MASTER CLASS - ΚΡΙΤΙΚΗ

MASTER CLASS - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.4/5 κατάταξη (5 ψήφοι)

Το έργο του Αμερικανού συγγραφέα Terrence McNally "Master Class" σκηνοθετεί στο Μικρό Χορν ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος.
Γραμμένο το 1995, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το Μάρτιο του ίδιου χρόνου στο Marc Taper Forum (Los Angeles) και στο Kennedy Center (Washington), ενώ στο Broadway το Νοέμβριο στο John Golden Theatre. Το 1996 κέρδισε το Drama Desk Award για νέο έργο και το Tony Award για καλύτερο θεατρικό. Η ντίβα της όπερας Μαρία Κάλλας στο τελευταίο κομμάτι της ζωής της, στη δεκαετία του 70, δίνει ένα master class φωνητικής σε τραγουδιστές και με όχημα αυτό το μάθημα ξεδιπλώνει τις αναμνήσεις της, τόσο τις επαγγελματικές όσο και τις προσωπικές. Η μουσική που παίζει στο πιάνο γίνεται ο καταλύτης της μνήμης, ενώ τα κομμάτια που τραγουδούν τα νέα παιδιά ξυπνούν εικόνες από παραστάσεις και πρόσωπα που σημάδεψαν την πορεία της. Άλλοτε ικανοποιείται από αυτό που ακούει, άλλοτε απογοητεύεται και θυμάται τα πρώτα της χρόνια, τη ζήλια των ανταγωνιστριών της, τα καυστικά σχόλια του τύπου, τους θριάμβους της στη Σκάλα του Μιλάνου, τη δασκάλα της Ελβίρα ντε Ιδάλγο, το γάμο της με τον Μπατίστα Μενεγκίνι και το μεγάλο έρωτα με τον Αριστοτέλη Ωνάση. Η μετάφραση του Στρατή Πασχάλη δεν έχει κενά και ασάφειες και ανταποκρίνεται εξαιρετικά στη μετάβαση του έργου στη γλώσσα μας.

Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος στο σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης μένει πιστός στο κείμενο και εναλλάσσει στιγμές και μνήμες ακμής και παρακμής της μεγάλης τραγουδίστριας, το πριν και το τώρα, τη γυναίκα και την καλλιτέχνιδα, προσπαθώντας να αποτυπώσει τις σκέψεις και την ψυχοσύνθεσή της στα τελευταία χρόνια της ζωής της. Συνομιλεί με τον εαυτό της, με τις αναμνήσεις της, ανακαλεί εικόνες με τα πρώτα της βήματα, αλλά και τις στιγμές της αποθέωσής της, με ένα διακριτικό χειλόφωνο να κάνει τη διαφορά μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, μεταξύ πραγματικότητας και υποσυνείδητου. Η ευμετάβολη ψυχολογία της αποτυπώνεται τόσο στην απότομη αλλαγή των εκφράσεών της, όσο και στον τρόπο συμπεριφοράς προς τους γύρω της. Τη μία στιγμή είναι μια κυνική, δεσποτική δασκάλα και αμείλικτη κριτής των μαθητών της και την επόμενη μια εύθραυστη παρουσία που φλερτάρει με τη μοναξιά και την κατάθλιψη. Υπάρχει χιούμορ που συχνά αγγίζει το σαρκασμό και λειτουργεί σα γέφυρα αποφόρτισης τόσο της ηθοποιού, όσο και του κοινού. Οι σιωπές απαραίτητες τόσο για να ακουστεί η μουσική-καταλύτης των αναμνήσεων και η αιθέρια φωνή της μεγάλης ντίβας, όσο και για τις εικόνες που πλάθει η ερμηνεύτρια με το λόγο της και τις ψυχολογικές της ρωγμές. Η ίδια δεν τραγουδά ζωντανά στη ροή του έργου, ίσως εκφράζοντας την ενδόμυχη επιθυμία της Κάλλας να μη γίνει αισθητή η φωνητική της παρακμή. Κι ενώ το κείμενο δεν αποφεύγει αφέλειες και μελοδραματισμούς, τόσο ο ζωηρός ρυθμός που δίνει η σκηνοθετική οπτική, όσο και η καθηλωτική ερμηνεία που παρακολουθεί ο θεατής στη σκηνή, δεν του επιτρέπουν να πλήξει ή να βαρεθεί ούτε για ένα λεπτό.

Η Μαρία Ναυπλιώτου στο ρόλο της Κάλλας δίνει ένα ερμηνευτικό ρεσιτάλ, σε μία από τις καλύτερες και πληρέστερες εμφανίσεις της καριέρας της. Η φωνή της καθαρή και επιβλητική, με τον τόνο της να καλύπτει όλο το φάσμα από την έπαρση και την περιφρόνηση μέχρι τις πιο ευαίσθητες χορδές μιας βαθιά πληγωμένης γυναίκας, η ματιά της σκληρή και αλαζονική στην ανάμνηση των θριάμβων της και θλιμμένη, τρομαγμένη με τα δάκρυα να την κάνουν υγρή συνειδητοποιώντας τη μοναξιά της. Το σώμα της στητό, γεμάτο φλόγα και πάθος τη μία στιγμή, καμπουριάζει, σχεδόν συστέλλεται την επόμενη στο σπαραγμό της. Η κίνησή της είναι επιβλητική, σαρωτική, δεν αφήνει κομμάτι της σκηνής που να μην το γεμίσει με την παρουσία της, ενώ όταν κατεβαίνει στην πλατεία το κοινό σχεδόν κρατά την ανάσα του. Μια ερμηνεία ολοκληρωμένη, προσεγμένη στη λεπτομέρεια, χωρίς ψεγάδια, με την ηθοποιό να έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει όλη την ευρύτατη γκάμα των εκφραστικών της μέσων και να αφήσει το αποτύπωμά της στο φετινό θεατρικό χάρτη της Αθήνας.
Η Εύα Γαλογαύρου παίζει τη σοπράνο Σόφι ντε Πάλμα, την πρώτη μαθήτρια της Κάλλας (σε διπλή διανομή με τη Βάσια Ζαχαροπούλου). Ζεστή, αισθαντική φωνή, ανθρώπινη και ευαίσθητη παρουσία στη σκηνή, πλάθει μια νεαρή κοπέλα με μια φυσική συστολή και ίσως υπέρμετρο σεβασμό για την ντίβα.
Ο Νίκος Ζιάζιαρης υποδύεται τον τενόρο Άντονι Καντολίνο με μέτρο, συνέπεια και απόλυτα ισορροπημένη παρουσία στη σκηνή (διπλή διανομή με το Νικόλα Μαραζιώτη), ενώ μας υποδέχθηκε με την υπέροχη φωνή του στην είσοδο του θεάτρου.
Η Δάφνη Δαυίδ (διπλή διανομή Λητώ Μεσσήνη) είναι η σοπράνο Σάρον Γκράχαμ, που εκτός από την καταπληκτική της φωνή είναι πολύ καλή στις κωμικές στιγμές του ρόλου της και αυτή που προσγειώνει με τη συμπεριφορά της την Κάλλας στην πραγματικότητα.
Ο μουσικός συνοδός της ντίβας στο πιάνο ήταν ο Αλέξανδρος Αβδελιώδης (διπλή διανομή Πέτρος Μπούρας), ο οποίος γέμισε με υπέροχες μελωδίες το θέατρο, αλλά υποστήριξε με υπομονή και χαμόγελο τα ξεσπάσματα της ντίβας, σαν αυθεντικός μουσικός της ακόλουθος.
Στο ρόλο του φροντιστή ο Βαγγέλης Δαούσης, με μια γνήσια αφέλεια και άγνοια για το μέγεθος της καλλιτέχνιδας απέναντί του, ίσως όμως ένα κλικ πιο αστείος απ' όσο χρειαζόταν ο χαρακτήρας.

Τα σκηνικά της Όλγας Μπρούμα ήταν λιτά και λειτουργικά, όντας τα απολύτως απαραίτητα για ένα μουσικό μάθημα σεμιναριακού χαρακτήρα, με το εντυπωσιακό πιάνο να δεσπόζει στη σκηνή, αλλά να υπάρχει και ο απαιτούμενος χώρος για τη σαρωτική κίνηση της ηθοποιού κατά τη διάρκεια της παράστασης.
Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου ακολουθούσαν πιστά την Κάλλας στην κίνησή της και με τις διακυμάνσεις τους εστίασαν έξυπνα στις ψυχολογικές της μεταπτώσεις.
Η εξαιρετική μουσική επιμέλεια ήταν του Πέτρου Μπούρα.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του μικρού Χορν παρακολούθησα μια παράσταση που παρά τις όποιες αδυναμίες του κειμένου, σκιαγράφησε με επιτυχία πτυχές της σπουδαίας Μαρίας Κάλλας, τόσο ως καλλιτέχνιδας, όσο και ως γυναίκας. Με χιούμορ, ευαισθησία και μια προσέγγιση τρυφερή, ανθρώπινη, χωρίς να προσπαθεί να την αγιοποιήσει, αλλά ούτε και να αμαυρώσει την εικόνα της. Η μουσική, τα τραγούδια, η πρόζα, οι σιωπές, είχαν τη σωστή δοσολογία ώστε να μην κουράσουν και να συνεργαστούν αρμονικά. Η ερμηνεία της Μαρίας Ναυπλιώτου ήταν δουλεμένη στη λεπτομέρεια, σαγηνευτική και συνάμα καθηλωτική, σε σημείο που αδυνατούσες να τραβήξεις τα μάτια σου από πάνω της.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.