Ο ΞΕΝΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

Ο ΞΕΝΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.0/5 rating 1 vote

Το έργο του Αλμπέρ Καμύ με τίτλο "Ο Ξένος" σκηνοθετεί στη σκηνή του Θεάτρου 104 ο Δημήτρης Τσιάμης. Πρόκειται για ένα από τα γνωστότερα κείμενα του κορυφαίου Γάλλου συγγραφέα και διανοητή, γραμμένο το 1942, το οποίο στο σημερινό του ανέβασμα συνδιαλέγεται σκηνικά με το "Μύθο του Σίσυφου", ένα δοκίμιο του ίδιου συγγραφέα που εκδόθηκε την ίδια χρονιά. Πρόκειται για την ιστορία του Μερσώ, ενός αντιήρωα ο οποίος είναι καταδικασμένος σε θάνατο για το φόνο ενός Άραβα, αρνείται να πει ψέμματα και στη μοναχική του πορεία προς το θάνατο, έρχεται αντιμέτωπος με όλα τα ερωτήματα ενός ανθρώπου για τη ζωή και το βαθύτερο νόημά της. Ο πυρήνας της θεματικής του έργου είναι πολυεπίπεδος και αναπτύσσει παράλληλα, αλλά διακριτά τη θνητότητα, τη μητέρα, το χρόνο, την ευτυχία, τη δικαιοσύνη, την ηθική, τον έρωτα, το παράλογο και την ατομική εξέγερση μέσα από μια φιλοσοφική προέκταση, αλλά και ένα ωμό ρεαλισμό. Ο ήρωας γίνεται ένας παρίας της κοινωνίας, ξένος γι' αυτήν, ενώ στην πορεία της αναζήτησης της ουσίας της ζωής, διερωτάται, διερευνά και εν τέλει υιοθετεί μία πιο διαυγή και αντικειμενική οπτική, αποκαθηλώνοντας τις συμβάσεις και τη συνήθεια. Τα ερωτήματα για τη ζωή, το θάνατο, την ύπαρξη είναι διαχρονικές και πάγιες αναζητήσεις των στοχαστών του δυτικού πολιτισμού και εξακολουθούν να είναι επίκαιρα και βασανιστικά και στη σημερινή εποχή. Η αμφισβήτηση μπορεί να οδηγήσει στη γνώση μέσα από την ανατροπή του κατεστημένου, ώστε ο άνθρωπος να πλησιάσει την προσωπική λύτρωση. Η δραματουργική επεξεργασία του κειμένου ανήκει στο σκηνοθέτη.

Ο Δημήτρης Τσιάμης σκηνοθετεί την παράσταση προσπαθώντας να συνδυάσει το μύθο του Σίσυφου με την πραγματικότητα του Μερσώ, να αποτυπώσει με ακρίβεια τις πτυχές της προσωπικότητας του ήρωά του και να διατηρήσει αυτούσια τη φιλοσοφία του κειμένου, κάνοντάς το κατανοητό προς το θεατή στον οποίο απευθύνεται. Ο λόγος διατηρείται απλός, αλλά πολυσήμαντος, λιτός και περιεκτικός στον πυρήνα μεγάλων και προαιώνιων αναζητήσεων, αλλά με δομή και συμβολισμούς. Έχει στοιχεία αφήγησης, αλλά τα εμπλουτίζει με στοχασμό και δράση και οι ρόλοι του έργου δεν αντιστοιχούν μονοσήμαντα ανά ηθοποιό, αλλά εναλλάσσονται με τον καθένα να προσθέτει το προσωπικό του στοιχείο στο παζλ των χαρακτήρων. Ο χρόνος της αφήγησης παρελθοντικός, αλλά με διαλείμματα παρόντος, τα γεγονότα δεν έχουν πάντα χρονική συνέχεια, αλλά μπλέκονται μεταξύ τους, σε ένα σκηνικό λιτό, με τους βράχους να παραπέμπουν απευθείας στο μύθο του Σίσυφου και στον προσωπικό γολγοθά του καθενός. Η ένταση του λόγου, έρχεται να προστεθεί στην ένταση του παραγόμενου συναισθήματος, με τους ηθοποιούς να καταφέρνουν να επικοινωνήσουν άμεσα με την πλατεία και να την παρασύρουν στη δίνη των δημιουργικών αναζητήσεων της σκέψης των ηρώων. Η ατμόσφαιρα του έργου διατηρεί ένα μυστικισμό και ο ρυθμός του δημιουργεί μια εσωτερική αγωνία για την κατάληξη της συλλογιστικής του Μερσώ. Η κίνηση που συνοδεύει το λόγο έχει μια τελετουργική επαναληπτικότητα, όπως και η ιστορία, η πραγματικότητα και τα διδάγματά της. Η ενέργεια των σωμάτων δείχνει να έρχεται από τη γη και να καταλήγει σε αυτή. Ο σκηνοθέτης επιλέγει να μη δώσει ξεκάθαρες απαντήσεις στην παράσταση (όπως άλλωστε και ο λόγος του Καμύ), αλλά να αφήσει το νου να πλανηθεί, να αναζητήσει και να βρει μόνος του τις απαντήσεις.

Οι τρεις ηθοποιοί που συμμετέχουν στην παράσταση (Γεράσιμος Μιχελής, Μιχάλης Οικονόμου, Κλεοπάτρα Μάρκου) δεν έχουν μοναδιαίους χαρακτήρες καθ' όλη τη διάρκεια του έργου. Εναλλάσσονται σε αυτούς, "ενδύονται" διαφορετικές αποχρώσεις τους, ο καθένας προσθέτει τις προσωπικές του πινελιές, αλλά είναι συντονισμένοι, αλληλοσυμπληρώνονται και έδειξαν να έχουν δουλέψει με λεπτομέρεια το ψυχολογικό υπόβαθρο των χαρακτήρων που κλήθηκαν να αποδώσουν. Ο Γεράσιμος Μιχελής, ανέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της σκηνικής απεικόνισης του Μερσώ, υπήρξε ο κινητήριος μοχλός της σκέψης και της φιλοσοφικής αναζήτησης και πολλές φορές τον ένιωσα να λειτουργεί ως πραγματικό κάτοπτρο της νόησης του ίδιου του συγγραφέα και της ενδελεχούς καταγραφής της, ο Μιχάλης Οικονόμου είχε την άνεση να ενσαρκώσει με πληρότητα και σαφήνεια πολλούς μικρότερους χαρακτήρες, πλάθοντας τον καθένα με διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση και προσωπικότητα, ενώ η Κλεοπάτρα Μάρκου στο ρόλο της Μαρί, ένιωσα να έχει μια πηγαία εσωτερικότητα, ένα λυρισμό και μια ευαισθησία στην ερμηνεία της, εκπροσωπώντας επάξια τη γυναίκα. Αν και ο καθένας καταθέτει προσωπικά στοιχεία ερμηνείας στη σκηνή, έχουν μια έντονη αίσθηση και εσάνς ομάδας συμπαγούς, άρτιας και προσεκτικά δουλεμένης.

Η σκηνογραφία ήταν του Γιάννη Θεοδωράκη και θύμισε έντονα ζωγραφικό πίνακα νεκρής φύσης, μέσα στον οποίο κινήθηκαν οι ηθοποιοί και ταυτίστηκε απόλυτα με την αφαιρετική σκηνοθετική οπτική της παράστασης. Η ενδυματολογική προσέγγιση της Βασιλικής Σύρμα ήταν γήινη, προσγειωμένη και σε απόλυτη επαφή με την καθημερινή πραγματικότητα. Η μουσική του Λάμπρου Πηγούνη είχε ατμοσφαιρικότητα και βάθος και έδωσε ανάσες στην εξέλιξη της ιστορίας. Η κίνηση της Ελένης Χατζηγεωργίου είχε μια τελετουργική επαναληπτικότητα, ήταν συχνά αργή και συμβολική και συνόδεψε αρμονικά την εκφορά του λόγου και τα νοήματά του. Τέλος οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη συνέβαλαν τα μέγιστα στη μυστικιστική ατμόσφαιρα του έργου.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του 104, είδα μια παράσταση που βασίστηκε στο κείμενο ενός από τους κορυφαίους Ευρωπαίους στοχαστές και έγινε το ψηφιδωτό της σκέψης του και των αναζητήσεών του. Με ελάχιστα κενά διαστήματα, με μια σκηνοθετική οπτική που κράτησε την ουσία του λόγου, την εμπλούτισε με λυρισμό, εικόνες και συμβολισμούς και θέλησε να ρίξει φως στις σκοτεινές και ταραγμένες πτυχές του μυαλού του ανθρώπου, αλλά και με σχεδόν υποδειγματικές ερμηνείες που υπερασπίστηκαν στο έπακρο αυτή την προσέγγιση, τροφοδότησε δημιουργικά τη σκέψη του θεατή και δημιούργησε στο τέλος της σαιζόν μια καθ' όλα αξιόλογη και αξιοπρεπή πρόταση για θεατρική έξοδο.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.