Ο ΠΑΠΑΓΑΛΛΟΣ ΜΟΥ - ΚΡΙΤΙΚΗ

Ο ΠΑΠΑΓΑΛΛΟΣ ΜΟΥ - ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (3 ψήφοι)

Ένα σπάνιο κείμενο της Σοφίας Τρικούπη με τίτλο "Ο Παπαγάλλος μου" σκηνοθετεί στο Θέατρο Σφενδόνη η Άννα Κοκκίνου. Η συγγραφέας, αδελφή του πρώην πρωθυπουργού της Ελλάδας Χαρίλαου Τρικούπη, συνέγραψε το έργο αυτό στις αρχές του εικοστού αιώνα (1903), την επομένη του θανάτου του αγαπημένου της πουλιού, για να παρηγορηθεί από το χαμό του και αποτελεί ένα ψηφιδωτό εικόνων, γεγονότων και ιστορικών συμβάντων μιας πολυκύμαντης εποχής της χώρας μας. Κάνοντας μια αναδρομή στη διαδρομή του πουλιού στο σπίτι της, το οποίο αποτελούσε πόλο συγκέντρωσης πολιτικών και πνευματικών προσωπικοτήτων της εποχής, συνδέει τη ζωή του, αλλά και τα έντονα και λεπτά αισθήματά της γι' αυτό, με τις πολιτικές ζυμώσεις της εποχής, τα διαλείμματα της προσωπικής ιδιωτικής της ζωής, αλλά και του αδερφού της. Η γλώσσα του κειμένου μεστή νοημάτων και εικόνων, μαρτυρά την παιδεία και την καλλιέργειά της και δημιουργεί όμορφα και νοσταλγικά στιγμιότυπα άλλων εποχών, αποτελώντας μία τρόπον τινά περιγραφική ηθογραφία της συγκεκριμένης εποχής και πιστή αποτύπωση του κοινωνικού ιστού μιας σχεδόν ξεχασμένης περιόδου του Ελληνισμού. Η δραματουργική επεξεργασία του κειμένου έγινε από τη σκηνοθέτιδα και το Νίκο Φλέσσα.

Η Άννα Κοκκίνου σκηνοθετεί την παράσταση, δίνοντάς της τη μορφή ενός νοσταλγικού και συναισθηματικού μονολόγου μιας γηρασμένης κυρίας του καλού κόσμου, κάτι σαν απολογιστική αναδρομή σε στιγμιότυπα της περασμένης της ζωής. Διατηρεί ατόφια τη μορφή της αρχικής γλώσσας του κειμένου, μιας καλλιτεχνίζουσας καθαρεύουσας, διατηρώντας με αυτόν τον τρόπο, αναλλοίωτους τους χυμούς των νοημάτων και των εικόνων της, που στοχεύουν στην ενεργοποίηση της φαντασίας του θεατή για την ανάπλαση των περιγραφόμενων εικόνων. Οι αναμνήσεις σκόρπιες, δεν έχουν πάντα χρονική αλληλουχία, αλλά συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους, αποτελώντας κομμάτια ενός ψηφιδωτού που απεικονίζει τόσο την εποχή με τις πολιτικές και κοινωνικές της αναταράξεις, όσο και τους ανθρώπους του περιβάλλοντός της (και κυρίως τον αδελφό της) και τη σύνδεσή και των δύο με τον εν λόγω παπαγάλο. Από την πολύ μεγάλη σκηνή, η δράση περιορίζεται σε μία τέντα όπου συμβολικά η ηθοποιός κινείται και στριφογυρίζει σαν πουλί στο κλουβί του, αλλά και σε ένα υποφωτισμένο σκηνικό ζούγκλας με μικρές παράλληλες δράσεις, που συνειρμικά οδηγεί στη μνήμη και τις σκοτεινές και μπερδεμένες της στιγμές. Αυτό βέβαια δεν αναπτύσσεται όσο θα μπορούσε, αποτελώντας ένα απλό διάλειμμα ξεκούρασης για το μάτι και τη συνείδηση του θεατή, ενώ και οι συμμετέχοντες ηθοποιοί έχουν μια μάλλον εικονική συμμετοχή αδυνατώντας να βρουν ενεργό ρόλο στην εξέλιξη της ιστορίας. Ο λόγος κρύβει λυρισμό, ρομαντισμό και συναίσθημα και συνοδεύεται με μία σχεδόν τελετουργική κίνηση, με μία εσάνς αριστοκρατίας και κομψότητας, αν και λείπουν από αυτόν οι μικρές κορυφώσεις ή οι δραματουργικές ανατροπές. Παρ' όλα αυτά τόσο οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, όσο και οι δεσμοί τους με το πουλί, περιγράφονται με λεπτομέρεια και σε βάθος, ενώ οι ιδιαιτερότητές τους μοιάζουν σα λεπτοδουλεμένο υφαντό.

Η Άννα Κοκκίνου αναλαμβάνει και τον πρωταγωνιστικό ρόλο της συγγραφέως, της οποίας το ψυχολογικό και συναισθηματικό προφίλ χτίζει βήμα, βήμα. Φλερτάρει δημιουργικά με τον πλούτο της γλώσσας του κειμένου και την αποδίδει με καθαρή άρθρωση και έναν εσωτερικό παλμό που δίνει ένα ιδιαίτερο χρώμα στη φωνή της. Συχνά σε ένα νοσταλγικό flashback μιμείται τη φωνή του παπαγάλου, ενώ συνοδεύει το λόγο της με ένα λυγμό, ο οποίος εκφράζει όλη την "αξιοπρεπή" οδύνη που αισθάνεται για το χαμό του πουλιού. Οι εκφράσεις του προσώπου της και η κινησιολογική της προσέγγιση είναι απλές, λιτές, περιεκτικές αλλά γεμάτες συναίσθημα, το οποίο διαρρηγνύει τη μεγαλοπρέπεια της ηρωίδας που υποδύεται και την ενδύει αισθαντικότητα. Παιδεία, καλλιέργεια, αντίληψη, φαντασία μπλέκονται γλυκά για να αφήσουν ένα ερμηνευτικό αποτύπωμα μιας λεπτομερούς και ολοκληρωμένης ψυχογραφίας μιας πολυσχιδούς προσωπικότητας. Η Μαρίζα Θεοφυλακτοπούλου και ο Θοδωρής Θεοδωρακόπουλος, συμμετέχουν διεκπεραιωτικά στην παράσταση, με συμμετοχή στα δρώμενα στο background της κεντρικής εικόνας.

Στα σκηνικά του Δημήτρη Ταμπάκη δεσπόζει η κεντρική τέντα, που αποτελεί το θέατρο δράσης της ηρωίδας, αλλά δεν μπορεί κάποιος να μην αναφερθεί και στον παράλληλο κόσμο της ζούγκλας πίσω από αυτή.
Τα κοστούμια της Δέσποινας Μακαρούνα, εντυπωσιακά στη μεγαλοπρέπειά τους, ενώ η μουσική της Στέλλας Γαδέδη υπόκωφη, αργόσυρτη και τελετουργική, συνόδεψε άριστα το λόγο.
Η κίνηση της Αγγελικής Στελλάτου είχε όλη την κομψότητα της μεγαλοαστικής αρχοντιάς της συγγραφέα, αλλά και έναν υπόκωφο θρήνο που σπάραζε τον εσωτερικό της κόσμο.
Τέλος, οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα απόλυτα εστιασμένοι στο μικρόκοσμο της πρωταγωνίστριας, ενώ μνεία αξίζει και το παιχνίδι μεταξύ χρωμάτων και σκιών στο πίσω μέρος της σκηνής.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Σφενδόνη, είδα ένα άγνωστο κείμενο, βαθιά εξομολογητικό, απολογιστικό, συναισθηματικά φορτισμένο, που θίγει ευαίσθητες χορδές της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης. Ο λόγος και η μνήμη που ξυπνά με αυτόν, φλερτάρει και διεγείρει το νου και την καρδιά του θεατή σε ένα δυναμικά και έξυπνα σκηνοθετημένο μονόλογο, όπου δεσπόζει ένα καλαίσθητο συμβολιστικό σκηνικό και η εξαιρετικά δουλεμένη ερμηνεία της πρωταγωνίστριας. Μια ιδιαίτερη θεατρική πρόταση από μια ηθοποιό-εργάτη στην υπηρεσία του καλού θεάτρου.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.