ΜΙΡΑΝΤΑ. ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 15/02/2016 17:13
H «Tρικυμία» (1611), το τελευταίο μεγάλο έργο που έγραψε ο Σαίξπηρ, έχει ξεχωριστή θέση στη βιβλιοθήκη των πιο αγαπημένων μου. Με συγκινεί αυτός ο βασιλιάς, που ως εκπρόσωπος της (κατά Μπρεχτ) «αδύναμης αρετής», που είναι άχρηστη στον πραγματικό κόσμο, έχασε το θρόνο του από τον αδελφό του και βρέθηκε ναυαγός σ’ ένα ερημονήσι. Όχι μόνο για να κυβερνήσεις αλλά και για να επιβιώσεις, πρέπει να συνδυάζεις τα στοιχεία που θεωρεί απαραίτητα ο Νικολό Μακιαβέλι στον «Ηγεμόνα» του: να είσαι αλεπού και λιοντάρι ταυτόχρονα, γιατί το να είσαι μόνο το ένα ή μόνο το άλλο, δεν είναι αρκετό. Ο Πρόσπερο δείχνει με τον πλέον σαφή τρόπο γιατί ο φιλόσοφος, εκ φύσεως και εκ θέσεως, δεν μπορεί να ηγεμονεύσει - το όνομά του (εκ του λατινικού prosperus, ευτυχής, ευπραγής) υποδηλώνει θλιμμένη ειρωνία, που όμως ποτέ δεν γίνεται κυνισμός και μισανθρωπία. Χωρίς αυταπάτες, έχοντας επίγνωση της αθλιότητας και του μεγαλείου του ανθρώπου, ο Πρόσπερο θα πει πως το ευγενές πνεύμα δεν μπορεί παρά να είναι ενάντιο στην οργή («πράξη σπάνια είναι να κάμεις το καλό κι όχι να εκδικηθείς»). Οι άνθρωποι ρέπουν προς το Κακό ακόμη κι όταν εκλείπει το πρακτικό όφελος –στο ερημονήσι της «Τρικυμίας» σε διάστημα λίγων ωρών θα γίνουν δύο απόπειρες ‘πραξικοπήματος’ και φόνου, κι οι δύο γελοίες, αφού οι αυτουργοί είναι όλοι ναυαγοί που δεν ξέρουν τι τους ξημερώνει. Η βία και ο αγώνας για εξουσία δεν είναι προνόμιο συγκεκριμένης ανθρώπινης κατηγορίας, είναι πέρα από θρησκευτικούς, ταξικούς ή άλλους προσδιορισμούς. Μας αφορά όλους, είναι κάτι σαν σκοτεινή δύναμη μέσα μας, που αν της το επιτρέψουμε θα μας καταπιεί.
Ο Χάρολντ Μπλουμ, ο συγγραφέας του «Δυτικού Κανόνα» (στα ελληνικά από τις εκδ. Gutenberg, 2007), επισημαίνει κάτι που έχει ειδική σημασία για πολλούς από τους συγκλονιστικούς ήρωες του Σαίξπηρ, με πρώτο τον Άμλετ: «επινοεί την μεταστροφή του εαυτού βάσει μιας αυτο-ωτακουστικής παρατήρησης». Ισχύει και για τον Πρόσπερο, που πράττει μετά από οδυνηρή στοχαστική αναμέτρηση ως προς τη θέση του στον κόσμο, τη σχέση τους με τους άλλους και με την τάξη των πραγμάτων. Τελικά, αφού δώσει το μάθημα του στους σφετεριστές, παραδώσει την κόρη του στο μελλοντικό σύζυγό της και απελευθερώσει το καλό Άριελ και τον κακό Κάνιμπαλ που έως τότε τον υπηρετούσαν, θα σπάσει το μαγικό ραβδί του και θα αποσυρθεί στη μελαγχολία του ανθρώπου που έφτασε στα όρια της γνώσης. Αν δεν αλλάξει ο κόσμος, αν η αρετή δεν επικρατήσει, εκείνος έκανε ότι μπορούσε.
«Όλο αυτό δεν είναι απλώς ο διάλογος του μυαλού με τον εαυτό του ή έστω η ανάκλαση μιας διαπάλης μες στη ψυχή, όσο η αντενέργεια της ζωής σ’ αυτό που εκ των πραγμάτων έγινε η λογοτεχνία. […] Μέχρι τότε η γραφή δίδασκε τον διάλογο με τους άλλους, ο Σαίξπηρ είναι ο πρώτος που προσφέρει το πιο ουσιώδες, καίτοι πιο μελαγχολικό, μάθημα της ποίησης: πώς να μιλούμε με τον εαυτό μας» σημειώνει ο Μπλουμ.
Το μεγαλειώδες στο έργο αυτό, ωστόσο, είναι πώς όλα αυτά τα σοβαρά και σημαντικά, ο μέγας Σαίξπηρ τα περνάει μέσα σε μια ιστορία σαν παραμύθι. Και μάλιστα δοξάζοντας την τέχνη του θεάτρου, αφού ό,τι συμβαίνει στο έργο το έχει προκαλέσει και ‘σκηνοθετήσει’ ο Πρόσπερο.
Εξαρχής, δηλαδή, η «Τρικυμία» μπορεί να ειδωθεί σαν θέατρο μέσα στο θέατρο, όπου η σκηνή ως theatrum mundi χωρεί όλη την Ιστορία του κόσμου. Ο Γιαν Κοττ, στην μελέτη του «Σαίξπηρ, ο σύγχρονος μας», έχει αναλύσει έξοχα αυτή τη διάσταση του σαιξπηρικού θεάτρου κι είναι φυσικό να την επικαλείται ο σημαντικός Λιθουανός σκηνοθέτης Οσκάρας Κορσουνόβας αναφορικά με τη «Μιράντα», μια δική του εκδοχή της «Τρικυμίας» ως θέατρο δωματίου.
Πρόκειται για μία παράσταση που έκανε πρεμιέρα τον Ιούλιο του 2011 στο Oskaras Korsunovas Theatre στο Βίλνιους της Λιθουανίας, που τώρα μετέφερε στο θέατρο Πορεία σε μια διασκευή για Έλληνες ηθοποιούς.
Ο Κορσουνόβας κλείνει το θαυμαστό ιστιοφόρο μέσα σε στενό μπουκάλι. Παραδέχεται (στο σημείωμά του για την παράσταση) ότι το σαιξπηρικό πρωτότυπο μπορεί να διαβαστεί με διάφορους τρόπους αλλά εκείνος προτιμά «την ερμηνεία του Γιαν Κοττ, ο οποίος βλέπει την Τρικυμία ως ένα κοινωνικό δράμα περί της αέναης και παράλογης πάλης για την εξουσία». Να με συγχωρεί ο καλός σκηνοθέτης αλλά ο Κοττ, αν και επισημαίνει αυτήν τη διάσταση, την υπερβαίνει οδηγώντας την ερμηνευτική του προσέγγιση σε βαθιά, υπαρξιακά και οντολογικά, νερά αφού πρώτα κάνει καίριες επισημάνσεις για την εποχή του Σαίξπηρ και τη σχέση του θεάτρου του, μεταξύ άλλων, με τον Μεσαίωνα με την Αναγέννηση, την ανακάλυψη νέων ηπείρων και φυσικών νόμων, την Ιερά Εξέταση, τον Ντα Βίντσι και τον Ιερώνυμο Μπος! Ε, όχι και κοινωνικό δράμα η Τρικυμία! Αλλά στις χώρες της Βαλτικής είναι βαρύς ακόμη ο ίσκιος της Σοβιετικής εποχής και δεν έχει ατονήσει το ενδιαφέρον για συσχετισμούς και συνδέσεις με τις επώδυνες εμπειρίες εκείνων των χρόνων. Σε μας εδώ, πάλι, οι αναφορές στη δικτατορία των Συνταγματαρχών, που περνάει στην παράσταση ο σκηνοθέτης με ραδιοφωνικό/τηλεοπτικό υλικό από τον καιρό της επταετίας, δεν «λένε» κάτι. Όπως δεν περνάει το σχόλιο που επιδιώκει με το απόσπασμα από την «Λίμνη των κύκνων» που παίζει στην ασπρόμαυρη τηλεόραση –στις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες το αριστουργηματικό μπαλέτο ‘σήμαινε’ την πολιτιστική κυριαρχία και αυταρχικότητα του καθεστώτος της Μόσχας.
Στη διασκευή του Κορσουνόβας παίζουν δύο πρόσωπα, ένας αντιφρονών διανοούμενος που έγκλειστος στο διαμέρισμά του βρίσκει διαφυγές ελευθερίας μέσα από τα βιβλία και η κόρη του, ένα παιδί με ειδικές ανάγκες, με προβλήματα στα κάτω άκρα και στην ομιλία. Αγαπάει το μπαλέτο κι εμμονικά ζητάει από τον πατέρα της να της διαβάζει/παίζει την σαιξπηρική «Τρικυμία». Έτσι μια αυτοσχέδια παράσταση ξεκινά μέσα στο μικρό διαμέρισμα, κατά τη διάρκεια της οποίας ο πατέρας της θα γίνει Πρόσπερο, Κάνιμπαλ, Φερντινάντο, Γκονζάλο, Πλοίαρχος, Λοστρόμος και η ίδια θα μεταμορφωθεί (με τη φαντασία της;) σε Μιράντα και Άριελ.
Όταν ξεπεράσει ο θεατής το σοκ με τη φυσική κατάσταση της ηρωίδας, και συμβιβαστεί με την ιδέα ότι η διασκευή περιορίζεται σε στιγμές μόνο του σαιξπηρικού έργου, δεν μπορεί παρά να θαυμάσει τον αυτοσχεδιαστικό πλούτο και την υποκριτική δεξιοτεχνία των δύο ηθοποιών.
Πράγματι, η Ιωάννα Παππά (μετά και τη θαυμάσια ερμηνεία της στον μονόλογο της Ρούλας Γεωργακοπούλου «Οδός Πολυδούρη») και ο Λαέρτης Μαλκότσης (ένας σπουδαίος ηθοποιός, απ’ αυτούς που ως γνήσιοι κωμικοί μπορούν να παίξουν έξοχα μεγάλους δραματικούς ρόλους) δίνουν ρεσιτάλ ερμηνείας. Αξίζει να δείτε την «Μιράντα» για να τους θαυμάσετε -κι ας μην επιτρέπει η διασκευή παρά μόνο σχηματικά τη σύνδεση με το σαιξπηρικό πρωτότυπο.
Οπωσδήποτε αποτελεί μια καλή αφορμή για να διαβάσει, ή να ξαναδιαβάσει, κανείς το υπέροχο έργο –που στα πολλά χρόνια που βλέπω θέατρο μόνο μια φορά απόλαυσα επί σκηνής, στην εξαιρετική παράσταση του Ρουμάνου Σίλβιου Πουρκαρέτε το 1995 στο Ηρώδειο. Είναι καιρός να δούμε την «Τρικυμία» σκηνοθετημένη από κάποιον από τους σημαντικούς σκηνοθέτες της δικής μας σκηνής.