Ο ΑΔΑΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΡΑΦΡΩΝ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Τρίτη, 06/02/2018 14:52
Το θεατρικό έργο του Αυστριακού Τόμας Μπέρνχαρντ (Thomas Bernhard) "Ο Αδαής και ο Παράφρων" (Der Ignorant und der Wahnsinnige) σκηνοθετεί στο Θέατρο Πορεία ο Γιάννος Περλέγκας. Γραμμένο το 1972, έκανε πρεμιέρα τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς στο Φεστιβάλ του Salzburg. Αυτός είναι ο τρίτος κύκλος παρουσίασης της παράστασης μετά το επιτυχημένο πέρασμά της από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου και το Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης.
Μία ντίβα της όπερας ετοιμάζεται να βγει στη σκηνή και να τραγουδήσει το "Μαγικό Αυλό" του Μότσαρτ για διακοσιοστή εικοστή δεύτερη φορά. Απηυδισμένη από τους αυστηρούς κανόνες ζωής που έχει βάλει στον εαυτό της για να είναι σε φόρμα και από τη συνεχόμενη έκθεσή της στο κοινό, αποφασίζει μετά τη σημερινή παράσταση, να ματαιώσει τις επόμενες μέχρι νεοτέρας και να αποσυρθεί με τον τυφλό πατέρα της στην εξοχή. Στα καμαρίνια την περιμένουν ο σχεδόν αλκοολικός και αρκετά φιλοχρήματος γονιός της και ένας "δόκτωρ" ιατροδικαστής, φανατικός με τις λεπτομέρειες της ανθρώπινης ανατομίας, αλλά σχετικά αδιάφορος για αρκετά θεμελιώδη ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης.
Ο καλλιτέχνης που αναζητά την τελειότητα και περιορίζει τον εαυτό του και τα υπόλοιπα θέλω της ζωής του, η εμμονική σχέση πατέρα και παιδιού και η συναισθηματική και ψυχική της ανεπάρκεια, το υπαρξιακό άγχος των ηρώων και η ιατρική σαν αποστειρωμένη επιστήμη που καταλήγει στην αποσύνθεση σώματος και πνεύματος είναι οι βασικοί θεματικοί πυρήνες του έργου, δοσμένοι όμως με ένα ιδιότυπο, αυτοσαρκαστικό, ανάγωγα αυτοχλευαστικό και συχνά βιτριολικό χιούμορ. Καταπληκτική η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, απόλυτα ακριβής, χωρίς να χάνει ούτε στιγμή τα βαθιά νοήματα του κειμένου, το σαρκασμό των λέξεων, αλλά και το χαρακτηριστικό ύφος γραφής του Αυστριακού συγγραφέα.
Ο Γιάννος Περλέγκας σκηνοθετεί την παράσταση, ισορροπώντας ανάμεσα στη λεπτομέρεια της αφήγησης, την εκκεντρικότητα των χαρακτήρων, τη μελαγχολία της ανθρώπινης ύπαρξης και ένα πικρό χιούμορ που καυτηριάζει τα κακώς κείμενα. Ο λόγος κρατά πρωταγωνιστικό ρόλο, αν και οι υπερβολικά πολλές λεπτομέρειες, κάποιες στιγμές, δημιουργούν μια προσωρινή σύγχυση στο νου του θεατή που προσπαθεί να αφομοιώσει. Αλλά το πραγματικό νόημα κρύβεται αλλού. Οι ήρωες δεν έχουν ονόματα (πλην των επιθέτων της βοηθού κι του σερβιτόρου), αλλά τονίζεται κατ' επανάληψη η ιδιότητά τους. Ο δόκτωρ, ο πατέρας, η ντίβα, η βοηθός της είναι ¨τύποι", οι οποίοι βιώνουν καταστάσεις με τρόπο απρόσωπο, στεγνό, συχνά κυνικό, με το συναίσθημα να αποτελεί πολυτέλεια. Οι ιδιότητες επικρατούν του ονόματος, της προσωπικότητας, της ιδιαιτερότητας του καθενός. Η ακτινογραφία της ψυχής του είναι πάντα παρούσα, όπως και οι φιλοσοφικές αναζητήσεις που δεν μένουν στο γενικό και το αόριστο, αλλά με αφορμή τον κάθε τύπο θέτουν ερωτήματα για την κοινωνική και συναισθηματική του ταυτότητα. Ο πολιτισμός και η τέχνη, η οικογένεια και οι δεσμοί της, η επιστήμη με τις εμμονές της μπαίνουν στο στόχαστρο και με κυνικότητα, αλλά και πικρία σχολιάζονται και σατιρίζονται. Το κωμικό κρατά από το χέρι το τραγικό (εσωτερικό και εξωτερικό) και συμπληρώνουν το ένα το άλλο. Κάποια ευρήματα όπως η προσφορά σαμπάνιας στους θεατές, η απευθείας "συνομιλία" μαζί τους με εκτός έργου σύγχρονες ατάκες, η κίνηση των ηθοποιών σε όλο το βάθος της πλατείας προσθέτουν αμεσότητα και τους προκαλεί να συμμετέχουν ψυχή και σώματι στην ουσία της. Γενικότερα είδα μια σκηνοθεσία που είχε σαφήνεια και προσανατολισμό στις προθέσεις της και αιτιολόγησε με επάρκεια τις επιλογές της.
Ο Γιάννος Περλέγκας αναλαμβάνει το δύσκολο ρόλο του δόκτορα-ιατροδικαστή. Ο λόγος του ντελιριακός, παραληρηματικός και με εμμονή στη λεπτομέρεια. Δείχνει απόλυτος γνώστης της επιστήμης του, αλλά δεν παύει να παρεμβαίνει σχολιαστικά και στην ουσία της τέχνης, στη μονομανία του πατέρα και στις ιδιαιτερότητες της σχέσης πατέρα-κόρης. Και όλα αυτά με ένταση, πάθος, αφοσίωση στο ρόλο, ένα εξωτερικό και εσωτερικό δόσιμο σε αυτόν. Κινητικός, νευρικός, δυναμικός, παθιασμένος, με χιούμορ και φαντασία, χτίζει με υπομονή και επιμονή τις δύσκολες αποχρώσεις του χαρακτήρα του, σε μία ώριμη και εξαιρετικά δουλεμένη παρουσία του στη σκηνή.
Ο Χρήστος Μαλάκης υποδύεται τον σχεδόν αλκοολικό πατέρα, που συνεχώς "ανακαλύπτει" κρυμμένα μπουκάλια ποτού, αλλά αρνείται να αντιμετωπίσει τις αδυναμίες του. Πίνει, φιλοσοφεί και οικτίρει συνεχώς τη μοίρα του. Εμφανισιακά, είναι μια περιφερόμενη καρικατούρα, βγαλμένη λες από ένα ευφάνταστο κόμικ και χρειάζεται εξάσκηση και επιμονή για να κυλιέται σα μικρός μπόγος από επιφάνεια σε επιφάνεια και να "περιφέρει" την παρουσία του. Δείχνει πειστικά και γνήσια παραδομένος στην ανία της ύπαρξής του, με μόνη του έννοια τις υλικές απολαβές και απολαύσεις. Και ανταποκρίνεται θαυμάσια στις (πολλές) ερμηνευτικές και κινητικές προκλήσεις του ρόλου του.
Η Ανθή Ευστρατιάδου είναι η ντίβα, η Βασίλισσα της Νύχτας, η οποία μαγεύει για πολλοστή φορά το κοινό της. Το τραγούδι και η τέχνη του δεν είναι απλά μέσο επιβίωσης, αλλά δείχνει να έχει μπει στο μεδούλι της ύπαρξής της, ερμηνεύοντας μελωδικά ακόμα και κάποιες ατάκες της, ενώ είναι εμφανής ο καλλιτεχνικός και ψυχικός κορεσμός της, τόσο στην κίνηση, όσο και στις εκφράσεις του προσώπου της. Δείχνει να κουβαλά την παράνοια της αυθεντίας και να λοιδωρεί την ίδια την υπόστασή της. Επιζητά την υπέρβαση και την απόδρασή της από τα στεγανά στα οποία έχει εγκλωβιστεί και τον εσωτερικό πανικό που απειλεί να τη συντρίψει. Μία πλήρης και ολοκληρωμένη ερμηνεία από μία πολύ ταλαντούχα ηθοποιό που αφήνει υποσχέσεις ότι έχει ακόμα να δώσει πάρα πολλά με τις ερμηνευτικές της δυνατότητες. Ο Ιωάννης Καπελέρης παίζει τόσο την κουτσή βοηθό της ντίβας (κυρία Φάργκο), όσο και το σερβιτόρο (Βίντερ). Η κωμική του φλέβα τον βοηθά να έχει μια άμεση επικοινωνία με το θεατή και να του παροχετεύει όλη τη λεπτή ειρωνεία των χαρακτήρων του. Έχει άνεση λόγου και κίνησης, δείχνει επικοινωνιακός και χαριτωμένος, συμπληρώνοντας επάξια το ερμηνευτικό κουαρτέτο της παράστασης. Ένιωσα κάποιες μικρές αμήχανες στιγμές, μία σχεδόν ανεπαίσθητη φόρμα, αλλά επανήλθε και ξεπέρασε τους σκοπέλους χωρίς ιδιαίτερο κόπο και χωρίς να πέσει στις παγίδες του υπερβολικού.
Ο σκηνικός χώρος διαμορφώθηκε υπό τις οδηγίες της Λουκίας Χουλιάρα και δίνει επίπεδα, είναι πολυλειτουργικός (καθώς κρύβονται μπουκάλια ποτού και κάποια δευτερεύοντα σκηνικά αντικείμενα) και εξυπηρετεί γενικά τις απαιτήσεις του έργου, αν και κάποιες στιγμές δίνει μια λανθάνουσα αίσθηση σκηνικής ασφυξίας.
Τα κοστούμια της ίδιας αποτυπώνουν με ακρίβεια τη σχέση των ηρώων με την τέχνη ή την επιστήμη και υπηρετούν ένα κρυφό σαρκασμό τόσο της εποχής, όσο και των κοινωνικών της συμβάσεων.
Ιδιαίτερη μνεία απαιτείται τόσο για τις κομμώσεις και τις περούκες (Χρόνης Τζήμος), όσο και για το μακιγιάζ (Εύη Ζαφειροπούλου), που υπογράμμισαν το γκροτέσκο των ηρώων και ενίσχυσαν την εκφραστικότητα των προσώπων τους.
Οι ήχοι και το ηχητικό τοπίο είχαν την επιμέλεια των Δημήτρη Τσούκα και Γιώργου Μιχαλόπουλου, ενώ τα βίντεο του Ιάσονα Αρβανιτάκη και ενίσχυσαν τη δυναμική του λόγου.
Άψογη η φωνητική διδασκαλία της Ευαγγελίας Καρακατσάνη.
Η κίνηση της Δήμητρας Ευθυμιοπούλου σχεδόν συνεχής, νευρική, στηρίζει απόλυτα τις εσωτερικές ανησυχίες και τη χαοτική ψυχολογία των χαρακτήρων.
Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου, προσεγμένοι στη λεπτομέρειά τους, δείχνουν να ακολουθούν υποδειγματικά τις ψυχολογικές διακυμάνσεις των ηρώων και να "φωτίζουν" τον εσωτερικό τους κόσμο.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Πορεία, είδα μια παράσταση που καταπιάστηκε με ένα δύσκολο κείμενο και κατάφερε να αναδείξει και να αξιοποιήσει τις βαθιές του αρετές. Ξεκινώντας από την υπέροχη μετάφραση, τη στοχευμένη, έξυπνη και με φαντασία σκηνοθεσία, την άρτια τεχνική υποστήριξη και με σημαντική επένδυση την κατάθεση ταλέντου και δουλειάς από τους ηθοποιούς, τόσο ατομική, όσο και ομαδική, ανέδειξε τους νοηματικούς χυμούς του έργου, έτερψε τους θεατές, δίνοντάς τους όμως και πάρα πολλές αφορμές δημιουργικού προβληματισμού. Δικαιωματικά συνεχίζει για τρίτη φορά την πορεία της στο θεατρικό γίγνεσθαι της Αθήνας.