ΜΑΓΚΝΤΑ ΓΚΑΙΜΠΕΛΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 14/01/2016 13:22
Το έργο του Γιώργου Βέλτσου με τίτλο ΜΑΓΚΝΤΑ ΓΚΑΙΜΠΕΛΣ, σκηνοθέτησε η Άντζελα Μπρούσκου στη Νέα σκηνή του Θεάτρου Ρεξ, για το Εθνικό Θέατρο. Αναφέρεται στην ομώνυμη ηρωίδα, σύζυγο του Υπουργού Προπαγάνδας του Χίτλερ, του Γιόζεφ Γκαίμπελς, η οποία μία ημέρα μετά την αυτοκτονία του Φύρερ αποφάσισε το θάνατο όλης της της οικογένειας, δηλητηριάζοντας τα παιδιά της στον ύπνο τους και αποφασίζοντας την εκτέλεση του άντρα και τη δική της της με περίστροφο. Στην παράσταση η Μάγκντα Γκαίμπελς προσφέρει τη δική της οπτική των ταραγμένων χρόνων της ναζιστικής Γερμανίας, επανεξετάζοντας την ιδεολογία, τις πράξεις και τα ίχνη τους στην ιστορία και καταγράφοντας την άνοδο και την πτώση της χιτλερικής κοσμοθεωρίας, μέσα από ένα σκληρό και συχνά απόλυτο προσωπικό απολογισμό.
Το κείμενο δύσκολο νοητικά και με εμφανείς δραματουργικές αδυναμίες, που επηρεάζουν τη θεατρική του ευπλασία, έχει εξαρχής μια φιλοσοφική θεώρηση, που αποξενώνει το θεατή από το συναίσθημα και κάνει δυσπρόσιτους τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες, γύρω από τους οποίους κινείται ολόκληρη η πλοκή, αγγίζοντας συχνά ένα όριο παραληρηματικής γραφής.
Ο εισαγωγικός μονόλογος κούρασε και παρέμεινε θολός και χαοτικός, ως προς τους στόχους του έργου, μη προετοιμάζοντας το θεατή θετικά για ότι ακολουθεί. Υπάρχει ένας διαρκής ναρκισσισμός, μια τάση προς το πομπώδες και μια υποψία βερμπαλιστικής διάθεσης που διατρέχει το κείμενο, χάνοντας διαρκώς στοιχεία εννοιολογικά, ιδεολογικά και υφολογικά.
Η Άντζελα Μπρούσκου ανέλαβε τη σκηνοθετική επιμέλεια της θεατρικής απεικόνισης του παραπάνω κειμένου, στη σκηνή του Ρεξ, προσπαθώντας να την μπολιάσει με όλα εκείνα τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τις δουλειές της. Η ιστορία και οι αποχρώσεις της παρουσιάζονται εναλλάξ δια στόματος του ζεύγους Γκαίμπελς, συχνά με έναν υποβλητικό και συνάμα φοβικό τρόπο, με το λόγο σε τετελεσμένο μέλλοντα, ως αν τα γεγονότα δεν έχουν ήδη συμβεί, αλλά αναμένονται με μαθηματική ακρίβεια σε ένα άχρονο μέλλον. Άλλοτε εν είδει ψυχανάλυσης, άλλοτε εν είδει περιγραφικής απαγγελίας, παρουσιάζονται η άνοδος και η πτώση, η ακμή και η παρακμή και το ιδεολογικοπολιτικό τους υπόβαθρο.
Οι διαφορετικές οπτικές γωνίες, τονίζονται και από τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της ηρωίδας, η οποία κινείται σε όλο το φάσμα από την αμφισβήτηση μέχρι την τυφλή υποταγή, οπτικοποιώντας κατά το δυνατόν τους δύσκολους και μη επικοινωνιακούς κώδικες του κειμένου και στοχεύοντας στη βελτιστοποίηση των δραματουργικών του αδυναμιών.
Η προβολή μικρών live στιγμιοτύπων από δύο κάμερες, ίσως αποσπά την προσοχή από την κεντρική σκηνή, αλλά έχει το πλεονέκτημα της "σύλληψης" μικρών ενδιαφερόντων πλάνων-κάδρων.
Η παράσταση κάποια στιγμή κάνει αναπόφευκτα κοιλιά, δεν έχει σταθερό ρυθμό και κάποιες σκηνές μοιάζουν ασύνδετες, ψάχνοντας την ταυτότητά τους. Οι προβολές πάνω στην κουρτίνα της αυλαίας αποτέλεσαν κάκιστη ιδέα, καθώς λόγω των πτυχώσεών της, η ανάγνωση πάνω της στάθηκε σχεδόν αδύνατη. Συχνά ο λόγος ήταν τουλάχιστον μία με δύο σκάλες ηχηρότερος του απαραίτητου, με αποτέλεσμα να διολισθαίνει στο επίπεδο της απλής και ενοχλητικής φωνασκίας, λειτουργώντας υπονομευτικά ως προς την κατανόηση, αλλά και την ερμηνεία των ηθοποιών. Η έλλειψη χιούμορ και μιας υπόγειας ειρωνείας ήταν επίσης εμφανής, στερώντας πολύτιμες ανάσες στο θεατή.
Η Παρθενόπη Μπουζούρη, συνηθισμένη σε επικίνδυνες αποστολές, αναλαμβάνει το ρόλο της Μάγκντα Γκαίμπελς, επιχειρώντας να αναδείξει την πολυπλοκότητα της προσωπικότητάς της. Εύπλαστη και εξαιρετικά προσαρμόσιμη, τόσο σε επίπεδο λόγου και χροιάς φωνής, όσο και εκφραστικά και κινητικά, ερμηνεύει με επιτυχία όλη την κλίμακα από την αλαζονεία στη συντριβή, από τη σκληρότητα στην ύπαρξη συναισθήματος, εμβαθύνοντας στην ταραγμένη ψυχοσύνθεση και σκέψη της ηρωίδας. Γενικά μια μελετημένη και δουλεμένη ερμηνεία, που διατηρεί εν γένει τις ισορροπίες της και έχει μια δημιουργική διάθεση.
Ο Θάνος Παπακωνσταντίνου αναλαμβάνει να ερμηνεύσει το χαρακτήρα του alter ego της Μάγκντα, του Γιόζεφ Γκαίμπελς και να συμπληρώσει δίπλα της το πορτραίτο μιας "ιδανικής" ναζιστικής οικογένειας. Συντονισμένος υφολογικά με την κυρία Μπουζούρη, δίνει το δικό του στίγμα στην αντρική εκδοχή της ιστορίας με μια διάχυτη αίσθηση ανωτερότητας, επικράτησης και υπεροχής. Με λόγο κοφτό και έντονο, κίνηση ναρκισσιστική και άκαμπτη, αποτελεί μια δυναμική εικόνα του ανώτερου κρατικού εκπροσώπου του ναζισμού μετά το Χίτλερ.
Η σκηνική του χημεία με τον κεντρικό γυναικείο ρόλο της παράστασης, σε υψηλό επίπεδο με ελάχιστες εξαιρέσεις, καταφέρνοντας έτσι να πείσουν συμπληρώνοντας ο ένας τον άλλο.
Σε διαφορετικούς μικρούς ρόλους η Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου και ο Δημήτρης Κίτσος, απαραίτητους κρίκους στην αλυσίδα της συνολικής εικόνας της παράστασης,
ολοκληρώνουν το παζλ των ερμηνευτών της παράστασης και συμμετέχουν σε αυτή με κέφι και διάθεση.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια τα επιμελήθηκε η ίδια η σκηνοθέτις. Ταιριαστά με το πνεύμα και τη φιλοσοφία των Γκαίμπελς τα πρώτα, συχνά χάνονται και ξεπροβάλλουν μέσα από τους καπνούς της σκηνής, συμμετέχοντας στην ατμόσφαιρα της παράστασης, ενώ τα κοστούμια, σε αυστηρή και απόλυτα πειθαρχημένη γραμμή, υπήρξαν κάποιες στιγμές που έδειχναν ξένα πάνω στους πρωταγωνιστές. Την υποβλητική και ατμοσφαιρική μουσική επιμελήθηκε η Θάλεια Ιωαννίδου, ενώ οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου κάπως υπερβολικοί, μάλλον υπερφώτισαν σκηνές και πρωταγωνιστές.
Συμπερασματικά, μια δύσκολη προσπάθεια έλαβε χώρα στη Νέα Σκηνή του Ρεξ, με μια θεατρικοποιημένη βιογραφία της Μάγκντα Γκαίμπελς, βασισμένη πάνω σε ένα κείμενο που είχε αδυναμίες δραματουργικές και εννοιολογικές, ήταν χαοτικό και δύσκολο στην παρακολούθησή του.
Η σκηνοθεσία της Άντζελας Μπρούσκου βελτίωσε την κατάσταση και είχε την προσωπική της σφραγίδα, αλλά από την παράσταση έλειψε η ροή και η σπιρτάδα που θα την αναδείκνυε και θα την ισορροπούσε. Οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών με κάποιες τεχνικές μικροαδυναμίες, αλλά γενικά σε υψηλό επίπεδο.
Εμένα πάντως μου άφησε σημαντικά κενά.