Ο ΑΗ ΒΑΣΙΛΗΣ ΕΙΝΑΙ ΣΚΕΤΗ ΛΕΡΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 21/11/2016 12:54
Το έργο "Ο Αη Βασίλης είναι σκέτη λέρα" διασκευάζουν και σκηνοθετούν στο Θέατρο Βέμπο, οι Μιχάλης Ρέππας και Θανάσης Παπαθανασίου.
Γράφτηκε το 1979 από τη Ζοσιάν Μπαλασκό και μια ομάδα πέντε ακόμα ηθοποιών, οι οποίοι σκέφτηκαν να ανεβάσουν μία παράσταση, όπου ο καθένας θα έχει τη συγγραφική ευθύνη του ρόλου του. Έτσι το όλο εγχείρημα ολοκληρώθηκε κατά τη διάρκεια των προβών και στάθηκε ιδιαίτερα επιτυχημένο. Ο Πιερ και η Τερέζ είναι μέλη της οργάνωσης "Η Ζωή είναι γλυκιά", η οποία υποτίθεται υποστηρίζει ψυχολογικά ανθρώπους που θέλουν να τερματίσουν τη ζωή τους. Την παραμονή των Χριστουγέννων εμπλέκονται με τη Ζορζέτ, τον Φέλιξ, τη μαντάμ Νταγκαλάκοβα και το Ζαν Ζακ, οι οποίοι, ο καθένας για τους δικούς του λόγους, βρίσκονται στα γραφεία της οργάνωσης. Οι ιστορίες τους εμπλέκονται με τρόπο κωμικό και δημιουργούν ένα αταίριαστο μεν, αλλά δυναμικό σύνολο και δημιουργούνται διάφορα ευτράπελα στιγμιότυπα και γεγονότα.
Το δίδυμο Ρέππας-Παπαθανασίου ανέλαβαν και τη σκηνοθεσία της παράστασης, δίνοντας έμφαση στο συνδυασμό κωμικού μομέντουμ των ηθοποιών και του κειμένου. Επέλεξαν να δημιουργήσουν στιγμιότυπα, στα οποία με την κωμική αλληλεπίδραση των ηθοποιών, προσπάθησαν να οξύνουν την κωμική χροιά του λόγου και να τον προσαρμόσουν στις ανάγκες της παράστασης. Αυτά διαδεχόμενα το ένα το άλλο, δεν είχαν πάντα σωστή σύνδεση και συνέχεια και συχνά έμοιαζαν το καθένα να επιπλέει ξεχωριστά από το άλλο, με αποτέλεσμα να προκύπτει ένα αποσπασματικό θέαμα, το οποίο άλλοτε τραβούσε και άλλοτε όχι, το ενδιαφέρον του θεατή. Αντίστοιχα το γέλιο ήταν και αυτό αποσπασματικό και βασίστηκε κυρίως στο προσωπικό ταλέντο των ηθοποιών και όχι σε μια κεντρική ιδέα ή προσαρμογή ή συνολική προσπάθεια. Πολλές από τις κωμικές ατάκες είναι αφελείς και ανέμπνευστες και δεν περνούν στην πλατεία, με το κοινό να μην αντιδρά, παραμένοντας παθητικός δέκτης.
Έτσι χάνεται το συνολικότερο στοίχημα του έργου και μένουν μόνο κάποιες λίγες στιγμές να υπενθυμίζουν στους θεατές, το είδος του θεάματος που παρακολουθούν. Το δεύτερο μέρος ειδικά μοιάζει με ακυβέρνητο καράβι, χωρίς ειρμό, χωρίς συνέχεια και χωρίς ρυθμό, με αποτέλεσμα το τέλος να έρχεται σα λύτρωση για τον κουρασμένο και πελαγωμένο θεατή.
Ο Φώτης Σεργουλόπουλος κρατά το ρόλο του Ζαν Πιερ, του ενός υπαλλήλου του υποστηρικτικού οργανισμού και παρόλο που δείχνει να έχει πρόθεση να προσφέρει στο συνολικό αποτέλεσμα, δεν τον βοηθούν ούτε οι ατάκες του, ούτε η εκφορά του λόγου του. Γρήγορα χάνει την όποια διάθεσή του και στο δεύτερο μέρος η παρουσία του είναι μάλλον διεκπεραιωτική.
Η Άννα Κουρή είναι η συνάδελφος του Ζαν Πιερ και δείχνει κολλημένη σε τηλεοπτικά στερεότυπα άλλων εποχών. Έτσι δεν μπαίνει σχεδόν καθόλου στο πνεύμα του έργου και δεν έχει συνεργασία με το υπόλοιπο καστ. Ο Χρήστος Σιμαρδάνης υποδύεται τον τραβεστί Ζαν Ζακ και είναι ίσως ο μόνος, ο οποίος δείχνει να έχει δουλέψει το ρόλο του και συνδυάζει κίνηση, λόγο και έκφραση προσώπου για να προκαλέσει γέλιο και μια ευφρόσυνη διάθεση στο κοινό. Δυστυχώς είναι ελάχιστες οι στιγμές όπου υπάρχει υποστήριξη είτε από το κείμενο, είτε από τον υπόλοιπο θίασο, ώστε να βγουν ολοκληρωμένες κάποιες κωμικές σκηνές από τον πολύ καλό ηθοποιό.
Ο Κώστας Ευριπιώτης στο ρόλο του Φέλιξ-Αη Βασίλη, είναι ο έτερος ηθοποιός που δείχνει να προσπαθεί για το τελικό αποτέλεσμα και βασιζόμενος κυρίως στο προσωπικό του ταλέντο και κάποια σκηνικά απρόοπτα, προκαλεί γέλιο και εκμεταλλεύεται τις όποιες καλές στιγμές του κειμένου. Δεν αποφεύγει κάποιες υπερβολές και ενίοτε ο ρόλος γίνεται ελαφρώς καρικαρτούρα, αλλά διασώζεται (μαζί με τον Σιμαρδάνη) από το γενικότερο ναυάγιο.
Η Σοφία Βογιατζάκη έπαιξε τη Ζορζέτ, πιστή στο τηλεοπτικό της προφίλ και χωρίς να μπορεί να ξεφύγει από μια βαρετή και μονότονη μανιέρα, δεν έδωσε τίποτε που να μπορεί να αξιοποιηθεί στην παράσταση, πέρα από αδιάφορα αστεία.
Η Τζόυς Ευείδη ήταν η μαντάμ Νταγκαλάκοβα, ένας τύπος Ρωσίδας ξεπερασμένος εξ'ορισμού, πολυφορεμένος, με προβλέψιμες και ανέμπνευστες ατάκες, η οποία δεν καθοδηγήθηκε για να ανανεώσει το ρόλο και να του δώσει ένα κάποιο νόημα και ειδικό βάρος.
Ο Χρήστος Ζαχαριάδης συμπλήρωσε με μία σύντομη παρουσία το καστ.
Τα σκηνικά του Ιούλιου Τζιάτα μοντέρνα και σχετικά χρηστικά, αλλά περιόρισαν λίγο την κινητικότητα των ηθοποιών, ενώ τα κοστούμια της Παναγιώτας Κοκκορού, με μία δόση κιτς έδωσαν κάποιες κωμικές νότες στους χαρακτήρες.
Οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου γενικοί και χωρίς να έχουν ενεργή συμμετοχή στη δημιουργία ατμόσφαιρας στην παράσταση.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Βέμπο είδα μια παράσταση, η οποία στη διασκευή της από τη γαλλική πραγματικότητα, έχασε τη λάμψη της.
Η σκηνοθεσία αποσπασματική και χωρίς έμπνευση δεν καθοδήγησε σωστά τους ηθοποιούς με αποτέλεσμα τα όποια καλά στιγμιότυπα να είναι εξαιρετικά μεμονωμένα και να προκύπτουν μόνο από κάποιες προσωπικές προσπάθειες και χωρίς ομαδική υποστήριξη. Από τις άτυχες στιγμές του διδύμου Ρέππα-Παπαθανασίου.