Ο ΚΑΡΑΦΛΟΜΠΕΚΑΤΣΟΣ ΚΑΙ Η ΣΠΥΡΙΔΟΥΛΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 26/03/2018 10:25
Το έργο της Λένας Κιτσοπούλου με τίτλο "Ο Καραφλομπέκατσος και η Σπυριδούλα" σκηνοθετεί στο Θέατρο Σταθμός ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος. Η παράσταση βασίζεται σε δύο ξεχωριστά διηγήματα της συγγραφέως, τον "Καραφλομπέκατσο" και τη "Σπυριδούλα" που βρίσκονται στη συλλογή με τίτλο "Το Μάτι του Ψαριού", που δημοσιεύθηκε τον Απρίλιο του 2015. Και οι δύο ήρωες ζουν στο σήμερα, είναι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, θα μπορούσαν να είναι οποιοσδήποτε ή οποιαδήποτε από εμάς. Έχουν τις φοβίες και τις ανασφάλειές τους και προσπαθούν να τις κουμαντάρουν και να ζήσουν με αυτές. Προσπαθούν να ξεφύγουν από τις συμβάσεις και την καταπίεση της καθημερινότητας και να αρχίσουν να ονειρεύονται και πάλι. Ο Καραφλομπέκατσος είναι ο Δημήτρης Καραόλης, ένας άγνωστος πενηντάρης μουσικός, ο οποίος πρόσφατα άλλαξε σπίτι, αποφασίζοντας να πάρει τον πλήρη έλεγχο της ζωής του, ή τουλάχιστον προσπαθεί να πείσει τον εαυτό του ότι θα το κάνει. Βρέθηκε σε ένα ανακαινισμένο παλιό τριάρι και περιφέρεται ανάμεσα στις κούτες που ακόμα δεν έχει αδειάσει και σε ένα πιάνο. Εγκλωβισμένος στα συναισθηματικά του αδιέξοδα, προσπαθεί να απαντήσει με κάποια "διότι" στα ερωτήματα της ζωής του, ξεγυμνώνοντας έτσι το σώμα και τη ψυχή του. Οι λέξεις είναι αυτές που τον κρατάνε στο χείλος του μπαλκονιού του, φλερτάροντας εξίσου με τη ζωή και το θάνατο. Εκεί, με τη συνοδεία της ανοιχτής παλάμης και του αναθέματος του γείτονα και με θεατές ένα πλήθος κάτω στο δρόμο και την πρώην γυναίκα του στο μπαλκόνι της απέναντι πολυκατοικίας θα γράψει μία τελευταία παρτιτούρα. Η Σπυριδούλα πάλι είναι η προσωποποίηση της ζήλιας, που πλήττει και ταλαιπωρεί το γιο ενός συντηρητικού στρατιωτικού, το Γιώργο, ο οποίος είναι χορτοφάγος, δεν αισθάνεται ποθητός και αρρενωπός και βιώνει την εγκατάλειψη από τον κύριο Άρη (στενό φίλο του πατέρα του) που αγαπά με πάθος και ο οποίος τον άφησε για μια κοντή. Το τραγούδι της είναι μια κραυγή απελπισίας, ένα ρεσιτάλ απόγνωσης και προσπάθειας να βρει κάποιο στήριγμα, μία ελπίδα. Στο σπίτι του πατέρα του, το προσκλητήριο γάμου του κυρίου Άρη, θα γίνει το εφαλτήριο να ακουστούν αλήθειες, να έρθουν στο φως κρυμμένα μυστικά και η αρχή μιας προσπάθειας να αποτινάξει από πάνω του το στίγμα της κοινωνικής και ερωτικής απόρριψης και να συμβιβαστεί με το σώμα του, αλλά και με τον τον εαυτό του γενικότερα. Και οι δύο χαρακτήρες ισορροπούν σε μία τρίχα, τόση είναι η απόσταση μεταξύ της πτώσης στο απόλυτο κενό και της επιβίωσης.
Ο Κωνσταντίνος Μάρκελλος σκηνοθετεί την παράσταση ισορροπώντας ανάμεσα στο χειμαρρώδη και συχνά παραληρηματικό λόγο της Κιτσοπούλου και στην ένταση του εκλυόμενου από αυτόν συναισθήματος, επιδιώκοντας μέσω της ταύτισης του θεατή με τα αδιέξοδα των δύο αυτών σύγχρονων αντι-ηρώων, τη βαθύτερη κατανόηση της ευαίσθητης και ταραγμένης ψυχολογίας τους. Οι χαρακτήρες διαφορετικοί και διακριτοί, αλλά εδράζουν τους φόβους και τις αδυναμίες τους στην ίδια απελπισία και την ίδια αίσθηση προδοσίας και εγκατάλειψης, που αποτελεί την αφορμή του ξεσπάσματός τους. Ο λόγος παρά τη σκληρότητα ή ίσως και την κυνικότητά του, έχει μια αυθεντικότητα, μια ευθύτητα, μια ειλικρίνεια και δείχνει να εκπορεύεται από την ψυχή των δύο. Ακόμα και μέσα από καθημερινές κοινοτοπίες, δε μοιάζει κενός, αλλά αιτιολογεί πλήρως τις κορυφώσεις του. Η σκηνοθετική ματιά, αντιλαμβανόμενη τη δυναμική του, τον αφήνει να κατακλύσει το θεατή, αλλά τραβά έγκαιρα το χαλινάρι ώστε να μην τον αποπροσανατολίσει και τον οδηγήσει σε αδιέξοδο. Δίπλα στο λόγο πλάθει εικόνες, αποτυπώνει συναισθήματα και καταστάσεις, τον καλεί να αναγνωρίσει στοιχεία του εαυτού του και αποδομεί την ταραγμένη ψυχολογία των ηρώων, χωρίς να την κριτικάρει ή να την απορρίπτει. Έχει αμεσότητα, έχει ρυθμό, έχει εναλλαγές και κρατά σε υψηλά επίπεδα το ενδιαφέρον του θεατή, έχοντας για συνοδοιπόρο το απρόβλεπτο, αλλά και μια προοδευτική αποκάλυψη κάποιων λεπτομερειών που συνθέτουν το ψυχολογικό παζλ των ηρώων.
Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης είναι ο Καραφλομπέκατσος, ο μουσικός που μετακόμισε πρόσφατα και επιζητά μια καινούργια αρχή. Ωμός, ρεαλιστικός στα όρια της κυνικότητας, δείχνει χαμένος σε ένα πνευματικό και ψυχολογικό κυκεώνα που δεν του αφήνει πολλά περιθώρια διαύγειας. Θέλει να ξεφύγει από αυτά που τον ταλαιπώρησαν μια ζωή, αλλά δείχνει αδύναμος. Χωρίς αναστολές, αλλά και χωρίς όνειρα πηγαινοέρχεται στη σκηνή σαν κουρδισμένος, σε πλήρη σύγχυση, προσπαθώντας να διακρίνει που τον οδηγεί η ζωή. Χειμαρρώδης, συχνά με βιτριολικό χιούμορ, είναι μία εξαιρετική αρσενική απεικόνιση του χαοτικού σύμπαντος της συγγραφέα. Αθυρόστομος, ανασφαλής, βαθιά τραυματισμένος από τις προηγούμενες εμπειρίες του, είναι τόσο γνήσιος και τόσο αυθεντικός που θέλοντας και μη ταυτίζεσαι σα θεατής μαζί του.
Η Ελένη Στεργίου ερμηνεύει τη Σπυριδούλα και άμα τη εμφανίσει της ανεβάζει τις εντάσεις της εικόνας στη σκηνή. Σα ντίβα μεγάλης λαϊκής πίστας γίνεται ένα οπτικοακουστικό υπερθέαμα, αλλά μέσα από το τραγούδι, τη δύναμη και το πάθος, νιώθεις έντονο το παράπονο, ένα λυγμό που κρύβεται ακριβώς κάτω από την επιφάνεια και περιμένει την ευκαιρία να γίνει κραυγή. Δείχνει μετέωρη ανάμεσα στη θηλυκή εμφάνιση και στα αρσενικά θέλω που καταπιέζονται. Ένα διχασμένο εγώ, ένα πικρά χαμογελαστό πρόσωπο που ψάχνει τις εσωτερικές του ισορροπίες και δείχνει εγκλωβισμένο σε λάθος σώμα. Και καταφέρνει να μας μεταδώσει με μία αφοπλιστική αμεσότητα, ατόφια, όλη αυτή την εσωτερική αγωνία και την αποσύνθεση ενός φθαρτού σαρκίου, όπου όμως το πνεύμα και η ψυχή παραμένουν ζωντανά, έχουν απαιτήσεις και επιζητούν τη λύτρωση.
Τα σκηνικά του Γιώργου Βαφιά (κατασκευή Γαβριήλ Τσακλίδης), κρύβουν πολλές (ευχάριστες) εκπλήξεις, είναι απόλυτα λειτουργικά και ειδικά στο δεύτερο μέρος αποτελούν ένα εξαιρετικά χρήσιμο εργαλείο στη ροή της παράστασης. Τα κοστούμια του ίδιου κινούνται με άνεση και ευελιξία από την απόλυτη καθημερινότητα στην περίπτωση του Καραφλομπέκατσου, μέχρι την υπερπαραγωγή στην περίπτωση της Σπυριδούλας.
Η μουσική του Γιώργου Κασαβέτη δίνει πολύτιμες ανάσες στη ροή του λόγου, ενώ οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα δείχνουν να φωτίζουν τα εσώψυχα των ηρώων και να τα φέρνουν με δυναμισμό και ζωντάνια στην επιφάνεια.
Η επιμέλεια της κίνησης ανήκε στο Βαγγέλη Πιτσιλό και αποτέλεσε έναν ακριβή σκηνικό αντικατοπτρισμό της εύθραυστης ψυχολογίας των ηρώων.
Εξαιρετικό το μακιγιάζ της Ήρας Μαγαλιού.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Σταθμός, είδα δύο σύγχρονα κείμενα, δεμένα σε μία παράσταση, με δύο αντι-ήρωες της διπλανής πόρτας. Η σκηνοθεσία έντυσε το χειμαρρώδη και συχνά παραληρηματικό λόγο με ένταση, συναίσθημα, αυθεντικότητα και συντριβή. Διατήρησε το πικρό χιούμορ του και ανέδειξε την ανθρώπινη διάσταση των λέξεων και των ιστοριών.
Οι ηθοποιοί άφησαν ο καθένας το δικό του ερμηνευτικό του αποτύπωμα στο έργο, δίνοντας ένα προσωπικό ρεσιτάλ και υπογραμμίζοντας την ανατρεπτική άβυσσο των χαρακτήρων. Μία από τις πιο ιδιαίτερες αλλά εξαιρετικά ποιοτικές προτάσεις της φετινής θεατρικής σαιζόν.