ΜΕ ΔΥΝΑΜΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΗΦΙΣΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Κυριακή, 04/03/2018 18:07
Το έργο των Δημήτρη Κεχαΐδη και Ελένης Χαβιαρά σκηνοθετεί στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου ο Δημήτρης Καραντζάς. Γράφτηκε το 1994 και παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1995 από τη Νέα Σκηνή του Λευτέρη Βογιατζή, έχοντας έκτοτε μακρά και επιτυχημένη πορεία στα θεατρικά δρώμενα της χώρας μας.
Τρεις γυναίκες των βορείων προαστίων και συγκεκριμένα της Κηφισιάς, η Αλέκα, η Φωτεινή και η Μάρω, που βρίσκονται χρονικά κάπου στη μέση της πέμπτης δεκαετίας της ζωής τους, συναντιούνται τακτικά στο αστικό σαλόνι της πρώτης για να συζητήσουν και να μοιραστούν τα άγχη, τους φόβους, τις ερωτικές τους προσδοκίες, τις ανασφάλειες και τα αδιέξοδά τους. Την παρέα συμπληρώνει η Ηλέκτρα, η ενήλικη κόρη της πρώτης. Σχεδιάζουν ένα ταξίδι στην Ταϊλάνδη, το οποίο ελπίζουν να είναι το έναυσμα για μια καινούργια αρχή στον ερωτικό τους βίο, αλλά και γενικότερα στη βαλτωμένη τους καθημερινή πραγματικότητα. Στο ενδιάμεσο εξιστορούν ιστορίες του παρελθόντος (ερωτικές και μη), κουτσομπολεύουν, φαντασιώνονται, υστεριάζουν και ζουν στο ζενίθ της μία συνολικότερη κρίση υπαρξιακή που ταρακουνά συθέμελα το εσωτερικό αξιακό τους σύστημα. Δείχνουν να ροκανίζουν το χρόνο, μήπως και καταφέρουν να τον ξεγελάσουν, αλλά και να αγωνιούν για έναν ερωτικό σύντροφο που θα τις οδηγήσει σε μια καινούργια αρχή. Κάποιες φοβίες τους δείχνουν απτές, σοβαρές και παραμένουν διαχρονικές, ενώ κάποιες άλλες ακούγονται σχεδόν εξωπραγματικές, αγγίζοντας συχνά την υπερβολή. Η ουτοπία είναι χαρακτηριστικό του βίου τους, αφού γυμνάζονται, αλλά και καπνίζουν, κάνουν δίαιτα, αλλά και τρώνε για πλάκα σχεδόν μία τούρτα. Συχνά όμως στην ίδια ουτοπία περιδινίζεται και το ίδιο το κείμενο, αφού δεν υπάρχει ουσιαστική δράση σε αυτό και οι αδυναμίες των τριών γυναικών στη διαχείριση της ίδιας τους της ζωής, ουσιαστικά παραμένουν άνευ λύσης μέχρι το τέλος.
Ο Δημήτρης Καραντζάς σκηνοθετεί το φετινό ανέβασμα του έργου, προσπαθώντας μέσα από τα κωμικά στοιχεία του να αναδείξει το βαθύτερο σύμπαν μιας σύγχρονης γυναίκας, όπου η χειραφέτηση και η καταξίωση βαδίζουν χέρι-χέρι με την ανασφάλεια και τη μοναξιά. Είναι όμως άλλο να προσπαθείς να αποτυπώσεις τη φοβία, την ευαισθησία, την εσωτερική μελαγχολία και απομόνωση της σύγχρονης γυναίκας και άλλο να πλάθεις θεατρικές καρικατούρες που σε ορισμένες σκηνές αγγίζουν τα όρια της κοινής χαζομάρας (όπως για παράδειγμα η αρχική σκηνή με την Αλέκα-Λυδία Φωτοπούλου να παρακολουθεί ένα ασύλληπτης αφέλειας video γυμναστικής, το οποίο ακολουθεί), ώστε να αυτοαναιρείς το προφίλ της χειραφέτησης που ευαγγελίζεσαι. Στο πρώτο μισάωρο που μας συστήνει τις ηρωίδες, η ατελείωτη λογοδιάρροια εξυπηρετεί το χτίσιμο των ιδιαιτεροτήτων του κάθε γυναικείου χαρακτήρα του έργου και της αποκάλυψης του ψυχισμού τους. Αλλά στη συνέχεια τα ίδια μοτίβα επαναλαμβάνονται και οι θεατές γίνονται μάρτυρες μιας ρόδας λούνα παρκ που γυρίζει πανομοιότυπα, βαρετά, χωρίς ποικιλία, χωρίς κάτι να τους ξυπνήσει το ενδιαφέρον και να τους αφυπνίσει από το συναισθηματικό τους λήθαργο. Οι μεταπτώσεις μεταξύ κωμικού και τραγικού δεν έχουν κλιμάκωση, δεν έχουν ένταση και μοιάζουν προκατασκευασμένες, λειτουργώντας με κουμπιά τηλεκατεύθυνσης, όπως άλλωστε και η πόρτα της εισόδου (ατυχούς εμπνεύσεως, οφείλω να παρατηρήσω). Το τελευταίο μισάωρο, ο ρυθμός ένιωσα να με έχει κουράσει σημαντικά και τα όποια νοήματα του έργου να με αφήνουν σχετικά αδιάφορο. Και απέμειναν οι ερμηνείες να στηρίζουν κατά το δυνατόν το εγχείρημα ως την τελική του σκηνή.
Η Λυδία Φωτοπούλου ανέλαβε το ρόλο της Αλέκας, στο σαλόνι της οποίας λαμβάνουν χώρα οι συναντήσεις της ομάδας των γυναικών. Έχει την ερμηνευτική ευλυγισία να μπορεί να περνά με χαρακτηριστική ευκολία από την κωμική περσόνα στη μελαγχολικά αισθησιακή γυναίκα, με συνδετικό κρίκο των δύο πτυχών της το σαρκασμό. Παίζει με το ηχόχρωμα της φωνής της, υποστηρίζει σωστά τις παύσεις της με τις εκφράσεις του προσώπου της και αφήνει στο θεατή μια υφέρπουσα υποψία λογικής στον ταραγμένο της ψυχικό κόσμο. Παρ' όλα αυτά δεν απέφυγε κάποιες επαναλήψεις, μετά τη μέση της παράστασης, που αποτέλεσαν τροχοπέδη στην εξέλιξη του χαρακτήρα της.
Η Γαλήνη Χατζηπασχάλη, υποδύθηκε τη Μάρω, μια σχεδιάστρια κοσμημάτων, που δείχνει να έχει τη σπίθα και τα απαραίτητα αποθέματα δύναμης μέσα της, αλλά να αγνοεί πως θα τα υποτάξει στα θέλω της. Ανεβάζει συχνά τους τόνους εκούσια ή και ακούσια, προσπαθώντας να βρει μια διέξοδο στις νευρώσεις και τις μανίες του υποσυνείδητού της. Και αυτή ήταν αρκούντως πειστική και αυθόρμητη στο να πλάσει μια αντι-ηρωίδα, που ταλαιπωρεί εξακολουθητικά τον ίδιο της τον εαυτό.
Η Έμιλυ Κολιανδρή ερμηνεύει τη Φωτεινή, μια τραπεζική υπάλληλο, η οποία έχει την πιο ασταθή ψυχολογία από όλες και αγγίζει συχνά τα όρια της παράνοιας. Είναι η πιο εύθραυστη και χρειάζεται πιο πολύ απ' όλες την υποστήριξη των υπόλοιπων για να επιβιώνει. Με νευρική κίνηση, σπασμένη φωνή και μια ματιά παγιδευμένου ζώου σκιαγραφεί επιτυχημένα ένα σύνθετο χαρακτήρα, που στη ροή της ιστορίας παραμένει σε αρκετά σημεία αχαρτογράφητος και δύσκολο να τον κατανοήσει σε βάθος ο θεατής.
Τέλος, η Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, παίζει την Ηλέκτρα, κόρη της Αλέκας και ούσα πιο νέα και πιο άπειρη, δείχνει να μη συντονίζεται ερμηνευτικά με τις υπόλοιπες γυναίκες. Άνευρη, άχρωμη, με άτονο λόγο και βαριεστημένη κίνηση, δεν καταφέρνει να αποδώσει ολοκληρωμένα τη νεανική ματιά και άποψη στα αδιέξοδα των μεγαλύτερων ηρωίδων.
Το σκηνικό χώρο επιμελήθηκε η Άρτεμις Φλέσσα, δεν είναι αισθητικής των '90s, αλλά μας ταξιδεύει σε μόδες άλλων (περασμένων) δεκαετιών και δεν είμαι σίγουρος ότι θα έδενε με ένα σύγχρονο αστικό σαλόνι της Κηφισιάς. Η πόρτα με τους αυτοματισμούς και τους θορύβους της, ατυχής έμπνευση.
Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, παραπέμπουν σε παρόμοιες ρωγμές του χρόνου, αλλά μπορούν να εκληφθούν και ως έκφραση της εκκεντρικότητας των χαρακτήρων του έργου και ταιριάζουν με την ευμετάβολη ψυχολογία τους.
Η μουσική του Κορνήλιου Σελαμσή υπογραμμίζει σωστά τις όποιες κορυφώσεις του λόγου, ενώ συχνά οριοθετεί και την υστερία της κάθε γυναίκας.
Οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, εστιάζουν σωστά και κατά περίπτωση στις ηρωίδες και παίζουν συχνά με τις σκιές δημιουργώντας ατμόσφαιρα.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, παρακολούθησα μία παράσταση που πάλευε να βρει γραμμή και στίγμα στη σημερινή εποχή. Η προβληματική της και οι εύστοχοι παραλληλισμοί με το σήμερα, δείχνουν να εξαντλούνται μετά το πρώτο ημίωρο και η σκηνοθετική ματιά, δεν τη φρεσκάρει, αλλά αρκείται σε επαναλήψεις μοτίβων και σκηνών και κωμικά στιγμιότυπα που γενικά κουράζουν, εξαντλούνται γρήγορα και δε βοηθούν την όποια ροή της ιστορίας. Η οποία τελειώνει και αναρωτιέσαι που ακριβώς κατέληξε και ποια ερωτήματα απάντησε. Οι ερμηνείες πιστές στη σκηνοθετική γραμμή είναι διακριτές και δίνουν νεύρο, χιούμορ, και μια ερμηνευτική τρέλα προσπαθώντας με ειλικρίνεια και αξιοπρέπεια να απεικονίσουν τις γεμάτες νευρώσεις και ανασφάλειες ηρωίδες. Αλλά είναι αυτές αντιπροσωπευτικές γυναίκες του 2017 (ή 2018);