ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ | ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 02/03/2020 20:55
Το κλασικό αριστούργημα «ΜΕΓΑΛΕΣ ΠΡΟΣΔΟΚΙΕΣ» του Τσαρλς Ντίκενς παρουσιάζεται για πρώτη φορά στο Σύγχρονο θέατρο σε μετάφραση – δραματουργική επεξεργασία Μαριλένας Παναγιωτοπούλου και σκηνοθεσία Λίλλυς Μελεμέ.
Από την πρώτη κιόλας εμφάνισή τους στο εβδομαδιαίο περιοδικό «All The Year Around», τον Δεκέμβριο του 1860, οι «Μεγάλες Προσδοκίες» του Ντίκενς αποδείχθηκαν διαχρονική αξία και πήραν τη μορφή μυθιστορήματος το 1861.
Πρόκειται για ένα υπέροχο παραμύθι γοτθικής μυθοπλασίας, όπου κινητήριοι άξονες της δράσης αποτελούν ο έρωτας, η μνήμη, οι ανεκπλήρωτοι πόθοι και οι φιλοδοξίες. Ο συγγραφέας απεικονίζει με δραματική ένταση αλλά και χιούμορ, μέσα από μία σκοτεινή πλοκή, τη μονολιθικότητα της βικτοριανής εποχής του 19ου αιώνα. Μία εποχή κοινωνικής αδικίας, ανισότητας και σκληρότητας, όπου η κυρίαρχη Αγγλία μεσουρανούσε οικονομικά σε παγκόσμιο επίπεδο.
Κεντρικός ήρωας και αφηγητής του έργου ο νεαρός Πιπ, ένα ορφανό δεκάχρονο αγόρι που ζει μαζί με την αυταρχική αδερφή του και τον καλόψυχο σιδερά άνδρα της, Τζο, σ΄ένα φτωχό χωριό. Ο Πιπ δεν προσδοκά τίποτα άλλο στη ζωή του, πέρα από το να γίνει μια μέρα κι αυτός σιδεράς. Ώσπου, κάποια στιγμή θα βρεθεί στο αρχοντόσπιτο της μισότρελης μις Χάβισαμ και θα γνωρίσει την πανέμορφη Εστέλλα, την κακομαθημένη και ψυχρή θετή της κόρη, την οποία ερωτεύεται σφόδρα. Τότε, για πρώτη φορά στη ζωή του, θα νιώσει ντροπή για την ταπεινή του καταγωγή και φιλόδοξα όνειρα θα γεννηθούν μες στο μυαλό του. Η τύχη του αλλάζει δραματικά δέκα χρόνια αργότερα, όταν κληρονομεί αναπάντεχα ένα μεγάλο χρηματικό ποσό από κάποιον ανώνυμο ευεργέτη. Καθώς ο Πιπ αποκαλύπτει σταδιακά την αλήθεια πίσω από τις «μεγάλες προσδοκίες» του, από τον αέναο αγώνα του να γίνει τζέντλεμαν, τα μυστήρια του παρελθόντος και οι περιπλοκές της τύχης, μέσα από μια αλληλουχία συναρπαστικών περιπετειών, τον οδηγούν σταδιακά στην ωριμότητα της ενηλικίωσής του και στην πιο σπουδαία συνειδητοποίηση: την αλήθεια για τον εαυτό του.
Τολμηρό εγχείρημα η μεταφορά ενός τόσο μακροσκελούς, πολυδιάστατου μυθιστορήματος στο σανίδι, αφού εγκυμονεί κινδύνους τόσο η διασκευή του κειμένου όσο και η σκηνοθετική του προσέγγιση.
Η ρέουσα μετάφραση ανήκει στη Μαριλένα Παναγιωτοπούλου, η οποία αναλαμβάνει και τη δραματουργική επεξεργασία του κειμένου, που δυστυχώς χωλαίνει σε αρκετά σημεία, με αποτέλεσμα ο θεατής, που δεν έχει διαβάσει το βιβλίο ή δεν έχει παρακολουθήσει κάποια κινηματογραφική εκδοχή του, να μην είναι σε θέση να ακολουθήσει τους ήρωες και να κατανοήσει την πλοκή του έργου.
Η Λίλλυ Μελεμέ πλάθει μία σφριγηλή, up-to-date θεατρική συνθήκη, υπακούοντας στον κλασικό χαρακτήρα της ανυπέρβλητης ιστορίας. Τοποθετεί τους ηθοποιούς σ' ένα άτοπο χωροχρόνο αποδίδοντας όλο το φάσμα των συναισθηματικών διαθέσεων, κινήτρων, φοβιών και συμπλεγμάτων τους. Εκμεταλλεύεται τη γοτθική δομή του μυθιστορήματος και παραδίδει μία καλαίσθητη παράσταση, μέσα στο ζοφερό της περιβάλλον, με έντονη ενεργειακά ψυχογραφική και ποιητική ατμόσφαιρα, που ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και ονειροφαντασίας, καλοσύνης και κακίας, προσδοκιών και ματαιώσεων, αλληλεγγύης και προδοσίας.
Οι λιτές, αφαιρετικές, μεταλλικές σκηνικές δημιουργίες του Κωνσταντίνου Ζαμάνη συνάδουν με το συμβολιστικό πνεύμα της παράστασης, χωρίζοντας τη σκηνή σε δύο επίπεδα δράσης. Εξαίσιο σε σύλληψη και αισθητική το εικαστικό κομμάτι του πολυελαίου, που προικονομεί τη μετάβαση του Πιπ από τους βάλτους του χωριού του στην κοσμική ζωή του Λονδίνου.
Οι υποβλητικές φωτοσκιάσεις της Μελίνας Μάσχα προσδίδουν μυστήριο στα πρόσωπα, δημιουργώντας μία εξπρεσιονιστική ατμόσφαιρα. Οι απόκοσμες μελωδίες ανήκουν στο Σταύρο Γασπαράτο και τις αρμόζουσες ενδυματολογικές επιλογές αναλαμβάνει με ζήλο η Βασιλική Σύρμα.
Η έμπειρη Φιλαρέτη Κομνηνού σκιαγραφεί με το πιο λεπτό και ακριβές πινέλο τις πολύπτυχες θεατρικές εκφάνσεις της εκκεντρικής «μις Χάβισαμ». Μοιάζει με κινούμενο βαμπίρ που φλερτάρει με τα όριά του μετά την ερωτική προδοσία που υπέστη. Για εκείνην, ο χρόνος έχει σταματήσει στην ώρα της προδοσίας: εννέα παρά είκοσι. Βυθισμένη στη μοναξιά, τη μελαγχολία, την απογοήτευση και το πένθος των αναμνήσεων, αρνείται να ξεπεράσει το τραυματικό σοκ και αποζητά την εκδίκηση με τον πιο κυνικό και σαδιστικό τρόπο. Σατανική, πληγωμένη, σαρκαστική, πικρόχολη μετατρέπει τη θετή της κόρη σε ρέπλικα χωρίς αισθήματα, χωρίς καρδιά για να μην ερωτευθεί κανέναν. Βρίσκεται διαρκώς σε μία παραληρηματική διάθεση, η οποία διακόπτεται από σκόρπιες αναλαμπές ειλικρίνειας ανάμεικτης με τύψεις. Εξαιρετική ερμηνεία.
Ο Γιώργος Χριστοδούλου ως ονειροπόλος, αθώος και ευαίσθητος «Πιπ», εμφυσά πάθος, ορμή και ωριμότητα στον διχασμένο και αμφιλεγόμενο, ηθικά, ήρωα του Ντίκενς, που ψάχνει απεγνωσμένα την αξιοπρέπειά του στα βικτοριανά σαλόνια για να διαπιστώσει ότι στην πραγματικότητα αυτή παρέμεινε αλώβητη μόνο στο σπίτι του σιδερά Τζο.
Καίριος, στιβαρός και λιτός ο Αλέκος Συσσοβίτης ως «κατάδικος Μάγκουιτς» με έντονη θεατρική παρουσία. Ο ήρωας που έλαβε βοήθεια από τον μικρό Πιπ σε μία δύσκολη περίοδο της ζωής του, δεν ξεχνά και ανταποδίδει ως ένδειξη ευγνωμοσύνης και αλληλεγγύης.
Η Νατάσα Εξηνταβελώνη ερμηνεύει την αιθέρια και αλαζονική «Εστέλλα» με πειστικότητα, παραδίδοντας μία περσόνα που έχει γαλουχηθεί να εκδικείται τους άνδρες σαν μηχανή εξόντωσης. Κατορθώνει να επικοινωνήσει όλες τις αποχρώσεις της σχέσης της με την ευεργέτιδά της που εκτείνονται από τον φόβο, τη λύπηση και τον οίκτο έως την αγάπη, την υπακοή και τον θαυμασμό.
Ο Κωνσταντίνος Γεωργαλής και η Λήδα Κουτσοδασκάλου υπηρετούν τους πολλαπλούς ρόλους τους με ενάργεια και συνέπεια, ενδυναμώνοντας τον κορμό της θεατρικής συνθήκης.
Συμπερασματικά, η παράσταση «Μεγάλες Προσδοκίες» είναι μία αξιοπρεπής μεταφορά που, παρότι δεν διαθέτει την αύρα του συγγραφικού πονήματος, μένει πιστή στο πνεύμα του Ντίκενς, αποτελώντας μία ενδιαφέρουσα εικαστική, θεατρική πρόταση.