Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ | ΚΡΙΤΙΚΗ

Ο ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗΣ | ΚΡΙΤΙΚΗ


4.5/5 κατάταξη (6 ψήφοι)

Το έργο του Ουκρανού θεατρικού συγγραφέα Νικολάι Βασίλιεβιτς Γκόγκολ (Мико́ла Васи́льович Го́голь) "Ο Επιθεωρητής" (Ревизор) σκηνοθετεί για δεύτερη χρονιά στο θέατρο Tempus Verum ο Γιώργος Παπαγεωργίου. Γραμμένο το 1836 σατιρίζει τις αδυναμίες της τσαρικής κρατικής μηχανής, τη χαλαρή ηθική των λειτουργών της και την επικρατούσα κοινωνική διαφθορά. Σε μια μικρή επαρχιακή πόλη της Ρωσικής αυτοκρατορίας κυκλοφορεί η είδηση ότι επίκειται η άφιξη ενός επιθεωρητή από την Πετρούπολη, ο οποίος θα φτάσει ινκόγκνιτο για να ελέγξει τους τοπικούς άρχοντες και τον τρόπο άσκησης της εξουσίας τους. Την ίδια χρονική στιγμή έχει καταφτάσει στην πόλη -και έχει εγκατασταθεί στο πανδοχείο της- ένας κατώτερος δημόσιος υπάλληλος, ο Χλεστιακόφ, με τον υπηρέτη του. Φαντασμένος, με καλούς τρόπους, καλοντυμένος, αλλά απένταρος, προσπαθεί να φτάσει στο πατρικό του στο Σαρατόφ. Ο έπαρχος και οι τοπικοί άρχοντες περνούν τον Χλεστιακόφ για τον επιθεωρητή και ο πρώτος τον καλεί στο σπίτι του να τον φιλοξενήσει για να κερδίσει την εύνοιά του και να εξαγοράσει τη σιωπή του για όποιες παρασπονδίες έχει κάνει. Αυτός αντιλαμβάνεται γρήγορα ότι μπορεί να εκμεταλλευτεί στο έπακρο την παρεξήγηση γύρω από το πρόσωπό του, οπότε τρώει, πίνει και κοιμάται δωρεάν, αποσπά χρήματα απ' όλους για να μην αποκαλύψει δήθεν τα κακώς κείμενα και φλερτάρει σχεδόν φανερά τόσο με τη γυναίκα, όσο και την κόρη του επάρχου. Σε μία, μάλιστα, ερωτική του έξαρση τάζει γάμο στην κόρη, η οποία μαζί με την οικογένειά της αρχίζουν να ονειρεύονται τη μεγάλη ζωή στην Πετρούπολη. Ο Χλεστιακόφ συνειδητοποιώντας ότι μάλλον το παράκανε και η απάτη του κινδυνεύει να αποκαλυφθεί, φεύγει από την πόλη τάχα για το πατρικό του και υπόσχεται να επιστρέψει σε λίγες μέρες για τα περαιτέρω. Τη διασκευή και τη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου ανέλαβαν ο σκηνοθέτης και ο Πάνος Παπαδόπουλος.

Ο Γιώργος Παπαγεωργίου σκηνοθετεί την παράσταση, δίνοντας έμφαση στον σατιρικό χαρακτήρα του λόγου, δημιουργώντας μια παιχνιδιάρικη διάθεση γύρω από τους ήρωες, χωρίς να παραλείπει όμως και τον κοινωνικό σχολιασμό στα κακώς κείμενα του κράτους και των λειτουργών του. Το κείμενο είναι παλιό, αλλά τα νοήματά του παραμένουν διαχρονικά και επίκαιρα, καθώς έχουν να κάνουν με την κεντρική διοίκηση, την εξουσία και τον τρόπο άσκησής της. Πάνω σε αυτή τη βάση στήνεται μια παράσταση που δανείζεται στοιχεία από τη φαρσοκωμωδία, το μιούζικαλ, μια ερωτική ιστορία εποχής κι εντάσσει όλα τα επιμέρους στοιχεία στον συνολικό στόχο να παρουσιαστεί μία δροσερή και σημερινή προσπάθεια που να έχει λόγο ύπαρξης και κοινό να απευθυνθεί. Οι χαρακτήρες είναι σαφείς και διακριτοί, έχουν συναισθήματα και όνειρα και αναζητούν ένα καλύτερο αύριο. Με στοιχεία αφέλειας, αλλά και κουτοπονηριάς μας εισάγουν στο παρόν τους και παράλληλα γινόμαστε μάρτυρες των φαντασιώσεων και των κρυφών επιθυμιών τους. Η αφήγηση δεν είναι στεγνή και βαρετή, αλλά εμπλουτίζεται με κωμικές παρεμβολές, ζωντανές παρεμβάσεις με νότες και τραγούδια από τον επί σκηνής μουσικό και τον θίασο, θεατράλε κίνηση και σπιρτόζικο ρυθμό. Οι εναλλαγές των εικόνων είναι γρήγορες, το φαρσικό στοιχείο δημιουργεί μια ευφρόσυνη περιρρέουσα ατμόσφαιρα, χωρίς όμως να απουσιάζει η κριτική ματιά και η νοσταλγική διάθεση (χαρακτηριστικό παράδειγμα το τραγούδι του Χλεστιακόφ για την Πετρούπολη) ενώ ο θίασος που απαρτίζεται από νέα και ταλαντούχα παιδιά υποστηρίζει με ενθουσιασμό το εγχείρημα. Αυτά που μου έλειψαν στην παράσταση είναι η αιχμηρότητα της κοινωνικής κριτικής για κακώς κείμενα που συναντούμε ακόμα και σήμερα στην καθημερινότητά μας και η ένταση της αίσθησης του ανεκπλήρωτου μέσα στην οποία βουλιάζουν οι ήρωες του Γκόγκολ. Το σύνολο όμως αυτών που παρακολουθεί ο θεατής στη σκηνή είναι αρκετό για να βιώσει μια σύγχρονη ματιά στην ουσία του έργου και μια φρέσκια κι εύστοχη σκηνοθετική προσέγγιση.

Ο Πάνος Παπαδόπουλος κρατά τον ρόλο του Χλεστιακόφ, τον κατώτερο κρατικό υπάλληλο που οι κάτοικοι της πόλης και οι κεφαλές της συγχέουν με τον Επιθεωρητή. Το παίξιμό του έχει μια νεανική ορμή και αμεσότητα, χωρίς όμως να χάνει το μέτρο, ο λόγος του έχει έναν καταιγιστικό ρυθμό, ενώ η κίνησή του όλη την επιτηδευμένη αβρότητα που θα έπρεπε να συνοδεύει τον ήρωά του. Είναι σαρκαστικός όταν χρειάζεται να πείσει για την ιδιότητά του και δείχνει να χειρίζεται υποδειγματικά τους κανόνες του φλερτ.
Ο Θανάσης Ζερίτης υποδύεται τον Έπαρχο, καταφέρνοντας να αποδώσει πολύ πειστικά όλη την κουτοπονηριά του επαρχιώτη τοπικού άρχοντα, αλλά κι έναν ονειροπόλο οικογενειάρχη που επιθυμεί το καλύτερο για τους δικούς του ανθρώπους. Δημιούργησε ένα "ανθρωπάκι", το οποίο έχει όμως μια πληθωρική παρουσία στη σκηνή, εξαιρετικές κωμικές στιγμές, χωρίς να υστερεί στις πιο "πικρές" του (όπως όταν ολόκληρη η οικογένεια περιμένει μάταια την επιστροφή του Χλεστιακόφ).
Ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος ήταν ο υπηρέτης του ψευδοεπιθεωρητή, η φωνή της λογικής που προσπαθεί να χαλιναγωγήσει την υπεροψία και τη σπατάλη του αφεντικού του. Σπαρταριστός στη σκηνή του τηλεφώνου, όπου κάνει διάφορες φωνούλες και προσφέρει απλόχερα το γέλιο, αλλά ταυτόχρονα λιτός και μετρημένος στη σκιαγράφηση ενός υπηρέτη που προσπαθεί να επιβιώσει συγκρατώντας τον κύριό του.
Η Μαρία Διακοπαναγιώτου ερμήνευσε τη σύζυγο του Επάρχου με μπρίο, εκρηκτικό ταμπεραμέντο (ειδικά στη σκηνή του χορού που προσπαθεί να σαγηνεύσει τον Επιθεωρητή) και έξυπνους αυτοσχεδιασμούς δίνοντας ειδικό βάρος σε μια επαρχιώτισσα που φαντασιώνεται μια πλούσια ζωή στην πρωτεύουσα.
Η Μαρία Πετεβή έπαιξε την κόρη του Έπαρχου με μία κοριτσίστικη αφέλεια κι έναν σχεδόν παιδικό αυθορμητισμό. Τη θαμπώνουν τα ψεύτικα μεγάλα λόγια του Χλεστιακόφ κι αρχίζει κι αυτή να κάνει όνειρα και σχέδια για ένα χλιδάτο μέλλον.
Ο Γιάννης Λατουσάκης παρεμβαίνει στην εξέλιξη της ιστορίας με τη μουσική του και συνοδεύει με νότες τα τραγούδια της παράστασης, αποτελώντας έτσι ενεργό κύτταρό της. Μία σφιχτή και καλοδουλεμένη ομάδα που δούλεψε πολύ και καταφέρνει να αφήσει το στίγμα της.

Τα σκηνικά της Κατερίνας Αριαννούτσου ήταν έξυπνα και λειτουργικά, θύμισαν καμαρίνι θεατρικής ομάδας με ένα υπερυψωμένο κεντρικό βάθρο όπου εξελίσσεται το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας, προσαρμόστηκαν πολύ καλά στον περιορισμένο διαθέσιμο σκηνικό χώρο και τον εκμεταλλεύθηκαν πλήρως.
Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα απέδωσαν σωστά την εποχή του έργου, ήταν κομψά και στις πιο εξεζητημένες τους λεπτομέρειες υπηρέτησαν το σαρκαστικό πνεύμα της σκηνοθετικής ματιάς.
Την κίνηση επιμελήθηκε η Μαρίζα Τσίγκα, είχε μπρίο και μια παιγνιώδη διάθεση, κλείνοντας συχνά το μάτι στον θεατή και δίνοντας ζωντάνια στον λόγο.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου εστίαζαν σωστά στους πρωταγωνιστές και τόνιζαν τις αντιδράσεις τους.
Τις εξαιρετικές κομμώσεις επιμελήθηκαν οι Talkin' Heads.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Tempus Verum, παρακολούθησα μια παράσταση ενός κλασσικού έργου, που χωρίς να χάσει την ουσία και την προβληματική του αρχικού κειμένου, η σκηνοθετική προσέγγιση του πρόσθεσε ζωντάνια, μουσική, αυτοσχεδιασμό, μια έξτρα κωμική νότα, γρήγορο ρυθμό και το έφερε σε μια φρέσκια και σύγχρονη εκδοχή που μπορεί να απευθυνθεί στο θεατή του σήμερα. Οι ηθοποιοί επιστράτευσαν το σύνολο των εκφραστικών τους μέσων και συγκρότησαν μια καλοδουλεμένη ομάδα που κατέθεσε ενέργεια και ταλέντο στη σκηνή. Μου έλειψε λίγο το "πικρό" στοιχείο του ανέφικτου της γραφής του Γκόγκολ, αλλά αυτό δε μειώνει την αποτελεσματικότητα της θεατρικής αυτής πρότασης, που θα αρέσει στο θεατή.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.