NO MAN'S LAND - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 07/11/2016 15:21
Την παράσταση του Harold Pinter No Man's Land, είδα στην τελευταία μου εξόρμηση στο Λονδίνο, με σκηνοθέτη το Sean Matthias και πρωταγωνιστές τους Ian McKellen και Patrick Stewart. Ένα έργο χαρακτήρων, γραμμένο το 1974, που λαμβάνει χώρα στο καθιστικό ενός ευκατάσταστου σπιτιού, στο Hampstead του Λονδίνου.
Είναι πολύ αργά το βράδυ και ο Hirst, λόγιος και ποιητής έχει προσκαλέσει στο σπίτι του τον Spooner, έναν άγνωστο που τον έχει συναντήσει το ίδιο βράδυ σε μια παμπ και μοιράζονται βότκα και ουίσκι, συζητώντας μέχρι τελικής πτώσεως.
Ο πρώτος σχεδόν καταρρέει από το πολύ ποτό, ενώ στον αντίποδα, ο δεύτερος φαίνεται να αναζωογονείται από το αλκοόλ και "βομβαρδίζει τον άλλο με ερωτήσεις και σχόλια, φτάνοντας μέχρι την ερωτική του ζωή. Ο Hirst καταρρέει οριστικά και κάνουν την εμφάνισή τους οι Foster και Briggs, δύο νεαρότεροι ένοικοι του ίδιου σπιτιού, ρωτώντας τον Spooner για την ταυτότητά του και την παρουσία του εκεί.
Η επάνοδός του Hirst μετά από ξεκούραση, συνοδεύεται από μια δυσκολία του να θυμηθεί τον Spooner, ενώ οι νεότεροι άντρες βρίσκονται εκεί για να προστατεύσουν το Hirst από το κάθε κακό.
Το επόμενο πρωί βρίσκει τον Spooner σε μία καρέκλα με την πόρτα κλειδωμένη, πριν ο Briggs του φέρει πρωινό με σαμπάνια.
Ο Hirst ξεμέθυστος και ξεκούραστος επιστρέφει και υποκρίνεται ότι είναι παλιοί φίλοι και συμμαθητές με το Spooner, αρχίζοντας μία συζήτηση για κοινές ερωτικές εμπειρίες που είχαν μέχρι που ο Hirst κατηγορείται για δεσμό με τη γυναίκα του Spooner.
Με στοιχεία θεάτρου του παραλόγου, διαλόγους που είναι αιχμηροί και μπορεί να φτάνουν στα άκρα και χαρακτήρες που ακροβατούν ανάμεσα στην αβεβαιότητα και τον παραλογισμό, το έργο του Πίντερ αναδεικνύει τους πρωταγωνιστές του, μέσα από τον ίδιο το λόγο. Βρίσκονται στη χώρα του πουθενά και διαπραγματεύονται την ίδια τους την παρουσία και τη ζωή. Όπως σε όλα τα έργα του Πίντερ, η πραγματική δράση των χαρακτήρων, ποτέ δεν περιορίζεται σε ένα επίπεδο, αλλά επιδέχεται διαφορετικές ερμηνείες και προσεγγίσεις.
Ο Sean Matthias σκηνοθετεί την παράσταση αυτή και ακολουθεί το κείμενο στους δαιδάλους του, επενδύοντας στην αμφισημία του και την έλλειψη λογικής σε κάποιους διαλόγους και σκηνές. Ο κάθε ηθοποιός αναπτύσσει και εξελίσσει το χαρακτήρα του μέσα από μια διαφορετική οπτική και με διακριτό και εντελώς προσωπικό εκφραστικό τρόπο. Ανάμεσα στις δραματικές κορυφώσεις δημιουργούνται και αρκετές σκηνές με χιούμορ και μια ελαφρά πικρή ειρωνεία, είτε αυθόρμητα λόγω του πιντερικού λόγου, είτε λόγω της ερμηνείας των ηθοποιών. Είναι σε απόλυτη συνάφεια και συνοχή με το εσωτερικό δράμα των δύο μεγαλύτερων σε ηλικία ηρώων, αλλά και τη διάθεση αυτοκριτικής των δύο νεώτερων. Τίποτα δε δείχνει αταίριαστο, τίποτα δε δείχνει να μην έχει λόγο ύπαρξης, όλα δείχνουν να έχουν κοινό τελικό παρονομαστή την προσωπική εσωτερική μοναξιά και την τάση να μοιραζόμαστε σκέψεις και συναισθήματα. Ο κάθε χαρακτήρας έχει δημιουργήσει το δικό του μικρόκοσμο, έστω και με φαινομενικά σκληρό εξωτερικό κέλυφος και τελικά εξωτερικεύει και μοιράζεται τις αγωνίες και τις προσδοκίες του. Μέσα από τη συζήτηση οι κόσμοι αυτοί αλληλεπιδρούν οικοδομώντας ή αποδομώντας σκέψεις και καταστάσεις.
Ο σκηνοθέτης αφήνει περιθώρια στους ηθοποιούς ακόμα και για αυτοσχεδιασμούς, οι οποίοι είναι δυνατοί κυρίως στο πρώτο μέρος της παράστασης, όπου η θεματολογία είναι πιο χαλαρή και "ανοιχτή" σε αυθόρμητες προσθήκες. Υπάρχει μια μικρή επαναληπτικότητα στη θεματολογία του δεύτερου μέρους, αλλά αυτή καλύπτεται σχεδόν ολοκληρωτικά από τις ερμηνείες.
Ο Ian McKellen αναλαμβάνει το ρόλο του Spooner, ο οποίος έχει τις πιο προφανείς ατάκες και τους πιο "επιθετικούς" και αναλυτικούς μονολόγους του πρώτου μέρους. Βούτυρο στο ψωμί του συγκεκριμένου ηθοποιού, ο οποίος ρολάρει ανάλαφρα μεταξύ δράματος, ειρωνείας και κωμικής ατάκας, χωρίς σχεδόν να προσπαθεί, αλλά με μια φυσικότητα παροιμιώδη, λες και δε βρίσκεται σε σκηνή θεάτρου. Η έκφραση του προσώπου του και η κίνησή του μέσα στο δωμάτιο είναι επίσης σε απόλυτο συντονισμό με το λόγο, ο οποίος σε κάποιες σκηνές έχει μια κρυφή "επιθετικότητα" που μετριάζεται από την εξωτερική ηρεμία του ηθοποιού και τη σκηνική του άνεση. Παρόλη τη διαφορά στην ερμηνευτική προσέγγιση σε σχέση με το Hirst το δίδυμο μοιάζει να μπορεί να συννενοηθεί με κλειστά μάτια και να συντηρεί ζωντανή και ενδιαφέρουσα τη συζήτηση.
Ο Patrick Stewart σε ένα πιο κλειστό και εσωτερικό ρόλο, αυτόν του Hirst, κρατά έναν πιο αμυντικό, ακόμα και ουδέτερο ρόλο στο πρώτο μέρος με λιγότερες αλλά περιεκτικές ατάκες, υποδυόμενος ένα χαρακτήρα μεθυσμένης λογιότητας που προσπαθεί να ισορροπήσει μεταξύ πραγματικότητας και αλκοόλ.
Στο δεύτερο μέρος, υιοθετεί ένα πιο αποφασιστικό και σίγουρο προφίλ, αλλά διατηρεί μία κοφτή και απόλυτα ελεγχόμενη εκφορά λόγου, που του προσδίδει μια εγγενή δυναμική που δείχνει να επιβάλλεται στο περιβάλλον και τους συνομιλητές του. Οι αναζητήσεις του γίνονται μέρος μιας γενικότερης προβληματικής, πάνω στην οποία πατούν ουσιαστικά όλοι οι ήρωες.
O Owen Teale (γνωστός σε αρκετούς από το ρόλο του στο Game of Thrones) υποδυόμενος το χαρακτήρα του Briggs διατηρεί μια εξωτερική σκληρότητα, η οποία όμως αποκτά ρωγμές από τις εκφράσεις του προσώπου του, από όπου φαίνονται ενδείξεις ενός ήρωα με αδιέξοδα και έντονους προβληματισμούς. Το σκληρό περίβλημα που επιβάλλεται από το ρόλο του προστάτη του Hirst δίνει μια εμφανή μάχη με έναν εσωτερικό κόσμο γεμάτο αγωνίες και ανασφάλειες.
Ο Damien Molony παίζει το Foster, ένα λίγο πιο ήπιο χαρακτήρα από το Briggs (με τον οποίο ίσως να διατηρούν και σχέση), αλλά και πιο ευάλωτο και με μεγαλύτερες αδυναμίες. Η σιγουριά του λόγου του σε κάποιες σκηνές καταλήγει σε μια διαρκή αναρώτηση αν οι επιλογές του ήταν σωστές και μια εμφανή ανασφάλεια για το μέλλον του. Αλληλεπιδρά σε μικρότερο βαθμό με τους υπόλοιπους χαρακτήρες, αλλά η σχέση του με το Hirst δείχνει στέρεη, ειλικρινής και δυνατή.
Το σκηνικό του Stephen Brimson-Lewis παραπέμπει σε καθιστικό της δεκαετίας του '70, με κάποια πιο σύγχρονα στοιχεία, ενώ τα κοστούμια του ίδιου είναι θαρρείς βγαλμένα κατευθείαν από εκείνη τη δεκαετία με μία περιπαικτική διάθεση.
Οι φωτισμοί του Peter Kaczorowski φώτιζαν εύστοχα τους πρωταγωνιστές, τόσο στα γενικότερα όσο και στα πιο προσωπικά πλάνα, ενώ ο ήχος και η μουσική του Adam Cork δεν πρόσθεσε κάτι ιδιαίτερα ουσιαστικό στο έργο, παρά μόνο μια ευχάριστη μουσική συνοδεία στο λόγο.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Wyndham's είδα μια παράσταση με το ίδιο το κείμενο να συναγωνίζεται σε λάμψη, αλλά και ουσία τους πρωταγωνιστές του. Η σκηνοθεσία διακριτική, άφησε χώρο να αναπτυχθούν οι ηθοποιοί και να αποδώσουν τους διαλόγους ο καθένας με το δικό του τρόπο, δημιουργώντας ένα αρμονικό σύνολο με εξαιρετική χημεία, που δεν επικάλυπταν ο ένας τον άλλο. Διατηρώντας την υποκριτική τους αυτονομία ιχνογράφησαν τέσσερα εξαιρετικά πορτρέτα ηρώων, για τα οποία ο ίδιος ο Pinter θα ήταν μάλλον υπερήφανος, όντας πιστοί στο όραμά του.