκεται, αντιδρά και καλεί τους υπόλοιπους σε μία τελευταία δημιουργική συζήτηση των αμφιβολιών του. Η συζήτηση θα φέρει συγκρούσεις και έριδες μεταξύ των ενόρκων μέχρι την τελική τους κατάληξη. Η δραματουργική επεξεργασία του κειμένου ανήκει στη σκηνοθέτιδα και το Νότη Παρασκευόπουλο, οι οποίοι έκαναν εξαιρετική δουλειά, δίνοντας ένα κείμενο με ροή, δυνατό λόγο, συναίσθημα και ένταση.

Η Κωνσταντίνα Νικολαΐδη στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης, τη χτίζει έχοντας στο νου της, ότι πρόκειται για μια τυχαία συνάντηση δώδεκα διαφορετικών ανθρώπων, με διαφορετικές προσωπικές ιστορίες και ψυχοσυνθέσεις. Έτσι επιχειρεί παράλληλα με την εξέλιξη της πλοκής, να αποδώσει ένα βαθύτερο ψυχογράφημα κάθε ενόρκου, ώστε η στάση και η σκέψη του να έχει οντότητα και ειδικό βάρος. Ο χώρος που διαδραματίζεται το έργο είναι μια αίθουσα συσκέψεων ενός δικαστηρίου όπου υπάρχει μια κλειδωμένη πόρτα, ένα παράθυρο για να μπαίνει αέρας και μια τουαλέτα, όπου κι εκεί τίποτε δε μένει κρυφό. Τίποτα δεν αλλάζει στη ροή της παράστασης (εκτός του καιρού έξω), δημιουργώντας μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, όπου ένας υπόγειος φόβος και τα ανθρώπινα πάθη δείχνουν να κυριαρχούν. Ο λόγος λεπτό με το λεπτό οξύνεται και οι ένορκοι αρχίζουν να αντιμάχονται και να συγκρούονται επιτείνοντας τη σκηνική ένταση και την ανασφάλεια, φτάνοντας σε μικρές δραματικές κορυφώσεις, όπου δικαιολογούν την προσωπική τους ιστορία. Ο ρυθμός διατηρείται αμείωτος και γίνεται συνεχώς γρηγορότερος και σε συνδυασμό με την αμφιβολία, που βρίσκει πρόσφορο έδαφος να καρπίσει, δημιουργεί την απαραίτητη δραματουργική ένταση που παρασύρει το θεατή και τον κάνει συμμέτοχό της. Το συναίσθημα είναι παρόν, χωρίς να απολαμβάνει πρωτοκαθεδρία, αλλά αφήνοντας χώρο για ορθή σκέψη και κρίση. Η μικρογραφία μιας αστικής κοινωνίας στα τέλη της δεκαετίας του 50, με τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις της, ακόμα και τον κοινωνικό ρατσισμό, είναι παρούσα και μπορεί κανείς να αναγνωρίσει σε αυτή την ατμόσφαιρα πολλά στοιχεία που εξακολουθούν να υφίστανται και στη σημερινή εποχή. Αυτό που καταφέρνει η σκηνοθετική προσέγγιση είναι να μην κουνάει απειλητικά το δάχτυλο στο θεατή του σήμερα, αλλά να του δίνει τροφή για σκέψη και προβληματισμό.

Ο Χριστόδουλος Στυλιανού στο ρόλο του 8ου ενόρκου είναι η φλόγα που ανάβει το φιτίλι της αμφισβήτησης της ενοχής του κατηγορούμενου και αυτός που συγκεντρώνει τα ομαδόν πυρά των υπολοίπων. Σταθερός, πράος, με μια ηρεμία στο πρόσωπο, αλλά και με μια βαθιά αποφασισμένη φωνή και κίνηση στέρεα και δυναμική, χτίζει ένα προφίλ ενός ανθρώπου με οξύνοια και βαθιά συνειδητοποίηση της κοινωνικής του ευθύνης. Λειτουργεί σαν κυματοθραύστης προκαταλήψεων και ιδεοληψιών, αλλά και καταλύτης της διαλογικής αμφισβήτησης που διατρέχει την παράσταση.
Το αντίπαλον δέος είναι ο Θανάσης Κουρλαμπάς ερμηνεύοντας τον ένορκο 3, οι σκέψεις του οποίου αποτελούν υπόδειγμα κοινωνικού ρατσισμού και απόρριψης. Ψυχρός και κυνικός όσο χρειάζεται, αφήνει ένα μικρό παράθυρο στο να κατανοήσουμε τα βαθύτερα αίτια μιας σχεδόν ψυχωτικής αντικοινωνικότητας. Ιδρώνει, τσακώνεται και κάποιες στιγμές το δωμάτιο δε δείχνει ικανό να χωρέσει την οργή του. Αλλά δεν μπορεί να κρύψει ότι υπάρχει μια εσωτερική συντριβή που υποκινεί όλη τη μισανθρωπία που εκδηλώνει με αριστοτεχνικό τρόπο.
Ο Γιώργος Γιαννόπουλος, σαν ένορκος νούμερο 10, είναι ένας χαρακτήρας που αναδίδει ένα ακατανόητο πείσμα στα όρια της εμμονής. Μονολιθικός, συχνά παραληρηματικός, με μια σχεδόν έμφυτη λαϊκότητα και ειρωνεία, δημιουργεί έναν άκρως σημερινό τύπο, αλλά σε κάποιες στιγμές ένιωσα να αυτοπαγιδεύεται στη δημιουργία του.
Ο Αλέξανδρος Πέρρος παίζοντας τον ένορκο νούμερο 7, έχει μια ορμητικότητα και ένα νεανικό κυνισμό, που αγγίζει τα όρια της αντιπάθειας. Συχνά με μία ανεξιχνίαστα οργισμένη έκφραση, αντιπροσωπεύει έναν τύπο ελαφρόμυαλο και ηθικά επίπεδο και με τη νευρώδη κίνησή του συμπληρώνει επιτυχημένα ένα αυθάδη και απαιτητικό νεαρό της εποχής του.
Ο Βασίλης Παλαιολόγος σε ένα ρόλο ενός ορθολογιστή, αλλά ουσιαστικά συντηρητικού ενόρκου (νούμερο 4), δείχνει ότι μπορεί να συνδυάσει επιμονή και αποφασιστικότητα. Σε κάποιες λίγες στιγμές έδειξε ελαφρά αποστειρωμένος στην ιδεολογία του, αλλά σύντομα επανήλθε στην αυστηρή και μελετημένη γραμμή της ερμηνείας του.
Ο Περικλής Λιανός, είναι ένας ένορκος (νούμερο 11) που δείχνει να εκφράζει μια πραότητα, συνδυασμένη με χιούμορ και με εμφανή στο χαρακτήρα του τα στοιχεία του διαλόγου και της εκλογίκευσης. Οπαδός της επιχειρηματολογίας, με εξαιρετική εκφραστικότητα στην κίνησή του, αλλά και στις εκφράσεις του προσώπου του.
Ο Απόλλων Μπόλλας ερμηνεύει το 12ο ένορκο και αποτελεί την επιτομή ενός αναποφάσιστου, συχνά στα όρια της ανωριμότητας, ανθρώπου, με την ψυχολογία του να περνά από διακυμάνσεις, οι οποίες καθορίζουν τη συμπεριφορά και την ετυμηγορία του. Πειστικός και συντονισμένος στην αποστολή του στην παράσταση.
Ο Ορέστης Τρίκας στο ρόλο του ενόρκου νούμερο 5 βγάζει μια ντομπροσύνη και μια μαγκιά, τις οποίες συνδυάζει με μια λαϊκή ανθρωπιά και ευθύτητα. Συναίσθημα και τσαγανό δείχνουν να πηγαίνουν χέρι χέρι και να διαποτίζουν την ερμηνεία του.
Ο Παντελής Παπαδόπουλος υποδύεται τον γηραιότερο ένορκο (νούμερο 9) και ιχνογραφεί έναν ήρωα συναισθηματικό, ανθρώπινο, με μία σοφία αποκτημένη με τα χρόνια που πέρασαν, αλλά και μια σκηνική ηρεμία και σιγουριά που φανερώνει έναν ηθοποιό με ευρύ φάσμα ερμηνευτικής γκάμας.
Ο Κωνσταντίνος Μουταφτσής στο ρόλο του ενόρκου νούμερο 1, που εκτελεί και χρέη συντονιστή της ομάδας, έχει ηρεμία, ένα δικό του πράο τρόπο συμβιβασμού και επιβολής, αλλά κάποιες φορές η φωνή του ακούστηκε άχρωμη και χωρίς το απαραίτητο μέταλλο που χρειαζόταν ο χαρακτήρας-κλειδί που υποδυόταν.
Ο Χάρης Μαυρουδής σαν ένορκος νούμερο 2, δίνει συχνά την ψευδαίσθηση ότι είναι πλασμένος από πλαστελίνη, αλλά στην πραγματικότητα έχει μια βαθύτερη ηθική προσέγγιση και οπτική με την οποία προσεγγίζει το ρόλο του.
Τέλος ο Μανώλης Ιωνάς ερμηνεύοντας τον ένορκο νούμερο 6, σκιαγραφεί έναν απλοϊκό και λίγο κουτσομπολίστικο τύπο που μπορεί να σε μπερδέψει, αλλά έχει αμεσότητα και αυθεντικότητα.
Στην παράσταση συμμετέχει στο ρόλο του βωβού φύλακα και ο Αλέξης Σταυριανός.

Το σκηνικό του David Negrin απόλυτα αντιπροσωπευτικό μιας αίθουσας συσκέψεων δικαστηρίου, που άφηνε περιθώρια για ελεύθερη κίνηση των ηθοποιών και μια τουαλέτα, όπου ο τοίχος που έλειπε, έδινε στο θεατή την αίσθηση ότι κοιτά από την κλειδαρότρυπα και κατασκοπεύει τα λεγόμενα των ενόρκων.
Τα κοστούμια της Κικής Μήλιου είχαν μια ποικιλία και έγιναν με τη λογική της μελέτης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών κάθε προσωπικότητας.
Η μουσική του Γιώργου Πέρου ενίσχυσε το ταξίδι του λόγου προς τους θεατές και έδωσε ένταση στην ατμόσφαιρα εκεί που χρειαζόταν.
Η κίνηση της Χριστίνας Φωτεινάκη, ενσωματωμένη στο γρήγορο ρυθμό της παράστασης, πρόσθετε στο τέμπο της και έδινε ζωή και εκφραστικότητα στους χαρακτήρες.
Τέλος οι φωτισμοί του Αλέξανδρου Αλεξάνδρου προτίμησαν τα πιο γενικά κάδρα, ενώ σε κάποιες σκηνές θα τους ήθελα πιο εστιασμένους στα πρόσωπα και στις ιδιαίτερες εκφράσεις των ηθοποιών.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Αλκμήνη, είδα ένα δικαστικό δράμα, βασισμένο σε ένα δυνατό κείμενο, με προβληματική που δεν παύει ακόμα και σήμερα να είναι επίκαιρη και το οποίο είχε ατμόσφαιρα, ρυθμό, δυναμική σκηνοθεσία και καλές ερμηνείες. Κατάφερε να κρατήσει το θεατή στην άκρη του καθίσματός του σχεδόν από την πρώτη στιγμή ως την τελευταία, χωρίς να ξεχειλώσει ή να κάνει κοιλιά, να τον διασκεδάσει και να τον προβληματίσει.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.