ΜΕ ΛΕΝΕ ΕΜΜΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 01/03/2019 10:23
Το έργο του Άγγλου θεατρικού συγγραφέα Ντάνκαν Μακμίλαν (Duncan Macmillan) "Με Λένε Έμμα" (People, places and things) σκηνοθετεί στο Σύγχρονο Θέατρο η Ελένη Σκότη. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας (Dorfman Theatre) το 2015 (προτάθηκε για Olivier Award για καλύτερο νέο έργο) και μετακόμισε τον επόμενο χρόνο στο Wyndham's Theatre. Η Έμμα είναι μια νέα, έξυπνη, ταλαντούχα και πνευματώδης νεαρή ηθοποιός εθισμένη στα ναρκωτικά. Μετά από ένα επεισόδιο στο θέατρο βρίσκεται σε μία κλινική αποτοξίνωσης προσπαθώντας να καταπολεμήσει τον εθισμό της και να βγει από εκεί καθαρή από την εξάρτησή της αυτή. Παράλληλα, προσπαθεί να επαναπροσδιορίσει τους στόχους, τα όνειρα και τις επιθυμίες της και να επανεξετάσει τις σχέσεις της με τους ανθρώπους του άμεσου περιβάλλοντός της. Στην προσπάθεια αυτή θα αντιμετωπίσει πολλές δυσκολίες, θα κάνει καινούργιες γνωριμίες και θα προσπαθήσει να επανενταχθεί αρμονικά στο κοινωνικό σύνολο. Η μετάφραση έγινε από το Γιώργο Χατζηνικολάου και είχε ροή και συνέχεια.
Η Ελένη Σκότη ανέλαβε τη σκηνοθεσία της παράστασης δημιουργώντας πολλαπλά, παράλληλα σκηνικά επίπεδα με το λόγο πρωταγωνιστή και προσπαθώντας να διεισδύσει στη βαθύτερη ψυχολογία των ηρώων. Η θεματολογία παραμένει επίκαιρη και η οπτική πάνω σ' αυτή είναι φρέσκια και σημερινή. Ο εθισμός και τα ψυχολογικά αδιέξοδα που δημιουργεί, η συνειδητοποίηση, η απόρριψη, η συνεχής προσπάθεια για μια επιτυχημένη επανένταξη είναι τα βασικά θέματα που πραγματεύεται με τρόπο απλό και κατανοητό. Με διαφανή χωρίσματα δημιουργούνται διαφορετικοί σκηνικοί χώροι, με το προσκήνιο να γίνεται χώρος υποδοχής, αλλά και αντιμετώπισης του προβλήματος και των ανθρώπων του, ενώ στο πίσω μέρος να λαμβάνουν χώρα οι πιο μοναχικές στιγμές των ηρώων. Οι σκηνές έχουν ρεαλισμό ζωντάνια και αμεσότητα, οι διάλογοι εντοπίζουν το πρόβλημα και το θέτουν επί τάπητος, δημιουργώντας παράλληλα και κάποιες ιδιαίτερες σχέσεις μεταξύ των ηρώων, αλλά η επαναληπτικότητα του λόγου (όπου δεν αποφεύγονται τα κλισέ) και κάποιων σκηνικών μοτίβων συχνά δε βοηθούν στην εξέλιξη της ιστορίας και δημιουργούν μια φλυαρία που δεν αγγίζει τον πυρήνα του προβλήματος. Οι προσωπικές σχέσεις που δημιουργούνται μεταξύ των χαρακτήρων (ειδικά στις ομαδικές σκηνές), άλλοτε είναι διαδραστικές και ανθρώπινες και άλλοτε σχηματικές και αποστασιοποιημένες, οπότε δεν έχουν όλες την ίδια επιδραστικότητα στο θεατή. Ο ρυθμός είναι γρήγορος, αλλά παρ' όλα αυτά οι μικρές κοιλιές δεν αποφεύγονται, κυρίως λόγω της κυκλικότητας του λόγου και κάποιων κάδρων που προανέφερα. Το χιούμορ και το συναίσθημα είναι παρόντα, με το πρώτο να ακούγεται ελαφρώς αποστειρωμένο, ενώ το δεύτερο δημιούργησε τις πιο δυνατές και φορτισμένες σκηνές της παράστασης, χωρίς να μετακυλίσει στο μελό. Οι ερμηνείες σε πολύ καλό επίπεδο, κυρίως εξαιτίας των αρκετών μικρών σκηνικών κορυφώσεων μεταξύ των ηρώων.
Η Μαίρη Μηνά στο ρόλο της Έμμα (ή Νίνα, ή Σάρα) μιας έξυπνης, ζωντανής και ταλαντούχας νεαρής ηθοποιού, έχει δυναμική, πάθος και είναι αεικίνητη με την πηγαία ζωτικότητα ενός νέου ανθρώπου. Δυσκολεύεται να πάρει την απόφαση να αντιμετωπίσει το πρόβλημά της και να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, ενώ στη συνέχεια περνάει στο αναπόφευκτο στάδιο της παραίτησης και της κατάθλιψης. Η διαδρομή αυτή αποτυπώνεται με ευκρίνεια τόσο στη χροιά του λόγου της, όσο και στην εκφραστικότητα του προσώπου της και την κινητικότητά της, με ελάχιστες στιγμές υπερβολής.
Η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου ερμηνεύει τη γιατρό και την επικεφαλής της ομαδικής ψυχοθεραπείας της κλινικής αποτελώντας το αντίπαλον δέος ηρεμίας και ψυχραιμίας στα αποθέματα πλεονάζουσας ενέργειας της Έμμα. Με φωνή καθησυχαστική και σίγουρη, βλέμμα και κίνηση που αποπνέουν ενδιαφέρον, κατανόηση και αποδοχή είναι εξαιρετική στην αποτύπωση ενός κατεξοχήν ανθρώπινου χαρακτήρα. Στο ρόλο της μητέρας της Έμμα αποδίδει υπέροχα ένα μονόλογο άκρως ρεαλιστικό και συγκινητικό, όπου φέρνει την κόρη της αντιμέτωπη με την πραγματικότητα του μέλλοντός της.
Ο Γιάννης Λεάκος υποδύεται το Φόστερ, ένα πρώην τοξικομανή και νυν εργαζόμενο στην κλινική. Ήρεμος, απλός, εκφραστικός, με τη συγκατάβαση της γνώσης, την ανθρώπινη έγνοια του παθόντα, αλλά και την υπόνοια ότι δεν έχει καταφέρει να νικήσει πλήρως τα δαιμόνιά του, δείχνει να έχει κατανοήσει σωστά τις λεπτές ισορροπίες του χαρακτήρα του.
Ο Χάρης Τζωρτζάκης παίζει τον Κόνσταντιν και το Μάρκ, ο οποίος δείχνει να έχει αρκετά κοινά στοιχεία με την Έμμα, γι' αυτό και στη αρχή είναι αυτός που αντιδρά έντονα στις εκρήξεις της. Γίνεται όμως και ο κινητήριος και υποστηρικτικός μοχλός του κατευνασμού και της συνειδητοποίησής της, με μία λιτή και καθαρή ερμηνεία, χωρίς υπερβολές, αλλά με ζεστασιά και συναίσθημα.
Ο Κώστας Ξυκομηνός ήταν ο φοβισμένος και αμήχανος Πι στην ομήγυρη των εξαρτημένων, αλλά και ο απρόσμενα ανθρώπινος πατέρας της Έμμας στην τελική σκηνή της παράστασης.
Ο Ανδρέας Κοντόπουλος στο ρόλο του εκρηκτικού και ατίθασου Πωλ κάνει ένα δυναμικό πέρασμα στη σκηνή.
Η Ιωάννα Τζίκα (Λώρα), η Μαρίτα Τζατζαδάκη (Τζόντι), η Έλενα Βακάλη (Σάρον) και η Λένα Μποζάκη σε μικρότερους ρόλους- μέλη της ομάδας ή του νοσηλευτικού προσωπικού συμπληρώνουν με το ταλέντο τους το ψηφιδωτό των ηθοποιών της παράστασης.
Την επιμέλεια του σκηνικού είχε ο Γιώργος Χατζηνικολάου εκμεταλλευόμενος σωστά το διαθέσιμο χώρο και χωρίζοντάς τον διακριτικά σε μικρότερους χώρους, όπου εναλλασσόταν η δράση, χωρίς να είναι απαραίτητη κάποια χρονοβόρα αλλαγή.
Τα κοστούμια της ομάδας Νάμα ήταν σύγχρονα και καθημερινά, ενώ οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου είχαν αισθητική και ενεργή συμμετοχή στην αλλαγή των σκηνικών χώρων κατά την εξέλιξη του έργου.
Η μουσική σύνθεση έγινε από το Στέλιο Γιαννουλάκη και η επιμέλεια του video από το Σταύρο Συμεωνίδη.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου, είδα μια παράσταση βασισμένη σε ένα έργο με σύγχρονη και επίκαιρη προβληματική, το οποίο όμως δεν απέφυγε κάποια κλισέ και μια επαναληπτικότητα που σε κάποιες στιγμές κούρασε. Η σκηνοθεσία ήταν ρεαλιστική, ζωντανή και απέφυγε τόσο τις λεκτικές όσο και τις συναισθηματικές υπερβολές. Κάποιες μικρές κοιλιές και αρρυθμίες δεν επηρέασαν το ενδιαφέρον μου ως θεατή, ενώ οι πολύ καλές ερμηνείες ολοκλήρωσαν τη γενικότερη θετική εικόνα που αποκόμισα για την παράσταση.