NINE. ΚΡΙΤΙΚΗ

NINE. ΚΡΙΤΙΚΗ


3.4/5 κατάταξη (12 ψήφοι)

To μιούζικαλ –όπως και την «υψηλή» εκδοχή του, την όπερα - είτε το αγαπάς είτε δεν το αντέχεις. Ειδικά ως προς τη σχέση που έχει το ελληνικό κοινό με το εν λόγω θεατρικό είδος, κάποια στοιχεία έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Γιατί στη χώρα μας, οι κτιριακές υποδομές ήταν, μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, προβληματικές και δεν επέτρεπαν τις πλούσιες, φαντασμαγορικές παραγωγές που έχουν μεγάλη ιστορία στην Αγγλία και στις ΗΠΑ και η παρεχόμενη εκπαίδευση, ακόμη και σήμερα, δεν εξασφαλίζει στη θεατρική αγορά ηθοποιούς με επαρκείς φωνές και χορευτικές ικανότητες.

Το δικό μας προηγούμενο αφορά στις ιδιαιτέρως δημοφιλείς προπολεμικά οπερέττες, ελαφριά εκδοχή μελοδραματικού είδους, όπου τα τραγούδια συμπληρώνουν μέρη πρόζας. Και, βέβαια, από τη δεκαετία του ’70 και μετά, τα δημοφιλή μιούζικαλ που ανέβαζε κατά κύριο λόγο η Αλίκη Βουγιουκλάκη Σμαρούλα Γιούλη είχε, επίσης, ανεβάσει κάποια, και μεμονωμένα άλλες σταρ της εγχώριας σκηνής). Στις περιπτώσεις αυτές το μιούζικαλ υπηρετούσε την πρωταγωνίστρια, δίνοντας της τη δυνατότητα ν’ αλλάξει αρκετά εντυπωσιακά κοστούμια, ακόμη κι αν δεν είχε φωνή που να δικαιολογεί τη φιλοδοξία της να ανεβάσει έργα ενός είδους όπου το τραγούδι έχει τον πρώτο λόγο. Οπωσδήποτε, σε σχέση με τα συνήθη μεγέθη της αθηναϊκής θεατρικής αγοράς, επρόκειτο για παραγωγές πλούσιες, με πολυπρόσωπους θιάσους και ορχήστρα και ως τέτοιες προκαλούσαν το ενδιαφέρον του κοινού. Εννοείται πως κάθε σύγκριση με παραστάσεις του West End και του Broadway θα ήταν άτοπη.

Τα τελευταία χρόνια, ωστόσο, σημειώθηκαν αλλαγές που άλλαξαν άρδην το τοπίο. Ξαφνικά η Αθήνα απέκτησε μεγάλα θέατρα, με τεχνικές δυνατότητες που επέτρεπαν πλέον τις πιο φιλόδοξες παραγωγές: το θέατρο Badminton, το Παλλάς, η αίθουσα Τριάντη του Μεγάρου Μουσικής (και το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης), το Πάνθεον. Το πρώτο, μάλιστα, έφερε παραγωγές μιούζικαλ κατευθείαν από το Λονδίνο, διαμορφώνοντας έτσι συνθήκη σύγκρισης των ξένων με τις ελληνικές παραγωγές (για όσους θεατές δεν είχαν δει παραστάσεις στην αγγλική πρωτεύουσα) αλλά και ένα ‘συνειδητό’ κοινό, που πήγαινε να παρακολουθήσει μια μουσικοθεατρική παράσταση με σαφή αγγλοσαξωνικά χαρακτηριστικά - και όχι για να θαυμάσει τη δημοφιλή πρωταγωνίστρια.

Εν τω μεταξύ ήρθε η κρίση. Συμβαίνει λοιπόν το εξής παράδοξο: ενώ η γενικότερη συνθήκη δεν δικαιολογεί μεγάλο κόστος παραγωγής, το γεγονός της ύπαρξης των μεγάλων θεάτρων, δηλαδή ένας παράγων ‘υλικός’, κατευθύνει τις επιλογές των θεαμάτων που θα παρουσιαστούν. Γιατί οι χώροι μεγάλης χωρητικότητας και οι τεράστιες σκηνές απαιτούν αναλόγως μεγάλα θεάματα για να γεμίσουν. Γι’ αυτό και τα τελευταία χρόνια τα μιούζικαλ ανεβαίνουν με συχνότητα και επιμονή που εντυπωσιάζει. Δεν είναι ότι η προσφορά ικανοποιεί την αυξημένη ζήτηση. Γιατί κοινό δεν υπήρχε, τώρα διαμορφώνεται. Ακόμη και σήμερα, όπως έχει εύστοχα σχολιάσει γνωστός πρωταγωνιστής, δέλεαρ των θεατών δεν είναι το θεατρικό είδος (δεν θα πάνε να δουν, φερ’ ειπείν το «Φάντασμα της Όπερας», όποτε αυτό ανεβεί, για τα τραγούδια του) αλλά οι πρωταγωνιστές που επανδρώνουν το θίασο.

Άλλοι εξωγενείς παράγοντες που συμβάλλουν στην αθηναϊκή ‘άνθηση’ των μιούζικαλ τον καιρό της μεγάλης ύφεσης: ο μαρασμός των νυχτερινών κέντρων, που οδήγησε πολλούς τραγουδιστές σε δρόμους μουσικών θεαμάτων. Σε συνδυασμό με τη μείωση στις τιμές των εισιτηρίων, πολλοί θεατές άφησαν τα κέντρα και στράφηκαν στις μουσικές παραστάσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι το Αθηνών Αρένα έγινε θέατρο Πάνθεον –ούτε ότι ο Σάκης Ρουβάς έγινε πρωταγωνιστής, ούτε ότι η Έλενα Παπαρίζου εμφανίζεται φέτος στο μιούζικαλ ΝΙΝΕ.

Στο NINE ήθελα να καταλήξω. Γιατί είναι χαρακτηριστικό δείγμα της ποιοτικής μεταβολής που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια στην εγχώρια παραγωγή μιούζικαλ. Η τεχνογνωσία προϋποθέτει την έμπρακτη δοκιμασία, την τριβή, και απόδειξη τούτου αποτελεί το μέγεθος και η αρτιότητα της παράστασης που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Κακλέας.

Το μιούζικαλ των Arthur Kopit και Maury Yeston ανέβηκε για πρώτη φορά στο Μπρόντγουεϊ το 1982. Ο αμερικανός συνθέτης και λιμπρετίστας Yeston, εντυπωσιασμένος από το αριστούργημα του Φελίνι «8 ½» (1963), έφερε το θέμα της ταινίας στα μέτρα του και απ’ όλον το σύνθετο και πολυεπίπεδο κόσμο της κράτησε το δράμα ενός σκηνοθέτη που υποφέρει από «αναστολή της έμπνευσης» (director’s block). Ενώ η παραγωγός του περιμένει το σενάριο αυτός βασανίζεται μπροστά στη λευκή σελίδα. Την δημιουργική αδυναμία του ενισχύουν οι περιπλοκές στην προσωπική ζωή του (καθώς τον διεκδικούν η σύζυγος, η ερωμένη, η αγαπημένη πρωταγωνίστρια του, ακόμη και μία κριτικός που κρύβει πίσω από τις αρνητικές κριτικές της τον πόθο της γι’ αυτόν). Στην πραγματικότητα τα ζητήματα που θίγει η ταινία στο μιούζικαλ περιορίζονται στον ρόλο και στη δύναμη των γυναικών στη ζωή του σκηνοθέτη (του μοναδικού άνδρα σ’ έναν αποκλειστικά γυναικείο θίασο).

Το NINE επιβεβαιώνει αυτό που έχει επισημάνει ο Ουμπέρτο Έκο ήδη από το 1964 (στο «Κήνσορες και θεράποντες»), ότι η καλλιτεχνική παραγωγή που απευθύνεται στο ευρύ κοινό, ανανεώνεται και ανθεί εκμεταλλευόμενη διαρκώς τα υψηλών αισθητικών απαιτήσεων επιτεύγματα των πρωτοπόρων δημιουργών. «Οι ανθρωπολογικές συνθήκες της μαζικής κουλτούρας διαγράφονται σαν αδιάκοπη διαλεκτική σχέση μεταξύ των νεωτεριστικών προτάσεων και των προσαρμογών τους από τη βιομηχανία του πολιτισμού. Οι δεύτερες διαρκώς προδίδουν τις πρώτες: το μεγαλύτερο μέρος του κοινού γεύεται τις δεύτερες, πιστεύοντας ότι μυείται στην απόλαυση των πρώτων» γράφει ο Έκο.

Η ταινία του Φελίνι υπήρξε πηγή έμπνευσης για το NINE και κει τελειώνει η όποια σχέση τους.

Το μιούζικαλ ακολουθεί, ωστόσο, την ρευστή δομή του «8 ½» ως προς την εναλλαγή σκηνών που συμβαίνουν στο παρελθόν, στο παρόν και στη φαντασία του ήρωα. Κι αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό του NINE υπηρετεί με δεξιοτεχνία ο Γιάννης Κακλέας. Έχοντας μελετήσει την τέχνη του κινηματογράφου, με αποδεδειγμένη αγάπη για σύνθετες σκηνικές πράξεις και περίπλοκα σκηνικά ακόμη και στην σχετικά μικρή σκηνή του αξέχαστου Τεχνοχώρου, ο Κακλέας στήνει μια εντυπωσιακά σύνθετη παράσταση στην οποία πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η σκηνογραφική δουλειά του Μανόλη Παντελιδάκη.

Στην τεράστια σκηνή του Πάνθεον τα σκηνικά διαρκώς αλλάζουν, σαν σε ένα κινηματογραφικό στούντιο (είναι γνωστή η μεγάλη αγάπη του Ιταλού σκηνοθέτη για τα στούντιο της Τσινετσιτά) όπου η ‘πραγματικότητα’ μεταβάλλεται με την ευκολία και τον ανορθολογικό τρόπο που συμβαίνει στα όνειρα. Σε αγαστή σχέση με τους φωτισμούς του Χρήστου Τζιόγκα, διαρκώς συνδιαλέγονται με βίντεο προβολές αποσπασμάτων από ταινίες του Φελίνι και σχετικό υλικό (αφίσες κ.ά). Δεν έχω ξαναδεί άλλη ελληνική παράσταση μιούζικαλ με τέτοιο πλούτο και έμπνευση στη σκηνογραφία, και μάλιστα τόσο άρτια δεμένη με την εξέλιξη της σκηνικής δράσης. Μόνο επαίνους μπορώ να εκφράσω.

Ως προς τις επιδόσεις του θιάσου οι ενστάσεις δεν λείπουν: η Τάνια Τρύπη είναι τόσο στημένη που δίνει την εντύπωση ότι τη σκηνική παρουσία της ‘ελέγχουν’ οι ψηλές γόβες της. Γιατί επιλέχθηκε η Κατερίνα Λέχου, που σαφώς αδυνατεί να τραγουδήσει ικανοποιητικά; Αντιθέτως, η καλή φωνή και κίνηση της Κατερίνας Παπουτσάκη καλύπτει τα ενοχλητικά ‘βουγιουκλακίστικα’ της, που πάντως ταιριάζουν με τον ρόλο (της ανόητης ερωμένης). Μήπως η Αγορίτσα Οικονόμου δεν θα έπρεπε να ερμηνεύει την παραγωγό σαν καρικατούρα υστερικής; Ευχάριστη έκπληξη προκαλεί η Νάντια Μπουλέ στη σκηνή που ερμηνεύει, χορεύοντας, το «Cinema Italiano», ένα από τα πιο συμπαθή τραγούδια του έργου. Πολύ καλή και η (μόνο τραγουδιστική) εμφάνιση της Έλενας Παπαρίζου. Η Μάρω Κοντού, στον ρόλο της νεκρής μητέρας του ήρωα, είναι περισσότερο απόμακρη, και λιγότερο τρυφερή, απ΄ όσο χρειάζεται ο ρόλος. Αλλά με τις ψείρες ως αναγκαίο κακό, και το ‘τεχνικό’ στήσιμο που δεν είναι εύκολο να αποφευχθεί στα μιούζικαλ, οι απαιτήσεις ως προς τις ερμηνείες αμβλύνονται.

Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος δεν ήταν, νομίζω, σωστή επιλογή για τον μοναδικό ανδρικό ρόλο του μιούζικαλ. Ήθελε ηθοποιό άλλου φυσικού μεγέθους και υποκριτικού ύφους. Η στενή συνεργασία ενός σκηνοθέτη μ’ έναν ηθοποιό καλό είναι κατά διαστήματα να διακόπτεται για το καλό και των δύο.

Οι οποίες αντιρρήσεις δεν αλλάζουν την βασική εντύπωση: το NINE στο Πάνθεον θα μπορούσε επαξίως να συγκριθεί με τις παραγωγές του West-End. Αν αγαπάτε τα μιούζικαλ, δεν πρέπει να χάσετε.

* Το πολυπρόσωπο σύνολο συμπληρώνουν 14 χορεύτριες και 12μελής ορχήστρα (που διευθύνει ο Αλέξιος Πρίφτης).


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.