LOLITA REVERSED - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 30/11/2017 14:00
Την παράσταση Lolita Reversed, η οποία ξεκίνησε την πορεία της πέρσι στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σκηνοθετεί αυτή τη φορά στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου Επί Κολωνώ ο Χρήστος Καρασαββίδης, σε κείμενο δικό του. Βασισμένη στην αιρετική και πολυδιαβασμένη Lolita του Vladimir Nabokov, ξαναγράφεται, επικαιροποιείται και παρουσιάζεται σε μια σύγχρονη εκδοχή. Ένας μεσήλικος σκηνοθέτης νοικιάζει δωμάτιο στο σπίτι μιας καλοστεκούμενης χήρας, η οποία τον ορέγεται σεξουαλικά και συναισθηματικά για να γεμίσει το κενό που άφησε ο θάνατος του άντρα της. Κάνουν σχέση, παντρεύονται και αυτός βρίσκει τον εαυτό του να έλκεται παράφορα, σχεδόν παθολογικά, από τη νεαρή ανήλικη κόρη της χήρας και να κάνει μαζί της παράλληλη σχέση. Τα αποτελέσματα της σχέσης αυτής, για κάποιους προκλητικής, για κάποιους άλλους σοκαριστικής, είναι αναμενόμενα οδυνηρά για όλους. Το παράνομο, το απαγορευμένο σε αυτή την ιστορία έχει πρόσωπο, σάρκα και οστά, για να εξερευνήσει τα όρια της ανθρώπινης επιθυμίας, τη παιδική θηλυκότητα και σεξουαλικότητα, την εκμετάλλευση, συναισθηματική και σεξουαλική και τα δυσδιάκριτα όρια μεταξύ θύτη και θύματος και την ευκολία με την οποία αυτοί οι ρόλοι μπορεί να αντιστραφούν.
Ο Χρήστος Καρασαββίδης παράλληλα με την ιδιότητα του συγγραφέα αναλαμβάνει και αυτή του σκηνοθέτη προσπαθώντας να διατηρήσει το βασικό ιδεολογικό ιστό του αρχικού κειμένου και να το προσαρμόσει σε πιο σημερινά μέτρα και δεδομένα. Ο έρωτας ενός μεσήλικα που ψάχνει να βρει νόημα και έμπνευση στη ζωή και τη δουλειά του, με ένα ανήλικο κορίτσι, το οποίο πνιγμένο στο ναρκισσισμό της θηλυκότητάς του παίζει μαζί του ένα ερωτικό παιχνίδι που θυμίζει το δίδυμο γάτας-ποντικού. Χωρίς η εναλλαγή των σκηνών να έχει πάντα χρονική αλληλουχία, στη ροή της παράστασης εμπλέκονται και οι προβολές των ηρώων στο μέλλον, αλλά και παράλληλες ιστορίες από το παρελθόν του Ναμπόκοφ, με πολύ χαλαρή σύνδεση με την κεντρική ιστορία, με αποτέλεσμα συχνά το ενδιαφέρον του θεατή να απεστιάζεται από αυτή και να χάνει τους χυμούς των νοημάτων της. Η σκηνοθετική πρόταση περιελάμβανε και κάποιες φράσεις-κλισέ που θυμίζουν ιδεολογικά μανιφέστα άλλων εποχών και χρησιμοποιεί την πρόκληση ως μέσο τέρψης των αισθήσεων του θεατή και όχι οδηγώντας τον προς μια δημιουργική ηθική και πνευματική ενδοσκόπηση. Συχνά είχα την εντύπωση ότι ο σκηνοθέτης εστίασε στο προφανές και το επιφανειακό, αποφεύγοντας να δώσει συναισθηματικό και ψυχολογικό βάθος στους ήρωές του, χρησιμοποιώντας στις εικόνες του τον εύκολο εντυπωσιασμό και χαρακτήρες που έδειχναν έναν άκρατο ναρκισσισμό, χωρίς καμία ουσιαστική αναρχική και αυθάδικη ματιά. Τα σχόλια-ατάκες προς το σκηνοθέτη και το συγγραφέα ήταν τουλάχιστον ατυχή, αχρείαστα και καθόλου αυτοσαρκαστικά. Τέλος θα περίμενα σε μία ιστορία που ήθελε να "ξαναγράψει" ένα κλασσικό κείμενο να υπάρχει υπόγειο και ίσως αυτοειρωνικό χιούμορ, το οποίο είναι σχεδόν ολοκληρωτικά απόν από το έργο.
Ο Κώστας Καζανάς αναλαμβάνει το ρόλο του μεσήλικα σκηνοθέτη που ανύποπτος για το τι του επιφυλάσσει το μέλλον νοικιάζει ένα δωμάτιο στο σπίτι της μητέρας της Λολίτας. Ξεκινά δυναμικά την ερμηνεία του, με λόγο καλά και καθαρά αρθρωμένο, στιβαρό και στέρεο. Σιγά σιγά η σταθερότητα και η δυναμική αυτή χάνεται και μοιάζει μπερδεμένος στη σκηνή και χωρίς προσανατολισμό. Ο λόγος του έχει συναίσθημα, αλλά δείχνει να μην ξέρει προς ποια κατεύθυνση να το εκδηλώσει και έτσι αυτό μένει μετέωρο. Η κίνησή του μετά τη μέση της παράστασης γίνεται μονοκόμματη, παθητική και χωρίς συντονισμό, πλάθοντας ένα χαρακτήρα που δεν εξελίσσεται, άβουλο και παγιδευμένο σε στεγανά, χωρίς ενεργητική συμμετοχή στην εξέλιξη της ιστορίας. Η ηθική μεταμέλειά του (σχεδόν συντριβή) είναι εμφανής, αλλά όχι όσο τονισμένη θα την ήθελα στη σκηνή.
Η Τζωρτζίνα Λιώση υποδύεται τη Λολίτα και είναι πειστική στη σκηνική αναπαράσταση ενός κοριτσιού με θηλυκότητα και ερωτισμό. Αυτή όμως αναπτύσσεται μονοδιάστατα, χωρίς την παράμετρο της παιδικότητας, της (έστω και κρυμμένης) αθωότητας της ηλικίας της, με αποτέλεσμα το νυμφίδιο να κατασπαράσσει στη σκηνή το κορίτσι, που ακόμα και όταν με το λόγο του το επικαλείται, υπάρχει μόνο στις λέξεις και όχι στις εικόνες που βλέπει ο θεατής. Η κίνησή της αρκούντως προκλητική, όπως και το βλέμμα της, αλλά χωρίς την ταυτιστική ενσυναίσθηση που θα περίμενα με το ρόλο της. Η Μάρω Παπαδοπούλου ερμήνευσε τη χήρα, μητέρα της Λολίτας, που νοικιάζει το δωμάτιο στο σκηνοθέτη και κατάφερε να δώσει μια γυναίκα με συναισθηματικά και ψυχικά ελλείμματα, που όμως δεν έχει εγκαταλείψει και το ρόλο της μάνας. Σχεδόν επαιτεί για λίγη προσοχή και αγάπη, ενώ στη σκηνή της σιωπηλής συνειδητοποίησης του παράνομου έρωτα του σκηνοθέτη με την κόρη της, αποτυπώνει εύστοχα όλη την ένταση και την ηθική και συναισθηματική σύγχυση που θα ένιωθε μία μάνα σε παρόμοια περίπτωση.
Η Κρίστελ Καπερώνη σαν παράλληλη Λολίτα, προσπάθησε να δώσει κάποιες άλλες, πιο εσωτερικές πτυχές της ανήλικης ηρωίδας, κάτι σαν προπομπός της ενηλικίωσής της. Ο λόγος της μεστός και δυναμικός, αλλά η κίνησή της είχε κάτι το ωμό, το ακατέργαστο και δε συμβάδιζε μαζί του. Οι συναισθηματικές της κορυφώσεις καταγράφηκαν στο πρόσωπο και το βλέμμα της ωστόσο αρκετά επιτυχημένα.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης στον έτερο αντρικό ρόλο είχε μια ασάφεια στο χαρακτήρα που κλήθηκε να ερμηνεύσει, χωρίς να προσπαθεί να τον αναπαραστήσει είτε με ερωτικό, είτε με πιο εσωτερικό τρόπο. Υπήρχε ένας αχρείαστος στόμφος στο λόγο του και μεγάλα κενά ανάμεσα στις λέξεις, οι οποίες δεν έκαναν εντύπωση, αλλά απλά κατέβαζαν ταχύτητα στο ρυθμό της παράστασης.
Η Δώρα Παρδάλη ήταν μια γυναίκα από το παρελθόν του Ναμπόκοφ και παρά την κάποια αοριστία του ρόλου της, είχε λόγο με συναισθηματικές κορυφώσεις, αρκετά αιχμηρό και παρουσία γήινη, απόλυτα ελεγχόμενη, χωρίς ιδιαίτερες ερμηνευτικές κορώνες.
Η Ηλέκτρα Σταμπούλου υπεύθυνη για τη σκηνογραφική επιμέλεια της παράστασης με τη γεμάτη μαξιλάρια σκηνή να αποδεικνύεται άλλοτε λειτουργική (στις συναισθηματικές και λεκτικές εκρήξεις των ηρώων) και άλλοτε τροχοπέδη (στην κίνηση των ηθοποιών από το ένα μέρος της σκηνής στο άλλο) στην όλη προσέγγιση του έργου. Η Βασιλική Σύρμα στα κοστούμια επέλεξε γήινα χρώματα και λίγο φαντεζί κάποιες φορές ρούχα, για να τονίσει τις ιδιαίτερες εσωτερικές φορτίσεις των χαρακτήρων που έντυσε. Η μουσική επιμέλεια του Χρήστου Καρασαββίδη δεν πρόσθεσε πολλά πράγματα στην ατμόσφαιρα και τη ροή της παράστασης, ενώ video artist ήταν η Μαίρη Θηβαίου.
Συμπερασματικά, στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου Επί Κολωνώ, είδα μια παράσταση που συγγραφικά δεν πρόσθεσε κάτι ιδιαίτερα σημαντικό στο ήδη γνωστό έργο του Ναμπόκοφ, ενώ και σκηνοθετικά είχε ασάφειες και μια επιφανειακότητα στην προσέγγισή της. Δεν έδειξε να προχωρά στο ηθικό, συναισθηματικό και κοινωνικό πυρήνα των γεγονότων και των καταστάσεων που θέλησε να θίξει, ενώ παρατήρησα στη ροή της και σημαντικούς (και αχρείαστους) ακκισμούς. Οι ερμηνείες είχαν μια ομαδικότητα και ήταν σε καλό επίπεδο, αλλά συχνά έδειχναν αόριστες και χωρίς προσανατολισμό. Μου έλειψε το πηγαίο, το αυθόρμητο, η σπιρτάδα που θα απογείωνε ένα παρόμοιο έργο.