Ο ΠΑΤΕΡΑΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


1.8/5 κατάταξη (5 ψήφοι)

Το θεατρικό έργο του Αύγουστου Στρίντμπεργκ (August Strindberg) με τίτλο "Ο Πατέρας" (Fadren), σκηνοθετεί στο Νέο Ελληνικό Θέατρο ο Γιώργος Αρμένης. Γραμμένο το 1887, αφηγείται την έντονη αντιπαράθεση του ίλαρχου Άντολφ Λάσσεν με τη γυναίκα του, τη Λάουρα, για την επιμέλεια της ανατροφής και της μόρφωσης της κόρης τους. Ο ίδιος προτιμά να τη στείλει στη μεγάλη πόλη για να ξεφύγει από τις αγκυλώσεις και τα στεγανά της επαρχίας, ενώ η σύζυγός του, προτείνει να την κρατήσουν κοντά τους και να επιμεληθούν οι ίδιοι τη διαμόρφωση και την εξέλιξη του δημιουργήματός τους. Η μεταξύ τους κόντρα βαθαίνει και γίνεται αδυσώπητη, όταν η Λάουρα ρίχνει, δήθεν τυχαία, το σπόρο της αμφιβολίας της πατρότητας του παιδιού στο σύζυγό της. Η σχέση τους φθάνει στον αλληλοσπαραγμό, σε έναν αγώνα χωρίς επιστροφή, όπου δεν υπάρχουν πλέον ηθικοί και πνευματικοί φραγμοί. Οι γυναίκες του σπιτιού συνασπίζονται εναντίον του πατέρα, εξυφαίνουν έναν ιστό γύρω του και τελικά τον οδηγούν στην παράνοια, διαλύοντας ουσιαστικά το γάμο τους και τους οικογενειακούς δεσμούς που αυτός δημιούργησε. Η μετάφραση είναι του Ερρίκου Μπελιές και είναι καίρια, ουσιαστική και λιτή, αποδίδοντας με σαφήνεια και ακρίβεια τα μηνύματα και τη δομή της σκέψης του συγγραφέα. Η προσαρμογή του κειμένου έγινε από τον ίδιο το σκηνοθέτη.

Ο Γιώργος Αρμένης στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης εικονοποιεί την αντιπαράθεση των δύο πυλώνων της οικογένειας σχετικά με το δημιούργημά τους, φτάνει μέχρι τα θεμέλιά της σχέσης τους και αναπτύσσει παράλληλα την πνευματική, τη σωματική, αλλά και την ηθική της διάσταση. Η σύγκρουση πατέρα και μάνας δεν είναι μονοσήμαντη, έχει τις ρίζες της στη βαθιά, αρχέγονη κόντρα μεταξύ αρσενικού και θηλυκού και διερευνά τις προσπάθειες επιβολής και επικράτησης του ενός φύλου επί του άλλου. Η κλιμάκωση της έντασης είναι γρήγορη, ζωντανή και παρασύρει το θεατή στον κυκεώνα των συνεπειών της. Η κάθε πλευρά έχει επιχειρήματα και μεθόδους ανάπτυξης της αλήθειας της, που εκτείνονται από τη λεκτική πειθώ μέχρι τη βία, σωματική και πνευματική και την καταστρατήγηση κάθε ηθικού φραγμού. Με έξυπνο τρόπο ο σκηνοθέτης μπολιάζει τη ροή της παράστασης με κάποιες πιο ανάλαφρες σκηνές-ανάσες πριν την επόμενη κορύφωση. Αποφεύγει τη φλυαρία και αποκωδικοποιεί με σαφήνεια τα μηνύματα του έργου με σκηνές σύντομες, αλλά εύστοχες, υπογραμμίζοντας τη διαχρονικότητά τους. Οι εσωτερικές εντάσεις και οι εκρήξεις πατέρα και μητέρας γίνονται με διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση και διαφορετικά εκφραστικά μέσα, που κάνουν απόλυτα διακριτούς τους δύο πόλους. Οι ηθοποιοί καθήμενοι ανάμεσα στους θεατές, τους παρασύρουν από την αρχή στο κλίμα του έργου. Κάποιες μικρές υπερβολές στην κίνηση και τη σωματική αποτύπωση της εσωτερικής πάλης των ηρώων δεν αποφεύγεται, αλλά δεν επηρεάζει στο ελάχιστο την ουσία της παράστασης.

Ο Κώστας Καζανάς αναλαμβάνει το ρόλο του ίλαρχου Άντολφ Λάσσεν και τον προσεγγίζει με την αυστηρότητα και την προσοχή ενός στρατιωτικού. Ακριβής, με εμμονή στην πειθαρχία και τη λεπτομέρεια, με σωστή άρθρωση του λόγου, στέρεα πατήματα και αποφασιστική κίνηση, δείχνει να παίζει με το ένστικτο, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τη λογική. Η οποία λογική κλονίζεται συθέμελα, όταν νιώθει να απειλείται καίρια η ιδιότητά του ως πατέρας, γίνεται εκρηκτικός, βίαιος και οδηγείται μοιραία στην παράνοια και τη συντριβή. Εξαιρετική ερμηνεία από έναν ηθοποιό που έδειξε να έχει κατανοήσει τις λεπτές αποχρώσεις του ρόλου του.
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και η Τζένη Σκαρλάτου, ερμηνεύοντας τη Λάουρα, τη μητέρα της οικογένειας, αποτελώντας το αντίπαλον δέος του ίλαρχου. Απέφυγε τις φωνητικές εξάρσεις, έδειξε να έχει απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών της μέσων, τόσο στο αλύγιστο στήσιμο του σώματός της, την ψύχραιμη και συχνά παγωμένη ματιά της, καταφέρνοντας να κινείται με άνεση μεταξύ του πραγματικού ενδιαφέροντος για την κόρη της, αλλά και μιας στυγνής κυνικότητας στη μεθόδευση των ενεργειών της.
Η Ιλιάδα Λαμπρίδου υποδύθηκε τη Μάργκρετ, την οικονόμο του σπιτιού, που προσπάθησε, μάταια, να είναι ο συμβιβαστικός πόλος μεταξύ των δύο άκρων. Γλυκιά, στοργική, πονετική, με την αφέλεια του ηλικιωμένου, δε θέλει να γίνει ενεργό μέλος της οικογενειακής αντιπαράθεσης, αλλά άθελά της γίνεται το εργαλείο της συντριβής του πατέρα. Έμπειρη ηθοποιός, ανταποκρίνεται με συνέπεια στις ανάγκες της ηρωίδας της.
Ο Λεωνίδας Αργυρόπουλος έπαιξε το γιατρό Έστερμαρκ, ένα ζωντανό, αθλητικό, αλλά λίγο αφελή επιστήμονα, ο οποίος "γοητεύεται" από τη Λάουρα, αφήνεται να παρασυρθεί από το λόγο της, παγιδεύεται στον ιστό της και γίνεται ουσιαστικά έρμαιό της. Αν και με κάποιες αχρείαστες κινητικές υπερβάσεις, είχε καθαρό λόγο και έγινε σαφής η πνευματική του σύγχυση, ώστε να καταλήξει υποχείριο των βουλών της μητέρας.
Ο Γιώργος Αρμένης ήταν ο πάστορας, αδερφός της Λάουρας, ο οποίος όταν ήταν νηφάλιος επιχειρούσε να αποτελέσει εστία συμβιβασμού μεταξύ των δύο, ενώ όταν ήταν μεθυσμένος, ήταν μία εύθυμη ανάσα ανάμεσα στις κορυφώσεις των δύο συζύγων, μία νησίδα ηρεμίας πριν την έκρηξη. Η Βίκυ Διαμαντοπούλου, στο ρόλο της Βέρθας, της κόρης, η ανατροφή της οποίας αποτελεί το αρχικό σημείο τριβής, ένιωσα να ξεκινά λίγο αμήχανα την παρουσία της, αλλά σιγά, σιγά να βρίσκει τις ισορροπίες του χαρακτήρα της, δείχνοντας αγάπη και σεβασμό και προς τους δύο γονείς, μη αρνούμενη όμως τελικά να συμβιβαστεί με τη γυναικεία φύση της.

Την επιμέλεια του σκηνικού χώρου είχε ο ίδιος ο σκηνοθέτης, με το προσκήνιο να μένει κενό, ένας ανοικτός στίβος μάχης για τα δύο αντίπαλα μέρη, ο οποίος χωρίζεται με μία κουρτίνα-στόρ με περσίδες από το υποφωτισμένο ασυνείδητο, το υποθετικό, η εικόνα του οποίου συχνά χάνεται από το οπτικό πεδίο του θεατή.
Τα κοστούμια της Γιούλας Ζωιοπούλου είναι σε λιτή και αυστηρή γραμμή, και απόλυτα αντιπροσωπευτικά των χαρακτήρων που ντύνουν, ενώ την επιμέλεια των ήχων είχε η Κατερίνα Αντωνιάδου.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Νέου Ελληνικού Θεάτρου, είδα μία πετυχημένη σκηνική μεταφορά ενός εκ των πιο αιχμηρών κειμένων του Στρίντμπεργκ, το οποίο, παρά την τεχνολογική εξέλιξη, παραμένει στην ουσία του επίκαιρο και διαχρονικό, ακόμα και στην εποχή μας. Η σκηνοθεσία έκανε εύστοχα πρωταγωνιστή το λόγο, είχε ένταση, πάθος, ρυθμό, αισθητική και έδωσε χώρο γόνιμο για δύο πολύ καλές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές, με την κλιμάκωση της μεταξύ τους μάχης να οδηγεί στη δραματική κορύφωση της ιστορίας. Μία πολύ επιμελημένη δουλειά για το θεατρόφιλο κοινό της Αθήνας.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.