Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΓΕΛΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 03/06/2019 10:20
Το μυθιστόρημα του Γάλλου συγγραφέα και ποιητή Βίκτωρος Ουγκώ (Victor Marie Hugo) "Ο Άνθρωπος που Γελά (L' Homme Qui Rit)" σκηνοθετεί στη σκηνή του Ρεξ για το Εθνικό Θέατρο ο Θοδωρής Αμπαζής. Δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1869, δύο χρόνια πριν την εξέγερση της Παρισινής Κομμούνας και λαμβάνει χώρα στο Λονδίνο των αρχών του 18ου αιώνα, όπου η κοινωνική διαστρωμάτωση μεταξύ αριστοκρατίας και κοινού λαοείναι έντονη. Ο Ούρσους έχει ένα θεατρικό μπουλούκι από "στιγματισμένους" καλλιτέχνες του δρόμου, το Χόμο που δε μιλά, την Ντέα που είναι τυφλή και τον Γκουίνπλεν που το πρόσωπό του είναι σημαδεμένο με ένα μόνιμο χαμόγελο. Μεταξύ των δύο νεαρών αναπτύσσεται ένας παθιασμένος έρωτας, ενώ στην αντίπερα όχθη η δούκισσα Ζοζιάνα βαριέται στη σχέση της με το Λόρδο Ντέιβιντ. Βλέποντας μια παράσταση του μπουλουκιού, αισθάνεται σεξουαλική διέγερση από τον Γκουίνπλεν και τον διεκδικεί. Από ένα παράξενο παιχνίδι της τύχης αποκαλύπτεται ότι ο πραγματικός αριστοκράτης (νόθος γιος και κληρονόμος του τίτλου του πατέρα του) είναι ο σημαδεμένος καλλιτέχνης και όχι ο Ντέιβιντ που είναι δευτερότοκος γιος. Μόλις βρίσκεται σε θέση ισχύος ο Γκουίνπλεν στη Βουλή των Λόρδων καταγγέλλει την κοινωνική ανισότητα, αλλά αντιμετωπίζει την αναλγησία των υπόλοιπων και την πλήρη περιφρόνησή τους, ενώ και η Ζοζιάνα τον εγκαταλείπει όταν της υποδεικνύουν ότι πρέπει να τον παντρευτεί. Η μετάφραση είναι της Ντορέτας Πέππα και δεν είχε κενά, ενώ η διασκευή και το λιμπρέτο ήταν της Έλσας Ανδριανού.
Ο Θοδωρής Αμπαζής στη σύνθεση του μουσικού μέρους και το σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης, τονίζει από τη μία την ταξική άβυσσο της εποχής μεταξύ αριστοκρατίας και κοινού λαού, δίνοντας το έντονο πολιτικό στίγμα του έργου, αλλά εμβαθύνει και στις προσωπικές ιστορίες των χαρακτήρων προβάλλοντας τις ανθρωπιστικές τους διαστάσεις. Η μουσική, τα τραγούδια και η πρόζα εναλλάσσονται δίνοντας έντονο χαρακτήρα μιούζικαλ στην παράσταση, χωρίς όμως να χάνεται η στιβαρότητα του κειμένου και η αποτελεσματικότητα των μηνυμάτων του. Υπάρχουν και μικρότερες γέφυρες αφήγησης (με τη σαγηνευτική, στιβαρή και εξαιρετικής άρθρωσης φωνή του Θανάση Παπαγεωργίου), οι οποίες προωθούν την εξέλιξη της πλοκής και δίνουν το πολιτικοκοινωνικό στίγμα της εποχής. Η πληθώρα των χαρακτήρων τους οποίους επιχειρεί να συστήσει και να κάνει οικείους στο κοινό ο σκηνοθέτης, ειδικά στο πρώτο μέρος λειτούργησε συχνά εις βάρος του ρυθμού του έργου και της δραματουργικής του εξέλιξης, δίνοντας μια αίσθηση χαοτική, ενώ στο δεύτερο οι ισορροπίες αποκαταστάθηκαν και η ροή έγινε απρόσκοπτη, με την παράσταση να μην παρουσιάζει κοιλιές, να κάνει σαφέστερα τα νοήματά της κι έντονες τις κορυφώσεις της. Αντίστοιχα λεπτομερέστερη ήταν και η ψυχογράφηση των κεντρικών ηρώων και η εμβάθυνση στις ιδιαιτερότητες της ψυχοσύνθεσής τους. Αδυναμία θεωρώ και τη δυσκολία να παρακολουθήσω ως θεατής κάποια λόγια από τα τραγούδια, αν κι ευτυχώς οι στιγμές αυτές ήταν λίγες. Οι μουσικές συνθέσεις ήταν ανήσυχες, ψαγμένες και απέφυγαν ήχους στερεοτυπικούς και εύκολες μελωδίες, εμμένοντας σε πιο σύνθετες φόρμες και ακολουθώντας τις συναισθηματικές και ψυχολογικές μεταπτώσεις των ηρώων του έργου. Στα μεγάλα ατού της παράστασης συμπεριλαμβάνεται και η εξαιρετική υποστήριξη της σκηνοθετικής οπτικής από το σκηνικό, τα κοστούμια και τα πολύ ατμοσφαιρικά φώτα, καθώς και την εξαιρετική μουσική διδασκαλία του χορού των ηθοποιών και την υποδειγματική χορογράφησή τους.
Ο Αιμιλιανός Σταματάκης στο ρόλο του Γκουίνπλεν προσθέτει στην καθαρότητα και τη δυναμική της φωνής του και μια ώριμη σκηνική παρουσία. Χωρίς υπερβολές αποτυπώνει εξαιρετικά τόσο την αρχική απελπισία ενός κοινωνικού παρία, αλλά και ένα αγνό ιδεαλισμό στη σκηνή του στη Βουλή των Λόρδων, στην πιο (ίσως) ουσιαστική του ερμηνεία των τελευταίων χρόνων.
Ο Σπύρος Τσεκούρας είναι ένας στιβαρός και βαθιά ανθρώπινος Ούρσους. Καθαρή άρθρωση και μεστός λόγος, σίγουρα πατήματα στη σκηνή, δημιουργεί ένα γνήσιο θεατρίνο, που έχει αγωνία για το μέλλον και δεν μπορεί να ξεπεράσει τη μελαγχολία του εφήμερου της δουλειάς του.
Η Εβελίνα Παπούλια παίζει την πανούργα, ίσως κακομαθημένη και σίγουρα κυνική Ζοζιάνα που βαριέται εύκολα και διασκεδάζει να παίζει με τους άντρες και τους ανθρώπους γενικότερα. Μακριά από ευκολίες και τηλεοπτικές νόρμες, έχει μπρίο, φλογερό ταμπεραμέντο, ένταση, σαρκασμό, δίνοντας μία απόλυτα συνεπή και ολοκληρωμένη ερμηνεία.
Ο Κώστας Κορωναίος υποδύεται το δαιμόνιο Μπαρκιλφρέντο, ο οποίος ακούει και βλέπει τα πάντα και τα χρησιμοποιεί για ίδιον όφελος και την κοινωνική και οικονομική του ανέλιξη. Δίνει υποδειγματικές κωμικές ανάσες στην εξέλιξη του έργου και είναι απολαυστικά δολοπλόκος στη ροή του.
Ο Δαυίδ Μαλτέζε ήταν ο Λόρδος Ντέιβιντ, ένα τυπικό δείγμα ευγενή που περιφρονεί το λαό κι έχει συνηθίσει να παίρνει ότι ζητάει. Είχε στέρεη φωνή, με μέταλλο, ένταση και πάθος στο τραγουδιστικό κομμάτι του ρόλου του, ενώ στην πρόζα είχε κάποιες αμήχανες στιγμές όπου δε συνεργάστηκε πολύ καλά με τη Ζοζιάνα.
Η Μαρία Δελετζέ ερμήνευσε την Ντέα, την τυφλή αγαπημένη του Γκουίνπλεν και μέλος του μπουλουκιού. Η φωνή της σαγηνευτική και με μεγάλες δυνατότητες, ενώ και στην πρόζα δημιούργησε μια τρυφερή και εύθραυστη ηρωίδα, η οποία όμως στο δεύτερο μέρος περνάει σε εντελώς δεύτερη μοίρα.
Ο Διονύσης Βερβιτσιώτης στο ρόλο του μουγκού Χόμο είναι μια επιβλητικά σιωπηρή παρουσία στη σκηνή, δεμένη με τα υπόλοιπα μέλη του μπουλουκιού και εξαιρετικός στις μελωδίες που παίζει με το βιολί του.
Ο χορός των "πάνω" (λόρδους, κόμητες και άλλους αριστοκράτες) και των "κάτω" (απλός, φτωχός λαός) απαρτίζεται από τους Πάρι Θωμόπουλο (Λόρδος Τζον, Βαρόνος Γκρανβίλ και Νίκλας Άνγκλερ), Παναγιώτη Παναγόπουλο (Λόρδος Μαουντάγκιου, βαρόνος του Χάλιφαξ και Μάθιου Μπάντζερ), Θανάση Ακοκκαλίδη (Λόρδος Σέιμουρ, Βαρόνος Κόνγουει και Κατς Ντίκυ), Θανάση Βλαβιανό (Λόρδος Κριστόφ, Βαρόνος Μπάρναρντ και Χιούγκο Φιντλ), Βαγγέλη Ψωμά (Λόρδος Λέβεσον, Βαρόνος Γκόουερ και Φρανκ Κένκρακερ), Νέστορα Κοψιδά (Λόρδος Τζόρτζ, Βαρόνος του Ντέβον και Ρόουλ Σίμπλετον), Ελένη Μπούκλη, (Λαίδη Αλθέα, Βαρόνη του Χέρβεϊ και Χόλυ Φάσεκ), Ελίτα Κουνάδη (Λαίδη Σάρλοτ, Δούκισσα του Ντεβονσάιρ και Αν Μπέλλυ), Τζωρτζίνα Δαλιάνη (Μόλλυ Πρατς), Αρετή Πασχάλη (Λαίδη Καρολάιν, Βαρόνη του Γκέρνσεϊ και Τζέιν Άγκτεϊλ), Νέλη Αλκάδη (Λίλυ Γουάιτ), Λυδία Τζανουδάκη (Κάθυ Σίμπλετον), Δήμητρα Χαριτοπούλου (Σάρλοτ Μπολντ) και Αντιγόνη Δρακουλάκη (Κλερ Μπάντζερ) και δημιούργησαν ένα σύνολο χάρμα ιδέσθαι τόσο φωνητικά, όσο και κινητικά, συμβάλλοντας ουσιαστικά στη συνολική αισθητική της παράστασης.
Ο Θανάσης Παπαγεωργίου συμμετέχει φωνητικά στην αφήγηση, ενώ η μουσική παίζεται ζωντανά στη σκηνή υπό τη διεύθυνση του Θοδωρή Κοτεπάνου (ο οποίος είναι και στο πιάνο), με τη Σοφία Ευκλείδου στο τσέλο, το Γιάννη Αναστασάκη στην ηλεκτρική κιθάρα, το Θάνο Πολυμενέα-Λιοντήρη στο μπάσο και τον Ιάκωβο Παυλόπουλο στα κρουστά.
Το σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη πολυεπίπεδο και απόλυτα λειτουργικό, εκμεταλλεύθηκε πολύ έξυπνα όλο το διαθέσιμο χώρο της (ούτως ή άλλως) μεγάλης σκηνής, της έδωσε βάθος και δημιούργησε υποχώρους που υπηρέτησαν εξαιρετικά τις εικόνες που έπλασε ο σκηνοθέτης.
Τα κοστούμια της Νίκης Ψυχογιού αποτύπωσαν σωστά το χρονικό πλαίσιο στο οποίο διαδραματίζεται το έργο και απέδωσαν σωστά τις χαώδεις διαφορές της αριστοκρατίας και του λαού.
Η μουσική διδασκαλία της Μελίνας Παιονίδου ήταν για άλλη μια φορά υποδειγματική και απόλυτα αρμονική για το αυτί του θεατή, ενώ η χορογραφία της Αγγελικής Στελλάτου δουλεύτηκε στη λεπτομέρεια και αξιοποίησε στο έπακρο τις δυνατότητες των ηθοποιών που απάρτισαν το "χορό".
Οι φωτισμοί του Νίκου Σωτηρόπουλου δημιούργησαν μια εξαιρετικά υποβλητική ατμόσφαιρα, έπαιξαν δημιουργικά με τις σκιές και αποτέλεσαν ατού για τη γενικότερη αισθητική της παράστασης. Ιδιαίτερη μνεία αξίζουν οι μάσκες της Φωτεινής Γεωργίου που έδωσαν ανάγλυφα το ανάλγητο πρόσωπο της εξουσίας, ενώ οι περούκες του Χρόνη Τζήμου ήταν πιστές στην εποχή του έργου.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Ρεξ, παρακολούθησα μία παράσταση ενός εξόχως πολιτικού έργου του Βίκτωρος Ουγκώ, που παρόλο που διασκευάστηκε σε μιούζικαλ δεν έχασε το σπουδαίο νόημά του, διερευνώντας ταυτόχρονα ενδιαφέροντα μουσικά μονοπάτια. Στο πρώτο μέρος υπήρξε σε κάποιες σκηνές μια κάπως χαοτική αμηχανία στη δραματουργική ροή του έργου, ενώ και κάποια νοήματα ίσως χάθηκαν στην τραγουδιστική τους μεταφορά. Η αδυναμία αυτή αποδεικνύεται πρόσκαιρη, καθώς οι ισορροπίες αποκαθίστανται, ανεβάζει στροφές και απογειώνει το θεατή, τόσο ως εικόνα, όσο και ως λόγος. Φωνητικά και κινητικά η ομάδα του χορού είναι υποδειγματική, σε συνδυασμό με τους πολύ μεστούς και δυνατούς πρωταγωνιστικούς ρόλους, την υποβλητική ατμόσφαιρα και την εξαιρετική σκηνική επιμέλεια του χώρου .