ΜΗΧΑΝΗ ΑΜΛΕΤ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 17/06/2016 11:41
Την παράσταση του Χάινερ Μίλλερ με τίτλο ΜΗΧΑΝΗ ΑΜΛΕΤ, σκηνοθέτησε στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου της Αθήνας, ο Γρηγόρης Χατζάκης. Ένα μεταμοντέρνο έργο που βασίζεται σε μοτίβα από τον Άμλετ, αποσπασματικά, παραληρηματικά, πολλές φορές φαινομενικά ασύνδετα μεταξύ τους, με έναν ήρωα διαλυμένο που επιχειρεί μια προσπάθεια ανασύνθεσης, μετά από τις ψευδαισθήσεις και τις αυταπάτες που τον οδήγησαν στην κατάρρευση. Η κατάρρευση αυτή, στο περιβάλλον του Μίλλερ είναι πιο συνολική και δεν αφορά μόνο τον ήρωα, αλλά αγγίζει όλο το σύγχρονο πολιτισμό και τον κόσμο που τον φιλοξενεί. Ο στοχασμός του συγγραφέα δεν είναι εύκολος, καθώς προχωρά με φιλοσοφική διεισδυτικότητα και μια διάθεση αποδόμησης της σημερινής πραγματικότητας, σε μία προσπάθεια να διορθωθούν οι παραμορφώσεις της και να αρθούν τα ηθικά και πνευματικά αδιέξοδα. Ο λόγος δεν έχει συγκεκριμένη δομή, αλλά αποτελεί όπως προείπα σπαράγματα του Σαιξπηρικού, ένα συμβολικό παραλήρημα ενός απαισιόδοξου ήρωα στην προσπάθειά του να σταθεί όρθιος και να δει με διαύγεια ηθική και πνευματική τα ερωτήματά του απαντημένα, ώστε να ανακοπεί η καθοδική του πορεία.
Ο Γρηγόρης Χατζάκης διαμόρφωσε ένα μονόλογο, σε ένα σχεδόν γυμνό σκηνικό χώρο, αφήνοντας τον παραληρηματικό λόγο, τη "μεθυσμένη" κίνηση και τη μουσική να δώσουν συχνά τις κατευθύνσεις και κρατώντας μια διακριτική παρεμβατική παρουσία. Χρησιμοποίησε τις τεχνικές δυνατότητες του θεάτρου, με την περιστροφική κίνηση και τις καταπακτές, όχι για εφέ ή για να συμπληρώσει ένα εντυπωσιακό σκηνικό, αλλά θέλοντας να συμβολίσει ότι κάποιες λύσεις και δυναμικές μπορούν να πηγάσουν και να προέλθουν από μέσα μας. Η ατμόσφαιρα του έργου σκοτεινή, βαριά και αγχώδης σε όλη τη διάρκεια της παράστασης, ήταν γραμμική και δεν αντιπροσώπευσε επαρκώς τις ψυχολογικές μεταπτώσεις του ήρωα στην πορεία του από τη ματαιότητα προς τη διαύγεια.
Η μουσική προσπάθησε να υπογραμμίσει τις κορυφώσεις, θετικές ή αρνητικές, της ψυχολογίας, αλλά δε συνδυάστηκε εντελώς αρμονικά με το ρυθμό στα πιο γρήγορά του σημεία, αφήνοντας κάποια κενά. Ο σιωπηλός χορός των τριών, σκεπασμένων με σελοφάν, θα μπορούσε να έχει μια έστω χορογραφική συμμετοχή στο παραλήρημα του ήρωα στη σκηνή, δίνοντάς του έμφαση και ένταση. Γενικότερα, το πνεύμα και η ουσία του Χάινερ Μίλλερ, ήταν εκεί σε όλη τη διάρκεια του έργου, έστω και λίγο ασαφές και ο σκηνοθέτης αποτύπωσε το στίγμα του μέσα από την αισθητική της παράστασης και την ερμηνεία του ηθοποιού που υποδύθηκε τον Άμλετ.
Ο Βαγγέλης Στρατηγάκος ήταν ο πρωταγωνιστής του μονολόγου, επωμιζόμενος ένα έξτρα "βάρος", υποδυόμενος τον ήρωα σε κατάσταση μέθης, αναζητώντας τις λύσεις και τις απαντήσεις του. Ο ρόλος κρύβει πολλές παγίδες, καθώς είναι πολλές οι ισορροπίες που πρέπει να κρατηθούν. Στην αρχή ακολουθεί μια "πορεία" με υποτιμημένο ελαφρώς το λόγο και προεξάρχουσα την εκφραστική κίνηση με παύσεις απορίας και αυτοσυγκέντρωσης, ενώ στη συνέχεια ο παραληρηματικός λόγος παίρνει το μερίδιό του στο έργο. Στοχευμένα, επιχειρώντας να διατηρήσει ζωντανό έναν ουτοπικό κόσμο και στη συνέχεια να τον αντικαταστήσει με έναν πιο απλό, αλλά και πιο καθαρό και ολοκληρωμένο. Οι σκηνικές εκτονώσεις είναι συχνές και απαραίτητες για τη διατήρηση του εσωτερικού ρυθμού του ήρωα, αν και κάποια σημεία υπερβολής δεν έλειψαν, χωρίς να αλλοιώσουν όμως την τελική εικόνα. Ένας ρόλος στον οποίο αν μπεις προσπαθώντας να τον εμπεδώσεις και να αναλύσεις τα βαθύτερα νοήματά του, σε διαλύει και χρειάζεσαι μεγάλες αντοχές για να ανταπεξέλθεις, οι οποίες ευτυχώς υπήρξαν.
Το σκηνικό του Αλέκου Φασιανού, περιορίστηκε στα περιθώρια της σκηνής, αφήνοντας το κεντρικό της μέρος εντελώς γυμνό, κάνοντάς με να νιώσω ότι οι εικαστικές προθέσεις του σκηνογράφου έμειναν ανολοκλήρωτες. Η μουσική του Βύρωνα Κατρίτση αποτέλεσε εργαλείο που ξεκλείδωσε κάποιες αμήχανες στιγμές της παράστασης και συντέλεσε δημιουργικά στην επιτυχημένη ολοκλήρωσή της.
Τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα ταίριαξαν με τη σκοτεινιά και την απαισιοδοξία του ήρωα που έντυσαν, ενώ η κίνηση της Μαρίας Καραγεώργου αποτέλεσε συχνά βασική κατευθυντήρια δύναμη του ηθοποιού στη σκηνή και απαραίτητο συμπλήρωμα του λόγου.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου, ο σκηνοθέτης κατέθεσε τη δική του σπουδή στο έργο του Μίλλερ, με μια σκοτεινή, πεσιμιστική και δύσθυμη οπτική ενός μεταμοντέρνου ήρωα σε συνεχή πτώση, την οποία προσπαθεί να ανακόψει. Η εξομολογητική της διάθεση υποστηρίχθηκε από έναν ηθοποιό που έψαχνε και ψαχνόταν, αν και η γραμμικότητα κάποιων σκηνών της παράστασης περιόρισε τη δυναμική της. Αλλά παραμένει μια θεατρική πρόταση με άποψη και αισθητική, η οποία είναι πιστή στο πνεύμα και τις επιδιώξεις του συγγραφέα και διαθέτει στο οπλοστάσιό της μια πολύ καλή ερμηνεία και δυνατότητες εξέλιξης.