ΟΜΠΙΝΤΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Κυριακή, 15/01/2017 10:06
Το κείμενο με τίτλο "Ομπίντα" που συνέγραψε ο ίδιος, σκηνοθετεί στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης ο Γιώργος Κοτανίδης.
Ένα έργο που ασχολείται με τις τελευταίες μέρες και ώρες της ζωής του παλαιού ηγέτη του ΚΚΕ, του Νίκου Ζαχαριάδη, όταν εξόριστος για 17 χρόνια στο Σουργκούτ της Σιβηρίας, απαιτεί από τους συντρόφους του την άρση της διαγραφής και τον επαναπατρισμό του, απειλώντας να αυτοκτονήσει την 1η Αυγούστου 1973.
Ομπίντα σημαίνει στα ρώσικα πίκρα, κακοκάρδισμα και το κείμενο προήλθε από κείμενα και γράμματα του Ζαχαριάδη, διηγήσεις του γιου του Σήφη και ανέκδοτο αρχειακό υλικό. Κάνοντας ένα εφ'όλης της ύλης flashback στη ζωή του ανατρέχει σε προσωπικές στιγμές του, αλλά και την πορεία του σα γενικού γραμματέα του κόμματος, εντοπίζει λάθη, φωτίζει πρόσωπα και καταστάσεις, διηγείται άγνωστες πτυχές της ιστορίας του και ζητά μια συγγνώμη σε όλους όσους πίκρανε στη διαδρομή. Γράφει ένα τελευταίο γράμμα που το ονομάζει "Μήνυμα από την άλλη πλευρά", αφού θα διαβαστεί όταν αυτός θα έχει ήδη πεθάνει. Συνομιλεί με τα φαντάσματά του, άτομα που έπαιξαν το ρόλο τους σε αποφάσεις και ενέργειες, καθώς και με αυτά που βρέθηκαν δίπλα του σε δύσκολες στιγμές του.
Ο Γιώργος Κοτανίδης αναλαμβάνει και τη σκηνοθετική επιμέλεια του κειμένου, με μία κριτική όσο και ανθρωποκεντρική προσέγγιση του ήρωά του. Ο άνθρωπος Ζαχαριάδης δεν είναι αποκομμένος από τον πολιτικό Ζαχαριάδη και οι δύο πτυχές του εξελίσσονται παράλληλα και σε σχετικά ίσες δόσεις. Έτσι αποφεύγεται μια απλή πολιτική καταγγελία ή ένας μετά θάνατον καθαγιασμός ενός ηγέτη που λατρεύτηκε και αμφισβητήθηκε και επιχειρείται μια εις βάθος ανάλυση των κινήτρων και των σκέψεών του. Έχοντας παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις για περίπου μία εικοσιπενταετία, δίνει τη δική του οπτική για τα θέματα που απασχόλησαν ή και ταλαιπώρησαν την Ελλάδα εκείνες τις εποχές και προσπαθεί να τεκμηριώσει τις επιλογές του. Κάπου ανάμεσα σε όλα αυτά εμφανίζεται και ένας κουρασμένος από την εξορία άνθρωπος με υπαρξιακές αγωνίες και ανασφάλειες και με έντονη την ανάγκη να ξαναδεί την πατρίδα και την οικογένειά του. Η ανθρώπινη αυτή πλευρά δεν αναπτύσσεται σε τόνους μελό, αλλά σίγουρα επιχειρεί να εγείρει συναισθήματα και να αναγνωρίσει και την ανθρώπινη υπόσταση του χαρακτήρα του Ζαχαριάδη.
Η παράσταση διατηρεί ένα γρήγορο και ενδιαφέροντα ρυθμό που δε χάνει το τέμπο του μέχρι το τέλος. Για όσους δεν είναι εξοικειωμένοι με την ιστορία του ΚΚΕ, ίσως η απαρίθμηση πολλών (άγνωστων) ονομάτων να ξενίσει ή να προβληματίσει, αλλά η ουσία της παράστασης βρίσκεται αλλού και δε χάνεται η ροή και η συνέχειά της.
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης αναλαμβάνει και τον πρωταγωνιστικό ρόλο και τον ερμηνεύει με θέρμη και πάθος, αλλά χωρίς λεκτικές κορώνες ή υπερβολές. Πιο κινητικός, πιο ματαιόδοξος, πιο έντονος όταν "ενδύεται" τον πολιτικό, χαμηλών τόνων, συναισθηματικός και με πιο ταπεινό σκηνικό στήσιμο όταν πρόκειται να υποδυθεί τον άνθρωπο Ζαχαριάδη. Το συναίσθημα είναι ελεγχόμενο και δεν επιχειρεί να συγκινήσει, προκαλώντας μια "τεχνητή" συμπάθεια από το κοινό, αλλά προσπαθεί να προσεγγίσει τον ταραγμένο και σύνθετο εσωτερικό κόσμο ενός αμφιλεγόμενου ήρωα με ειλικρίνεια και γνησιότητα. Ελάχιστες φορές η ισορροπία διαταράσσεται και γενικότερα οι εναλλαγές του είναι βελούδινες και συνεπείς ερμηνευτικά.
Σε μικρούς ρόλους-περάσματα από τα στιγμιότυπα της ζωής του ήρωα, οι Δώρα Χρυσικού και Σπύρος Περδίου, οι οποίοι με τους διαφορετικούς σύντομους χαρακτήρες που υποδύονται, συμπληρώνουν επιτυχημένα το καστ της ζωής του πρώην ηγέτη του ΚΚΕ.
Το σκηνικό της Πουλχερίας Τζιόβα, λιτό και λειτουργικό, με ένα τεράστιο ρολόι να λειτουργεί εν είδει κλεψύδρας της ζωής του ήρωα και ένα λιτό γραφείο να αποτελεί το χώρο καθημερινής ενδιαίτησής του.
Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα απλά και χωρίς διάθεση να τραβήξουν το μάτι του θεατή, αλλά να υπηρετήσουν την παράσταση.
Οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα, με κέντρο τον πρωταγωνιστή αλλά και τα "φαντάσματά" του με τα οποία συνομιλεί, δίνουν ένταση και προσθέτουν στην ατμόσφαιρα του έργου.
Η μουσική επιμέλεια με αγαπημένα κομμάτια κλασσικής μουσικής του ήρωα ανήκε στο Νίκο Γιατράκο, ενώ ενδιαφέρον παρουσιάζει και το video art που επιμελήθηκε η Κλεοπάτρα Κοραή με ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό.
Συμπερασματικά, η παράσταση Obida αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο για να γνωρίσουμε έναν ηγέτη που συζητήθηκε πολύ στην εποχή του και παραμένει σχετικά άγνωστος σε αρκετούς από εμάς. Η παράσταση δεν είναι πολιτικό μανιφέστο, αλλά επικεντρώνεται και στην ανθρώπινη πλευρά του ήρωα, δίνοντας μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα του. Αξιόλογη παράσταση που δείχνει να πετυχαίνει σε μεγάλο βαθμό τους στόχους της.