ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.0/5 rating 1 vote

Στη σκηνή του Μικρού Γκλόρια ανεβαίνει το έργο του Ρεμί ντε Βος ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΜΑΣ ΧΩΡΙΣΕΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ, σε σκηνοθεσία του Γιώργου Καραμίχου. Μία μαύρη κωμωδία που έχει ως θεματικό πυρήνα τις μπερδεμένες οικογενειακές σχέσεις, τις εξαρτήσεις του ανθρώπου από πρόσωπα και καταστάσεις, αλλά και τη ζωογόνο δύναμη του έρωτα.

Μετά την κηδεία και την αποτέφρωση της γιαγιάς της οικογένειας, η τεφροδόχος της μεταφέρεται στο σπίτι και δίνεται έτσι η αφορμή για μια εκ του σύνεγγυς συνάντηση της δεσποτικής, βλοσυρής και απόλυτης μητέρας, του γιου της, που ουσιαστικά ακόμα ψάχνει τον τρόπο να απογαλακτιστεί και να ξεκολλήσει από δίπλα της και μιας νεαρής κοπέλας, που αγαπάει το γιο και προσπαθεί με τον τρόπο της να τον φέρει ερωτικά κοντά της.
τεφροδόχος γίνεται το μέσο, εκ του οποίου ξεπηδούν κάποιες κωμικές καταστάσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών, αλλά και της απαρχής των διεργασιών εξομάλυνσης και εξυγίανσης των διαπροσωπικών σχέσεων των ηρώων.

Η μετάφραση είναι του Δημήτρη Φίλια και έχει ροή και συνέχεια. Το πρόβλημα κατά την άποψή μου είναι το ίδιο το κείμενο, το οποίο δείχνει περιορισμένης δυναμικότητας, μετά την αρχική του ανάπτυξη και από κάποια στιγμή και έπειτα δείχνει να μην έχει να προσφέρει τίποτε ουσιαστικό στην παράσταση και ανακυκλώνει κλισέ και ήδη ειπωμένα συναισθήματα, καταστάσεις και αστεία, που τη δεύτερη φορά ακούγονται ανέμπνευστα. Κι έτσι απομένουν οι ηθοποιοί στη σκηνή να προσπαθούν να φτάσουν την παράσταση σε ένα αξιοπρεπές τέλος.

Ο Γιώργος Καραμίχος αναλαμβάνει τη σκηνοθεσία της παράστασης και ίσως διαισθανόμενος τις αδυναμίες του κειμένου, υιοθετεί μια "πειραγμένη" προσέγγιση του έργου, όπου κλασσικές θεατρικές συμβάσεις, εμπλέκονται με στοιχεία βωβού κινηματογράφου, κυρίως στη διαρκή κίνηση των ηθοποιών στη σκηνή, αλλά και σε ένα ελαφρά αλλοιωμένης χροιάς λόγο, των δύο νεότερων χαρακτήρων, σε αντίθεση με την σχεδόν αμετακίνητη φιγούρα της μητέρας.
Το χιούμορ της παράστασης δεν είναι χονδροειδές, αλλά καθημερινό και σύγχρονο αν και θα το προτιμούσα πιο υπόγειο και πιο φλεγματικό. Οι εκφράσεις στα πρόσωπα των νεαρών αλλάζουν συνέχεια και μέσα από γκριμάτσες και γρήγορες ατάκες, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη σχεδόν ανέκφραστη μητέρα, της οποίας ο λόγος είναι μακρόσυρτος και κάποιες στιγμές μοιάζει παγωμένος. Η αντιθετική αυτή τεχνική, κρατάει μεν ένα γρήγορο ρυθμό στο έργο και κάνει εμφανή την υπόγεια προσπάθεια προσέγγισης των χαρακτήρων και του επαναπροσδιορισμού των μεταξύ τους σχέσεων, σε μια πιο υγιή βάση, αλλά ταυτόχρονα φανερώνει και τη συχνή έλλειψη συντονισμού των δύο πλευρών στη σκηνή, κάνοντας αυτήν την επαναπροσέγγιση επιφανειακή και χωρίς να δημιουργεί ουσιαστικά συναισθήματα στο θεατή.

Υπάρχουν φορές που οι χαρακτήρες δείχνουν ξεκομμένοι μεταξύ τους και χωρίς εσωτερική συνεργασία και αλληλοκάλυψη. Κι ενώ γενικά η σκηνοθεσία, στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, έχει μια παρεμβατική και νεωτερίστικη προσέγγιση, στο τελευταίο μέρος της, μοιάζει να εγκαταλείπει την προσπάθεια, να συμπλέει με τη μετριότητα του κειμένου και να παραδίνεται σε αυτή, καταφεύγοντας σε κλισέ και επαναλήψεις που σε ένα σημείο κουράζουν το θεατή.

Η Τζέσυ Παπουτσή στο ρόλο της Μαντλέν, δοκιμάζει τον εαυτό της σε κάτι διαφορετικό, όπου δε φωνασκεί, αλλά καλείται να ελέγξει δραματικά τα εκφραστικά της μέσα. Εγκαταλείπει την ερμηνευτική μανιέρα της υστερικής και προσθέτει μέτρο και ισορροπία στην ερμηνεία της. Λειτουργεί σαν αντίβαρο της νεανικότητας και ορμητικότητας των δύο άλλων χαρακτήρων και αφήνεται να ξεδιπλώσει τόσο τις κωμικές όσο και τις δραματικές πτυχές του ρόλου της αργά και σταθερά. Κάποια μικρά σαρδάμ δεν τα απέφυγε, όπως και κάποια λίγα κλισέ του παρελθόντος, αλλά γενικότερα η ερμηνεία της έδωσε ένα καλό δείγμα του πραγματικού της ταλέντου.

Ο Δημήτρης Λιακόπουλος υποδυόμενος το Σιμόν, το γιο της Μαντλέν, ξεφεύγει από τα στεγανά της τηλεοπτικής και κινηματογραφικής του μανιέρας και επιχειρεί κάτι διαφορετικό. Ερμηνεύει με νεύρο και ένταση και συνοδεύει το λόγο του με μια σχεδόν χορογραφημένη κίνηση, κρατώντας τις ισορροπίες ανάμεσά τους. Οι γκριμάτσες στο πρόσωπό του ενισχύουν την κωμική απόχρωση του ρόλου του, χωρίς να λείπουν οι δραματικές του πινελιές. Παρόμοιες ερμηνείες αποτελούν παρακαταθήκη για ακόμα μεγαλύτερη βελτίωση στο εγγύς μέλλον.

Η Μαρλέν Σαΐτη ερμηνεύει το χαρακτήρα της Ανν, η οποία ξεκινά την παράσταση χαριτωμένα και δίνοντας εξαιρετικά πετυχημένα την εντύπωση μιας χαζούλας κι αφελούς νεαρής, ερωτευμένης με το Σιμόν. Στη συνέχεια όμως αντί να αναπτύξει και να εξελίξει το ρόλο της, δείχνει να παγιδεύεται σε αυτόν και συνεχίζει με ευκολίες και τη μανιέρα της ελαφράς τσιρίδας στη φωνή, η οποία κουράζει και ουσιαστικά την αποξενώνει ερμηνευτικά από τους υπόλοιπους χαρακτήρες και κυρίως απογυμνώνει το σκηνικό δέσιμό της με το χαρακτήρα του Σιμόν, καθώς δείχνουν ανισοβαρείς και χωρίς εσωτερικό ρυθμό οι μεταξύ τους σκηνές.

Το σκηνικό της Αρετής Μουστάκα είναι έξυπνα τοποθετημένο στο χώρο του Μικρού Γκλόρια. Η πολυθρόνα της Μαντλέν σε στρατηγικό σημείο και τα υπόλοιπα έπιπλα περιμετρικά, ώστε να αφήνουν αρκετό χώρο στους ηθοποιούς για άνετη κίνηση.

Τα κοστούμια της Χριστίνας Πανοπούλου αντιπροσωπευτικά, αλλά χωρίς κάτι το ιδιαίτερο να τα τονίζει, ενώ οι φωτισμοί του Δημήτρη Νασιάκου συνήθως ήταν έναν με δύο τόνους υψηλότερα από αυτό που ήθελα, υπερφωτίζοντας συχνά κάποιες σκηνές.

Συμπερασματικά, στο Μικρό Γκλόρια, ανεβαίνει με καλές προθέσεις μια μαύρη κωμωδία που φιλοδοξεί να κάνει το θεατή να γελάσει, να προβληματιστεί λιγάκι και εν γένει να περάσει μια ευχάριστη θεατρική βραδιά. Το κείμενο και η δυναμική του δε βοηθούν προς αυτή την κατεύθυνση, ενώ και η σκηνοθεσία ξεκινάει με κέφι και διάθεση, αλλά προς το τέλος αφήνεται να λιμνάσει παρέα με το κείμενο. Δε θα περάσετε άσχημα βλέποντας την παράσταση, αλλά δε θα εντοπίσετε και αυτό το κάτι που θα σας έκανε να τη θυμάστε για κάποιο καιρό και να την εντάξετε στις αγαπημένες σας.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.