ΜΙΣΑΝΘΡΩΠΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 08/06/2018 12:55
Το έργο του Jean-Baptiste Poquelin (του επονομαζόμενου και Molière) με τίτλο "Ο Μισάνθρωπος" (Le Misantrope ou l' Atrabilaire amoureux) σκηνοθετεί στο Σύγχρονο Θέατρο η Ιόλη Ανδρεάδη. Γραμμένο το 1666 σαν έμμετρη πεντάπρακτη κωμωδία, αναδεικνύει ένα πικρό χιούμορ, με έντονο μέσα της το τραγικό στοιχείο και έχει σαν κεντρικό της ήρωα τον Άλκηστο, ο οποίος αποζητώντας μια σχεδόν άμεμπτη κοινωνική πραγματικότητα, όπου θα πρυτανεύουν η απόλυτη ειλικρίνεια, η αλήθεια και η ηθική, αποστρέφεται γενικότερα τους ανθρώπους και καταγγέλλει το ψέμα και την υποκρισία όπου τη συναντά. Μοναδική του αδυναμία είναι ο παθιασμένος του έρωτας για τη Σελιμένη, μια πολύ όμορφη νεαρή χήρα, φιλάρεσκη, με μεγάλη κοινωνική επιρροή και πολλούς θαυμαστές. Αντίζηλός του στην κούρσα για την καρδιά της είναι ο Ορόντης, ο οποίος γράφει κακή ποίηση, αλλά είναι μόνιμα περιτριγυρισμένος από ακόλουθους-κόλακες. Ο Φιλήντας, φίλος του Άλκηστου, περισσότερο δεκτικός και προσαρμοσμένος στην κοινωνική πραγματικότητα που τους περιτριγυρίζει, αποτελεί τη φωνή της λογικής, ασκεί με καλοπροαίρετο τρόπο κριτική στο φίλο του και προσπαθεί να τον προσγειώσει. Η Ελιάνθη, αδερφή της Σελιμένης, είναι ενάρετη και τίμια, αλλά και βαθιά ερωτευμένη με το ήθος του Άλκηστου. Λόγω όμως της σκληρότητάς του, υποκύπτει τελικά στον έρωτα του Φιλήντα. Τέλος, η Αρσινόη, είναι το ακριβώς αντίθετο του Άλκηστου, υπόδειγμα υποκρισίας και φθόνου, πάντα υπό το πέπλο μιας προσποιητής ευγένειας και ακεραιότητας.
Η έμμετρη μετάφραση ανήκει στο Γιάγκο Ανδρεάδη και διατήρησε την ποιητική πλαστικότητα του λόγου, τη λυρικότατη ροή στην εξέλιξη της ιστορίας και τη χαρίεσσα ατμόσφαιρα του αρχικού κειμένου, ενώ η έμμετρη διασκευή του για 6 πρόσωπα έγινε από τη σκηνοθέτιδα και τον Άρη Ασπρούλη.
Η Ιόλη Ανδρεάδη κρατά τη σκηνοθετική μπαγκέτα του εγχειρήματος, επιχειρώντας να διερευνήσει τόσο το υποσυνείδητο των κεντρικών χαρακτήρων του έργου, όσο και τη μακράν πιο ρεαλιστική πραγματικότητα, αλλά και την πιο "μύχια" εκδοχή της σκέψης τους. Τα βασικά δίπολα-εργαλεία που κινούν τα νήματα της εξέλιξης της ιστορίας είναι αλήθεια-ψέμα, ειλικρίνεια-υποκρισία, πραγματικότητα-όνειρο, ώστε η κωμική υφή του έργου να συνομιλεί με τις τραγικές του πτυχές. Οι ήρωες καλούνται σταδιακά να αποκαλύψουν ποικίλες πτυχές του εαυτού τους (κοινωνικού, ηθικού, προσωπικού) και τελικά να απογυμνώσουν την πραγματική τους ταυτότητα. Βγαίνοντας από τα κάδρα εμπλέκονται σε κωμικοτραγικά περιστατικά και αντιπαραθέσεις, που δοκιμάζουν τις αντοχές και τους μεταξύ τους δεσμούς. Οι χαριτωμένες (με πινελιές γκροτέσκο) πόζες των κάδρων που ρέπουν προς την αυτοειρωνεία, αλλά και οι ανησυχίες, τα πάθη και τα αδιέξοδά τους που αποτελούν τη ρεαλιστική προβολή της ζωής τους, σκοντάφτουν σε κάποιες σκηνές σε μία πιο "ξύλινη" απόχρωση του από μικροφώνου λόγου κι εκεί η αφήγηση κάνει μία μικρή κάμψη και αποσυντονίζει ελαφρά το θεατή. Η ισορροπία επανακάμπτει με τους λεκτικούς διαξιφισμούς, αλλά και τις ερωτοτροπίες των ηρώων, με το χιούμορ να έχει οξύτητα (αν και θα το ήθελα να αγγίξει τα όρια της βιτριολικότητας, που θα πρόσθετε πόντους στη σκηνική ένταση) και τις κορυφώσεις να αφήνουν στο θεατή μια τελική γλυκόπικρη γεύση.
Ο Μιλτιάδης Φιορέντζης αναλαμβάνει το ρόλο του Άλκηστου, του Μισάνθρωπου. Ειλικρινής και ευθύς στα όρια της σκληρότητας, αλλά και με την ευάλωτη πλευρά του, αυτή που έχει ερωτευθεί με πάθος τη Σελιμένη, παρούσα και μάλιστα σε βαθμό τέτοιο που να γίνεται συχνά έρμαιό της. Ο λόγος του ξεκάθαρος, με έναν τόνο απόλυτο που δεν επιδέχεται εύκολα αμφισβήτηση, η στάση του σώματός του με μία ελαφρά κάμψη σα να θέλει να αποφύγει ακόμα και την επαφή με αυτούς που αντιπαθεί, ενώ και η έκφρασή του δεν μπορεί να αποκρύψει την ίδια αυτή απέχθεια. Από την άλλη, είναι απόλυτα αυθόρμητος και αυθεντικός στην απογοήτευση, την παραίτηση και εν τέλει την απελπισία του για τον άνευ ανταπόκρισης έρωτά του. Δείχνει να έχει δουλέψει το ρόλο του με μεγάλη προσοχή και επιμέλεια, με αποτέλεσμα η ερμηνεία του να είναι ολοκληρωμένη και απόλυτα πειστική.
Η Βασιλική Τρουφάκου ερμηνεύει τη Σελιμένη. Η ερμηνεία αυτή αποπνέει έντονη φιλαρέσκεια και ματαιοδοξία, πλάθοντας απολαυστικά μια ανερμάτιστη γυναίκα που δείχνει σίγουρη για την εξωτερική της ομορφιά της και την επίδρασή της στους άντρες, γνωρίζοντας πως να την εκμεταλλεύεται στο έπακρο. Αρέσκεται στο να φλερτάρει και να γίνεται αντικείμενο θαυμασμού, αλλά αποφεύγει τη δέσμευση. Καταφέρνει να κρύψει τη ρηχότητα των αισθημάτων της και παραπλανά έντεχνα τους άλλους για την ποιότητά της.
Ο Θύμιος Κούκιος υποδύεται τον Ορόντη, αντίζηλο του Άλκηστου, αποτελώντας έναν άκρως αντίθετο πόλο ανθρώπου από αυτόν. Επιφανειακός, έχει εύκολο το ψέμα, αρέσκεται στην κολακεία και στη δημιουργία "αυλής" γύρω του, ενώ πολιορκεί και αυτός ερωτικά τη Σελιμένη. Η αρχή του ήταν λίγο διστακτική, λίγο άχρωμη, αλλά σύντομα αυτή η δυσκαμψία ξεπεράστηκε και βρέθηκαν οι ισορροπίες και οι λεπτές αποχρώσεις του ρόλου. Και κρατήθηκαν στο ρυθμό αυτό μέχρι το τέλος.
Ο Ορέστης Καρύδας είναι ο Φιλήντας (και ο Κλείτανδρος στο τέλος), φίλος του Άλκηστου και μία πιο εκλογικευμένη προβολή του. Πιο πράος, πιο πραγματιστής, κρατά χαμηλούς τόνους και δρα σαν ένα πιο ρεαλιστικό alter ego του. Σωστοί τονισμοί, κατάλληλες σκηνικές τοποθετήσεις, έλλειψη υπερβολής στην κίνηση, συγκρατημένο χιούμορ, αποτύπωσαν έναν ήρωα που είχε βάθος και συνέπεια στην ερμηνεία του.
Η Δανάη Επιθυμιάδη έπαιξε την Ελιάνθη (αλλά και το σύντομο ρόλο του Άκαστου), εξαδέρφη της Σελιμένης, που σα χαρακτήρας κινείται στον αντίποδα αυτής. Και αυτή ξεκίνησε λίγο μουδιασμένα, χωρίς ρυθμό στην κίνηση και εσωτερική ένταση στο λόγο, αλλά βελτιώθηκε θεαματικά στη ροή του έργου και ταυτίστηκε με την ηρωίδα προς το τέλος του έργου.
Η Μελίνα Θεοχαρίδου κράτησε το ρόλο της Αρσινόης, μίας γυναίκας επιτομής του φθόνου και του κακοπροαίρετου κοινωνικού κουτσομπολιού. Παρατήρησα στην ερμηνεία τόσο μια φωνητική υπερβολή, όσο και μια κινητική αστάθεια και μια ροπή προς την καρικατούρα, η οποία μπορεί πάντα να σωζόταν την τελευταία στιγμή, αλλά δε μου άφησε την εντύπωση ότι είχαν τελικά βρεθεί οι σταθερές και οι αποχρώσεις του ρόλου αυτού.
Τα σκηνικά της Δήμητρας Λιάκουρα υπηρέτησαν απόλυτα τη σκηνοθετική οπτική, με τα έξι μεγάλα κάδρα να δεσπόζουν στο χώρο και να αποτελούν τα πλαίσια-σημεία αναφοράς για κάθε ήρωα. Τα κοστούμια της ίδιας ήταν κομψά και αντιπροσωπευτικά των χαρακτήρων που έντυσαν.
Την κίνηση επιμελήθηκε η σκηνοθέτις και αν και είχε κάποιες μικρές υπερβολές, συνόδεψε αγαστά το λόγο.
Οι φωτισμοί της Στέλλας Κάλτσου έπαιξαν με τις σκιές και τα είδωλα και αποτέλεσαν πολύτιμο βοηθό της συνολικής αισθητικής της παράστασης.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου της Αθήνας, παρακολούθησα μια έμμετρη διασκευή ενός κλασσικού έργου του Μολιέρου, η οποία κράτησε ζωντανά τα δύο κύρια συστατικά του, με τις κωμικές του στιγμές να έχουν μία πικρία και μία πνοή ανθρωπιάς και να συμπορεύονται με τις τραγικές. Η σκηνοθετική οπτική παρουσίασε τρεις διαφορετικές εκδοχές των βασικών ηρώων και κατάφερε να τις συνδυάσει. Μικρές οι αρρυθμίες στη ροή της παράστασης, η αισθητική ήταν πάντα παρούσα, ενώ η ερμηνευτική ομάδα ικανοποίησε σε μεγάλο βαθμό τις απαιτήσεις των ρόλων.