Ο ΓΙΟΣ | ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τετάρτη, 12/02/2020 14:04
Το πανανθρώπινο, ευαίσθητο έργο «Ο ΓΙΟΣ», του πολυβραβευμένου Γάλλου θεατρικού συγγραφέα Φλοριάν Ζελλέρ, σκηνοθετεί ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, σε μετάφραση Κοραλίας Σωτηριάδου, στην Κεντρική Σκηνή του θεάτρου του Νέου Κόσμου.
Πρόκειται για μία σύγχρονη τραγωδία, την τρίτη κατά σειρά, μιας άτυπης τριλογίας, μαζί με τον «Πατέρα» και τη «Μητέρα» που έχουν ήδη προηγηθεί. Ο συγγραφέας σκιαγραφεί με επίγνωση την αδυναμία κατανόησης και επικοινωνίας, την αντίδραση και τους χειρισμούς των μελών μιας διαλυμένης οικογένειας, στην επικίνδυνη θέα της σκοτεινής εφηβικής ψυχασθένειας, η οποία, δυστυχώς, ακόμη θεωρείται θέμα ταμπού, τόσο για τον ασθενή όσο και για τους οικείους του. Με ακριβείς χειρισμούς, δίχως επικριτική διάθεση και διδακτισμό, ο Ζελλέρ ανατέμνει τον αχαρτογράφητο χαρακτήρα και την ψυχική κατάρρευση ενός έφηβου αγοριού, το οποίο εκλιπαρεί μάταια για ουσιαστική βοήθεια, αλλά τελικά δεν κατορθώνει να βγει αλώβητο από το ψυχολογικό αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται. Σαφείς απαντήσεις και λύσεις δεν δίνονται από τον συγγραφέα, παρά μόνο σπέρνει τον σπόρο για γόνιμη σκέψη και προβληματισμό.
Οι ήρωες του έργου, κωμικοί και συγχρόνως βαθιά τραγικοί, αδυνατούν να δουν την αλήθεια κατάματα και να την αποδεχτούν, όσο συντριπτική κι αν είναι. Μία σαρωτικά υπόκωφη δυστυχία πλανάται διαρκώς στην ατμόσφαιρα και όσο κι αν ισχυρίζονται ότι «όλα καλά θα πάνε», τελικά αποδεικνύεται ότι μόνο η αγάπη δεν αρκεί για να φέρει το επιθυμητό γι' αυτούς αποτέλεσμα. Η παντελής άγνοια και ο στρουθοκαμηλισμός συμβάλλουν καθοριστικά στο αναπόφευκτα θανάσιμο «ρουά ματ» της ιστορίας.
Η υπόθεση αφορά τον 17χρονο, ψυχολογικά διαταραγμένο Νικολά, ο οποίος έχει ακινητοποιηθεί συναισθηματικά μετά το οδυνηρό διαζύγιο των γονιών του. Έχει καταθέσει τα «όπλα» και αισθάνεται τη ζωή σαν βάρος, λέγοντας διαρκώς ψέματα στους γονείς του και θεωρώντας το σχολείο τελευταία προτεραιότητά του, αφού το έχει παρατήσει εδώ και τρεις μήνες. Προτιμά να κάνει ατελείωτες βόλτες στα πάρκα για να καθαρίζει το μυαλό του αντί να προετοιμάζεται για τις σχολικές του εξετάσεις. Η συγκατοίκηση με τη μητέρα του Άννα είναι πλέον ανυπόφορη, καθώς εκείνη, τσακισμένη από τον απρόσμενο χωρισμό της, δεν είναι σε θέση να αφουγκραστεί τα προβλήματά του. Αποφασίζει, λοιπόν, να κάνει ένα νέο ξεκίνημα μετακομίζοντας στο σπίτι του πατέρα του Πιέρ, ο οποίος έχει ξαναφτιάξει τη ζωή του, αποκτώντας και έναν δεύτερο γιο με τη σύντροφό του, Σοφία. Τα πράγματα όμως εξακολουθούν να μην πηγαίνουν «καθόλου καλά», παρά τις φιλότιμες προσπάθειες της νέας του οικογένειας που αποδεικνύονται φρούδες.
Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος πλάθει μία ρεαλιστική «φέτα ζωής» ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες και το πνεύμα του συγγραφέα. Αναδεικνύει την τραγικότητα της ιστορίας φωτίζοντας λεπτομερώς τα πορτρέτα των ηρώων του. Μολονότι η ροή της παράστασης είναι αργή και η διάρκειά της παρατεταμένη, εντούτοις δεν αποτελούν τροχοπέδη για την καλλιτεχνική της αξία και δυναμική. Μέσω δεκαεπτά κινηματογραφικών δομημένων σκηνών, κλιμακώνεται βαθμιαία η κοινωνική διάσταση της τραγωδίας, όπου κυριαρχούν η γραμμική αφήγηση, η απλή καθημερινή γλώσσα με κατά τόπους ελλειματικό λόγο, το λεπτό χιούμορ, το πυκνό συναίσθημα, συστατικά που το ανάγουν σε «λιτό έργο ποιητικού ρεαλισμού».
Η σαφής μετάφραση της Κοραλίας Σωτηριάδου αποδεικνύεται το κατάλληλο εργαλείο για να ακουστεί σωστά το κείμενο.
Τα λειτουργικά, μινιμαλιστικά σκηνικά της Ευαγγελίας Θεριανού συνδράμουν αποτελεσματικά στην κινηματογραφική αίσθηση που δημιουργείται. Δυο συρόμενοι, λευκοί τοίχοι διασαφηνίζουν τα σπίτια των χωρισμένων γονιών, οι οποίοι μετακινούνται διακριτικά στο σκοτάδι, προετοιμάζοντας κάθε φορά τον θεατή για την επόμενη θεατρική πράξη.
Η Βασιλική Σύρμα ντύνει τους ήρωες με σύγχρονα ρούχα, ταιριαστά στην ψυχοσύνθεση, την ηλικία και την κοινωνική θέση του καθενός, τα οποία έχει κωδικοποιήσει χρωματικά.
Οι καίριες φωτιστικές δημιουργίες του Σάκη Μπιρμπίλη εγκιβωτίζουν την επώδυνη πραγματικότητα σε κάθε επεισόδιο.
Η υποβλητική, πρωτότυπη μουσική του Σταύρου Γασπαράτου ενισχύει την κορύφωση του δράματος.
Εύστοχη η συνεισφορά της Σεσίλ Μικρούτσικου στην επιμέλεια της κίνησης.
Αναμφίβολα, οι ερμηνευτικές «κορυφογραμμές» του έργου είναι ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος στον ρόλο του τραγικού πατέρα και ο Δημήτρης Κίτσος στον ρόλο του τραγικού γιου, επισκιάζοντας τα γυναικεία πρόσωπα της παράστασης, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι δεν ανταποκρίνονται σωστά στον πυρήνα των ρόλων τους.
Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος αποτυπώνει με ακρίβεια, ειλικρίνεια και πληθωρικότατη σκηνική άνεση τον πολυεπίπεδο και πολυδιάστατο ρόλο του τραγικού πατέρα «Πιέρ» που θέλει έναν γιο κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσή του, προσυπογράφοντας το μοιραίο εν αγνοία του. Μεγαλουργεί σωματοποιώντας την ευρεία γκάμα των συναισθηματικών του διακυμάνσεων σε όλη τη διάρκεια του έργου. Στο πρόσωπό του καθρεφτίζεται ο φόβος, η ενοχή, η αδυναμία, η υπεροψία, η αμφιβολία, η άρνηση, η αυτοπεποίθηση, η μανία, η ελπίδα, η απελπισία. Αναμφίβολα, πρόκειται για ρεσιτάλ ερμηνείας από τον σπουδαίο μας ηθοποιό.
Ο μπερδεμένος «Νικολά» του φερέλπιδα Δημήτρη Κίτσου σκιαγραφείται με αδρές εσωτερικές γραμμές εκφραστικότητας, χωρίς ίχνος υπερβολής, πλαστουργώντας ευέλικτα και πειθαρχημένα το προφίλ ενός ψυχικά άρρωστου παιδιού. Ο αποστασιοποιημένος έφηβος γιος βιώνει έναν απροσδιόριστο πανικό εν όψει ενηλικίωσης και παραμένει άλυτο αίνιγμα για τους γονείς του μέχρι το φινάλε. Παραιτημένος, άβουλος, αμέτοχος εκπέμπει σήματα sos στην οικογένειά του, που δυστυχώς εθελοτυφλεί και δεν μπορεί να τον κατανοήσει ουσιαστικά.
Η Δέσποινα Κούρτη ερμηνεύει την «Άννα», τη μητέρα του Νικολά πειστικά, αν και ορισμένες εξάρσεις της είναι ιδιαιτέρως άβολες. Πρόκειται για μία λεπτεπίλεπτη περσόνα, εγκλωβισμένη στους δικούς της δαίμονες, ανυπεράσπιστη, μελαγχολική, κατακερματισμένη με χαμηλή αυτοεκτίμηση. Αδυνατεί να ανταπεξέλθει σαν μάνα δίπλα στον «φωτεινό της ήλιο», τον γιο της και συντηρείται με ευτυχισμένες οικογενειακές αναμνήσεις του παρελθόντος.
Στον αντίποδα, η Άννα Καλαϊτζίδου χτίζει τον στέρεο χαρακτήρα της «Σοφίας», της νέας συντρόφου του Πιέρ, με ευθυβολία, επιβλητικότητα και αυτοπεποίθηση. Είναι το τρίτο μάτι της υπόθεσης, ο άνθρωπος που αξιολογεί την κατάσταση με ψυχραιμία και προσπαθεί να εξισορροπεί στο οικογενειακό δράμα, ώστε να μην διακυβεύεται η προσωπική της ευτυχία και η ηρεμία της δικής της οικογένειας.
Ο Γιώργος Μακρής, στον ρόλο του, ως «γιατρός», αποτυπώνει με συνέπεια τη λογική φωνή της επιστήμης και ο σιωπηλός «νοσοκόμος» του Θοδωρή Κουτσουκανίδη εκτελεί πιστά το καθήκον του.
Συμπερασματικά, η παράσταση κρούει τον κώδωνα του κινδύνου τονίζοντας μία μεγάλη αλήθεια και θέτοντας προσωπικά ερωτήματα στον καθένα. «Ο ΓΙΟΣ» ξεπερνάει τον πυρήνα της οικογένειας και αποκτά κοινωνική διάσταση. Τα όρια εφηβείας και κατάθλιψης είναι σαφώς δυσδιάκριτα και παρακινδυνευμένα. Η έλλειψη επικοινωνίας και η μη αποδοχή του προβλήματος δυσχεραίνει περισσότερο την έκρυθμη κατάσταση. Η παράσταση ολοκληρώνει το πορτρέτο των οικογενειακών ρόλων με τρόπο γόνιμο και εποικοδομητικό που συνταράζει και δημιουργεί μία ατμόσφαιρα βιωματικά οικεία στους θεατές, δικαιώνοντας τη σπουδαιότητα αυτής της θεατρικής συνθήκης.