Ο ΗΛΙΘΙΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 11/06/2018 10:26
Το πασίγνωστο μυθιστόρημα του Ρώσου Φιόντορ Μιχαήλοβιτς Ντοστογιέφσκι "Ο Ηλίθιος" (Идиот), σκηνοθέτησε στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου του Πειραιά ο Νίκος Διαμαντής. Γραμμένο το 1869, σε μία από τις πιο δημιουργικές (συγγραφικά) περιόδους του συγγραφέα, καταγράφει την ιστορία του πρίγκηπα Μίσκιν, ο οποίος επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη, μετά από απουσία του στην Ελβετία, για τη θεραπεία της επιληψίας από την οποία πάσχει. Οι περισσότεροι παρερμηνεύουν την έμφυτη αθωότητα και πραότητά του, θεωρώντας τον ηλίθιο, με αποτέλεσμα να τον απαξιώνουν και να τον χλευάζουν για τη συμπεριφορά του αυτή. Μόλις όμως κληρονομεί μία μεγάλη περιουσία, γίνεται γρήγορα κοινωνικά αποδεκτός, με τις αντιδράσεις και τα λόγια του να γίνονται το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, εξακολουθώντας να προκαλεί αντικρουόμενες σκέψεις και αντιδράσεις. Μπλέκεται σε έρωτες, ζήλιες, προσωπικές ίντριγκες, αλλά σε όλα απαντά με εκδήλωση καλοσύνης, αγάπης και αυτοθυσίας. Ένα κείμενο εν πολλοίς αυτοβιογραφικό, που κρύβει πολλά προσωπικά ερωτηματικά και υπαρξιακά αδιέξοδα του συγγραφέα, με τα οποία μπολιάζει τον κεντρικό του ήρωα, προτρέποντας ουσιαστικά τον αναγνώστη να μπει στην ψυχολογία του και να τα κατανοήσει. Τη μετάφραση και τη διασκευή του έργου έκαναν οι Αντώνης και Κωνσταντίνος Κούφαλης. Το έργο αν και είχε ροή, ένιωσα να αντιμετωπίζει κάποια μικρά προβλήματα στην απόδοση κάποιων λογοτεχνικών φράσεων σε μία σύγχρονη ελληνική θεατρική γλώσσα.
Ο Νίκος Διαμαντής αναλαμβάνει τη σκηνοθετική επιμέλεια ενός δύσκολου εγχειρήματος, καθώς κάποια κείμενα παρουσιάζουν μεγάλες δυσκολίες στο να μεταφερθούν στο σανίδι και να διατηρήσουν στο μέγιστο δυνατό βαθμό τα νοήματα και το βάθος τους. Ο λόγος έχει έντονους συμβολισμούς και ψυχολογικές προεκτάσεις τέτοιες που να αγγίζει την παραβολή. Οι ηθογραφικοί υπαινιγμοί του συγγραφέα είναι υπεράνω χρόνου και κοινωνικού πλαισίου και μπορούν να σταθούν σε οποιοδήποτε χωροχρονικό πλαίσιο. Η μεταμόρφωση του μυθιστορηματικού λόγου σε θεατρικό και η συμπόρευσή του με την εικόνα προϋποθέτει προσεκτικούς χειρισμούς για να υπάρχει ισορροπία και να συλλειτουργούν. Στην παράσταση ένιωσα συχνά τη ζωντάνια του λόγου να φθίνει . Η έντασή του δεν είχε παλμό, δεν είχε εσωτερικό πάθος και τον συνόδευαν ανέκφραστα πρόσωπα και στυλιζαρισμένη κίνηση χωρίς σαφήνεια και προσανατολισμό, αφήνοντάς τον μετέωρο και χωρίς άμεση επικοινωνία με το θεατή. Παρόμοια μονοπάτια ακολούθησαν αναπόφευκτα ο ρυθμός και η ροή του έργου, παρουσιάζοντας σημαντικά σκαμπανεβάσματα και κοιλιές. Τα "εξωπραγματικά" στοιχεία του κεντρικού ήρωα δε διερευνήθηκαν διεξοδικά, αλλά μόνο επιφανειακά, με την αντιπαραβολή θεμελιωδών διπόλων όπως αγάπη-μίσος, αλήθεια-ψέμα, ανεξικακία-ζήλια και τη σκιαγράφηση ενός σχεδόν βιβλικού χαρακτήρα να έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τους γεμάτους πάθη, αδυναμίες και αδιέξοδα συνδαιτημόνες του. Οι συγκρούσεις και οι ανταγωνισμοί (ερωτικοί και κοινωνικοί) των χαρακτήρων είχαν συχνά διαφορετικές ερμηνευτικές προσεγγίσεις, εντάσεις που δε συντονίζονταν και μία σχηματικότητα που οδηγούσε ενίοτε σε σχεδόν πλήρη έλλειψη συναισθήματος.
Ο Πέτρος Φιλιππίδης στο ρόλο του πρίγκηπα Μίσκιν, αν και απείχε ηλικιακά από τον ήρωα του Ντοστογιέφσκι, στάθηκε αρκετά κοντά στο πνεύμα και τον ψυχισμό του. Απέδωσε με σαφήνεια την εσωτερική απλοϊκότητα του ομώνυμου ήρωα και την έλλειψη υστεροβουλίας της ψυχής και των πεπραγμένων του, χωρίς να χρειαστεί να καταφύγει σε κάποια εμφανή μανιέρα. Κάποιες φορές δεν απέφυγε αχρείαστους "λυγμούς" στη φωνή του και μία υποτονική εκφορά του λόγου σε μονολόγους του, αλλά εκμεταλλεύθηκε την εμπειρία του για να δομήσει τη σκέψη του χαρακτήρα του και να αναδείξει τη γνησιότητα της αθωότητάς του, ενώ απέφυγε την αυτοπροβολή.
Η Μαρία Κίτσου ερμήνευσε τη Ναστάζια Φιλίπποβνα, μια ωραία γυναίκα που μοιραία έχει καθοριστικό ρόλο στη ζωή των ανδρών που την πολιορκούν. Σε κάποιες σκηνές δεν απέφυγε την πεπατημένη και την προβλεψιμότητα, βαδίζοντας σε ασφαλή, αλλά "άψυχα" μονοπάτια, τα οποία είχαν φωνητική ένταση, αλλά όχι και την εσωτερική συναισθηματική φλόγα που θα τα υποστήριζε και θα τα συμπλήρωνε. Παρ' όλα αυτά στη σκηνή που κάνει μια αυτοκριτική αναδρομή στο παρελθόν της, δίνει και πάλι διαπιστευτήρια του πλούσιου ταλέντου και των πραγματικών της ικανοτήτων.
Ο Γιάννης Στάνκογλου υποδύθηκε τον Παρφιόν Ραγκόζιν, ο οποίος έχει ερωτική εμμονή με τη Ναστάζια Φιλίπποβνα και κάνει τα πάντα για να την αποκτήσει. Φύσει τυχοδιωκτικός και διεκδικητικός τύπος, ο λόγος του είχε την αρμόζουσα ένταση και χροιά, αλλά δεν είχε πάντα την ερωτική σπίθα και το συναισθηματικό πείσμα που χρειαζόταν ο ρόλος, ενώ και η κίνησή του είχε δισταγμούς και σκηνική αμηχανία. Προς το τέλος επανέκτησε τον έλεγχο του ήρωά του και η τελευταία του σκηνή ήταν από τις καλύτερες της παράστασης.
Ο Ιωάννης Παπαζήσης έπαιξε τον Ιππόλυτο Τερέντιεφ και ήταν απόλυτα συνεπής στη μηδενιστική φιλοσοφία του χαρακτήρα του, τον οποίο ερμήνευσε συνδυάζοντας έναν πυρετικά παραληρηματικό λόγο με μία διαρκώς παλλόμενη κίνηση. Η θυελλώδης είσοδός του στην αρχή του δεύτερου μέρους ανέβασε τις εντάσεις του έργου, αλλά ένιωσα ότι σκηνοθετικά δεν αξιοποιήθηκε όσο θα μπορούσε.
Η Λένα Παπαληγούρα ήταν η Αγλαΐα Ιβάνοβνα, η κόρη της οικογένειας Επάντσιν, η οποία κατάφερε να συνδυάσει την κοριτσίστικη αθωότητα με τη γυναικεία συνείδηση των θέλω της ηρωίδας της. Και όλα αυτά με μία ερμηνευτική απλότητα και συγκέντρωση στο ρόλο της.
Ο Γιώργος Κωνσταντίνου στο ρόλο του στρατηγού Επάντσιν, κάπως υποτονικός στο λόγο του, έμοιαζε χωρίς προσανατολισμό και σκηνική στήριξη.
Η Γιώτα Φέστα ως Λιζαβέτα Επάντσινα, σύζυγος του στρατηγού, ήταν σκιά του εαυτού της, άνευρη και χωρίς ερμηνευτικό σφυγμό, με ένα διαρκή, αλλά αναίτιο σαρκασμό, οδηγώντας την ηρωίδα της στην καρικατούρα.
Ο Στάθης Μαντζώρος στο ρόλο του Γαβρίλ Αρνταλιόνοβιτς, ερωτικού ανταγωνιστή του Ραγκόζιν στη διεκδίκηση της Ναστάζια Φιλίπποβνα, ήταν άχρωμος και δε με έπεισε καμία στιγμή ούτε για τις προθέσεις, αλλά ούτε και την κατανόηση του χαρακτήρα του.
Ο Γιώργος Δεπάστας ως Λουκιάν Τιμοφέγεβιτς και ο Χάρης Χιώτης ως Κόλια Αρνταλιόνοβιτς, συμπλήρωσαν το ερμηνευτικό παζλ της παράστασης με μικρή και υποστηρικτική παρουσία στη ροή του έργου, χωρίς να προσθέσουν σε αυτή κάτι σημαντικό ή ουσιαστικό. Συμμετείχε ζωντανά η χορωδία Libro Coro.
Το σκηνικό της Λιλής Πεζανού, υπερβολικά μινιμαλιστικό και αφαιρετικό για μία τόσο μεγάλη σκηνή, άφησε το χώρο γυμνό, ενώ η χωροταξία των παλετών που χρησιμοποίησε ήταν ασαφής και χωρίς να οριοθετεί σωστά την είσοδο και έξοδο των ηθοποιών στο χώρο.
Τα κοστούμια της ίδιας είχαν καλές εμπνεύσεις, αλλά και κάποιες πιο μέτριες, αλλά γενικά δεν αποσυντόνισαν την προσοχή του θεατή από τα επί σκηνής τεκταινόμενα.
Η μουσική του Μίνωα Μάτσα δεν άφησε κάποιο στίγμα στη μνήμη, έντυσε μόνο επαρκώς με νότες τις εντάσεις και τις συγκρούσεις των χαρακτήρων.
Οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ φώτισαν δεξιοτεχνικά και με λεπτές αποχρώσεις τους χαρακτήρες, τις συγκρούσεις, αλλά και τη συντριβή τους.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, είδα μία εκ προοιμίου δύσκολη προσπάθεια θεατρικής προσαρμογής ενός κλασικού κειμένου, η οποία μπερδεύτηκε στην πορεία και έχασε τον προσανατολισμό της, ενώ δεν έδειξε να έχει σαφή και ευδιάκριτο σκηνοθετικό στόχο. Ο ρυθμός δεν κατάφερε να αποτυπώσει το βάθος και την έκταση των συμβολισμών και των μηνυμάτων του έργου. Οι ερμηνείες είχαν καλές, αλλά και άτυχες στιγμές, με το θίασο να μη δείχνει πάντα συντονισμένος, ο λόγος συχνά να πλανιέται μετέωρος στο χώρο και να υπάρχουν συχνά δύο ερμηνευτικές ταχύτητες στη ροή της παράστασης.