ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΒΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Σάββατο, 02/06/2018 10:23
- Κατηγορία: Κριτική Onlytheater
Το κείμενο του Σουηδού σκηνοθέτη, συγγραφέα και παραγωγού Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (Ernst Ingmar Bergman) με τίτλο "Μετά την Πρόβα" (Efter Repetitionen), σκηνοθετεί στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων ο Περικλής Μουστάκης. Το έργο ανεβαίνει στα πλαίσια του εορτασμού των 100 χρόνων από τη γέννησή του, είναι σε μεγάλο βαθμό αυτοβιογραφικό και ξεκίνησε ως τηλεοπτική ταινία το 1984.
Ο Χένρικ Βόγκλερ είναι ένας σκηνοθέτης σε προχωρημένη ηλικία, ο οποίος αποφασίζει να ανεβάσει για πέμπτη φορά στην καριέρα του το Ονειρόδραμα του Αύγουστου Στρίντμπεργκ. Μετά την πρόβα παραμένει στη σκηνή του θεάτρου και σημειώνει σχόλια και παρατηρήσεις, ενώ εισβάλλει εκεί αναπάντεχα η Άννα Έγκερμαν, η νεαρή πρωταγωνίστρια η οποία στην παράστασή του υποδύεται την Άγκνες, με τη δικαιολογία ότι ψάχνει ένα βραχιόλι που έχασε. Η μεταξύ τους συζήτηση γρήγορα γίνεται έντονη, ξεφεύγει από τα στενά όρια της παράστασης, αποτυπώνοντας με διεξοδικό τρόπο την πολυπλοκότητα της σχέσης σκηνοθέτη-ηθοποιού, ειδικά όταν μπαίνει στο κάδρο και η προσωπική έλξη. Οι σχέσεις συχνά φλερτάρουν με τα όρια του παραλόγου και της ψυχανάλυσης. Το συνειδητό που εμπλέκεται με το ασυνείδητο, το θέατρο και η αλληλεπίδρασή του με την πραγματική ζωή, οι υπαρξιακές αγωνίες των καλλιτεχνών είναι οι βασικοί θεματικοί πυρήνες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται η συζήτηση. Στην εξέλιξη του έργου στη σκηνή παρεμβαίνει και η Ράκελ, η νεκρή μητέρα της Άννας και πρώην ερωμένη του σκηνοθέτη, κάνοντας τα πράγματα ακόμα πιο πολύπλοκα. Η μετάφραση του Χρήστου Μαρσέλλου έχει καθαρότητα στα νοήματα, ροή και συνέχεια, χωρίς να παρουσιάζει κενά και ασάφειες. Τη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου επιμελήθηκε η Έλενα Τριανταφυλλοπούλου.
Ο Περικλής Μουστάκης σκηνοθετεί την παράσταση επιχειρώντας μία ελεύθερη κατάδυση στο σύμπαν του Μπέργκμαν, τόσο στον τρόπο σκέψης και σκηνοθεσίας του, όσο και στο βαθύτερο ψυχολογικό του προφίλ, εφόσον σε αυτή υπάρχουν πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο λόγος έχει διακυμάνσεις στην έντασή του, ακολουθώντας τις ψυχολογικές και λεκτικές αντιπαραθέσεις των ηρώων. Παραμένει όμως σταθερά διεισδυτικός, αιχμηρός, αληθινός, εμβαθύνοντας συνεχώς στο δίπολο σκηνοθέτη-ηθοποιού. Ο σκηνοθέτης πιο χειρουργικός σε αυτά που έχει να πει, χαμηλότονος, πιο πειθαρχημένος και πιο στυλιζαρισμένος, ενώ η ηθοποιός επηρεασμένη ίσως και από το νεαρό της ηλικίας της ορμητική, σε υψηλούς τόνους, πηγαία, ορμητική και συχνά έξω από τους κανόνες. Ανάμεσα στις μικρές εκρήξεις, παρεμβάλλονται σιωπές. Ηχηρές όπου μιλούν τα σώματα και οι εκφράσεις. Ο ρυθμός δεν αποφεύγει κάποιες κοιλιές, κυρίως λόγω κάποιων επαναλαμβανόμενων μοτίβων, του ίδιου του ύφους του λόγου του Μπέργκμαν, αλλά και μιας κατά τόπους στυλιζαρισμένης σκηνοθετικής ματιάς. Μια αρχική δυσκαμψία στην κίνηση της Άννας και μια φωνητική υπέρβαση, γίνεται πιο ήπια στη συνέχεια και εξομαλύνεται βρίσκοντας ρυθμό μετά τα μέσα του έργου. Η συμμετοχή του τρίτου χαρακτήρα στη ροή του έργου, ανακατεύει δημιουργικά την τράπουλα και είναι ζωοφόρα ένεση γι' αυτή. Οι επί μέρους εντάσεις των χαρακτήρων δεν περιορίζονται μόνο στο δραματουργικό κομμάτι, αλλά έχουν τόσο ψυχολογική, όσο και σωματική πτυχή. Τα λαμπάκια της πρόβας και της παράστασης στη σκηνή, σηματοδοτούν συχνά τις λεπτές διαφορές στην εκφορά του λόγου και το στήσιμο των σωμάτων σε σχέση με τη ροή της πραγματικότητας.
Ο Περικλής Μουστάκης κρατά και το ρόλο του σκηνοθέτη, ο οποίος είναι μια άμεση προβολή του ψυχισμού του ίδιου του Μπέργκμαν στο έργο. Μέσα από τη φαινομενική ηρεμία του προσώπου του και την πραότητα του λόγου του, αναδύεται μια ολοένα κλιμακούμενη υπόκωφη ένταση και ανασφάλεια του καλλιτέχνη που επιμένει να αναζητά και να θέλει να δημιουργεί, αλλά νιώθει έντονη πάνω του και την αμείλικτη επίδραση του χρόνου. Όταν η προσωπική έλξη εμπλέκεται στην καλλιτεχνική αναζήτηση τα πράγματα περιπλέκονται και ο λόγος του αποκτά ένα λυγμό που αγγίζει το ψυχολογικό αδιέξοδο. Ο ηθοποιός καταφέρνει έτσι να αποτυπώσει με λεπτομέρεια και ακρίβεια τις λεπτές εναλλαγές που συμβαίνουν στο μυαλό και την ψυχή του σκηνοθέτη.
Η Μαρία Ναυπλιώτου υποδύεται τη Ράκελ, τη νεκρή πλέον μητέρα της Άννας, μια ηθοποιό που αποτέλεσε μούσα, αλλά και έρωτα του σκηνοθέτη. Είναι η πρωταγωνίστρια που μέσα από το συχνά στεντόρειο λόγο της, κρύβει την ενδόμυχη ανασφάλεια της θεατρικής της ύπαρξης, αλλά και η γυναίκα, η οποία με τον ανάλαφρο ερωτισμό και τη ματαιοδοξία της σαγηνεύει τον άντρα μέσα στο σκηνοθέτη. Έχει πάθος, δυναμισμό στην κίνηση, ένα συναισθηματικό γρέζι στη φωνή της, ενώ είναι ορατή και μια υποβόσκουσα υστερία που πηγάζει από το εσωτερικό της άγχος. Η ερμηνεία της έχει γνησιότητα, ρυθμό και συνέπεια.
Η Πηνελόπη Τσιλίκα παίζει την Άννα, η είσοδος της οποίας στη σκηνή γίνεται το εφαλτήριο της συνολικότερης αντιπαράθεσης σκηνοθέτη-ηθοποιού, αλλά και άντρα-γυναίκας. Έχει μια αρχική αμηχανία, αφού η κίνησή της δείχνει μια ελαφρά επιτήδευση και η φωνή της ακροβατεί σε υψηλότερες από τις αναμενόμενες φωνητικές εντάσεις, αλλά γρήγορα ανακτά τον έλεγχο, βρίσκει τις ισορροπίες του ρόλου της και γίνεται άμεση και αφοπλιστικά ειλικρινής.
Στην παράσταση συμμετέχουν τα παιδιά Στέλιος Γουλιέλμος και Άγγελος Τσενέκος (σε διπλή διανομή), αποτελώντας μια αποενοχοποιημένη προβολή της συνειδητοποίησης της βαθύτερης παιδικότητας που κρύβεται μέσα μας.
Τα σκηνικά της Νίκης Ψυχογιού, είχαν μια ψυχρή και λιτή αίσθηση, αντιπροσωπεύοντας το πιθανό σκηνικό σύμπαν του Μπέργκμαν και (κυρίως) τη λογική του. Πολυλειτουργική η παρουσία των χωρισμάτων στο πίσω μέρος της σκηνής, καθώς και οι φωτεινές ενδείξεις "πρόβα" και "παράσταση".
Τα κοστούμια της ίδιας έχουν την απλότητα (στο σκηνοθέτη) και την κομψότητα (στις γυναίκες) που χρειάζονται, ενώ δεν αποσπούν το θεατή από την εξέλιξη της ιστορίας. Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου έχουν μια εμμονή σε χαμηλούς τόνους για να αποτυπώσουν τις σκοτεινές πλευρές του ψυχισμού του σκηνοθέτη, όμως δεν έχουν σημαντικές εναλλαγές και αυξομειώσεις με αποτέλεσμα σε κάποιες σκηνές να κουράζουν και να επηρεάζουν αρνητικά τη συγκέντρωση του θεατή.
Συμπερασματικά, στο Θέατρο της οδού Κυκλάδων, είδα μια παράσταση που προσπάθησε να αποτυπώσει τη βαθιά σχέση θεάτρου και ζωής και την αλληλοεξάρτησή τους, αλλά και να εμβαθύνει στο δίπολο σκηνοθέτης-ηθοποιός.
Η σκηνοθεσία στάθηκε πολύ κοντά στο σύμπαν του Μπέργκμαν και παρά τις μικρές κάμψεις στο ρυθμό και κάποιες κινητικές ή φωνητικές υπερβολές,αποτέλεσε μία λεπτομερή και ακριβή αναπαράσταση αυτού του σύμπαντος. Οι ερμηνείες είχαν διαφορετικές προσεγγίσεις και στάθηκαν σε αρκετά υψηλό επίπεδο, ενώ υπήρξε μια αρκετά καλή σκηνική χημεία μεταξύ τους.