ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΝ Ο ΠΟΘΟΣ | ΚΡΙΤΙΚΗ (2)
- Ημερομηνία: Πέμπτη, 20/01/2022 14:41
Τί να πρωτοκριτικάρει κανείς για το «ΛΕΩΦΟΡΕΙΟΝ Ο ΠΟΘΟΣ», του Τένεσι Ουίλιαμς (Tennessee Williams); Έργο πολυδιάστατο, κλασικό, αγαπημένο, χιλιοπαιγμένο σε θεατρικές σκηνές με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ακροβατεί μεταξύ ρεαλισμού και ποιητικής μαγείας, στοιχεία ισοδύναμα, που αν δεν αντιμετωπιστούν με δίκαιη, προσεκτική και εμπνευσμένη μεταχείριση, τότε δυστυχώς δεν αποκαλύπτει την ουσία του.
Από τη μια, η πάλαι ποτέ αριστοκράτισσα Μπλανς Ντυμπουά, μια νευρασθενική, ευάλωτη, αλαζονική, αλαφροΐσκιωτη, φαντασμένη, αλκοολική γυναίκα, με βεβαρημένο ερωτικό παρελθόν και νωπές πληγές που ακόμη αιμορραγούν, αρνείται να προσαρμοστεί στον κόσμο των κανονικών -και σαν «ξένη» αναζητά μόνο τη μαγεία στη ζωή της.
Από την άλλη, ο άξεστος, οξύθυμος, ζωώδης, αλλά και έντονα ερωτικός Πολωνός οικονομικός μετανάστης, Στάνλεϋ Κοβάλσκι, συνώνυμο του ωμού ρεαλισμού.
Στη μέση η αδελφή (της) και σύζυγος (του) Στέλλα, θύμα και των δύο, εξισορροπεί τις ακραίες καταστάσεις, υποταγμένη στο δικό της πάθος. Βλέπουμε ήρωες βαθιά τραυματισμένους, χωρίς ευσυνειδησία και με διογκωμένο το «εγώ» τους, που δεν εξελίσσονται ούτε αλλάζουν.
Στη σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού θεάτρου, το τιμόνι του «Λεωφορείου» κρατά ο Θανάσης Σαράντος και αποδεικνύεται κακός ή μάλλον ατζαμής οδηγός. Διαπράττει μια σκηνοθετικά ανέμπνευστη, μονοδιάστατη, στείρα, επιφανειακή και -δυστυχώς- παλιομοδίτικη προσέγγιση, βασισμένη σε μία απλοϊκή, δίχως χυμούς, δική του μετάφραση.
Τι κι αν το ηθογραφικό πλαίσιο της παράστασης φαίνεται εντυπωσιακό με το λειτουργικό, ρεαλιστικό σκηνικό της Άσης Δημητρολοπούλου, τους φωτισμούς της Μελίνας Μάσχα, τα κοστούμια της Λίνας Μότσιου και τις νωχελικές, ζωντανές jazz σφήνες του Κωνσταντίνου Ευαγγελίδη;
Δυστυχώς, δεν αρκούν αυτά -κι έτσι άνθρακας καταλήγει ο θησαυρός του Ουίλλιαμς. Μία παράσταση που ξεκινά με καλούς οιωνούς και καταλήγει σε μια φαντασμαγορική καραμπόλα, αφού δεν καταφέρνει να ξεκλειδώσει ούτε τον ρεαλισμό, ούτε τη μαγεία, ούτε τη διάχυτη φιλαρέσκεια, ούτε τον αυτοκαταστροφικό πόθο.
Δεν είδα κάποια ουσιαστική πρόταση του σκηνοθέτη, να μεταλαμπαδεύεται στο κοινό. Μόνο φωνές, περιττά νάζια, ανυπαρξία ενέργειας, αμηχανίες, αδικαιολόγητα πήγαινε-έλα, ένταση στο ναδίρ χωρίς την απαιτούμενη κλιμάκωση και δύο σκηνές-φιάσκο, αυτές του βιασμού και της ενδοοικογενειακής βίας -που καλύτερα να παρέμεναν στη σφαίρα της φαντασίας μας.
Όλα αυτά υποτίθεται ότι υπηρετούν τον ρεαλισμό του έργου, γιατί η μαγεία ενσωματώνεται μόνο στα jazz – blues ιντερμέδια με την καταπληκτική, ομολογουμένως, βελούδινη φωνή της Ίντρα Κέιν.
Όπως το «λεωφορείο» συνεχίζει την ανεξέλεγκτη πορεία του χωρίς φρένα, είναι απολύτως αναμενόμενο ότι οι ηθοποιοί δε βγαίνουν αλώβητοι από τα συντρίμμια του, εκτός μερικών εξαιρέσεων. Δεν υπάρχει σκηνική χημεία, υποκριτική συνοχή, ο καθένας πορεύεται όπως γνωρίζει και όπως μπορεί.
Η Κωνσταντίνα Τάκαλου («Μπλανς Ντυμπουά»), ερμηνεύτρια με πλούσιες ερμηνευτικές εγγραφές, καταλήγει σε μια καρικατούρα παλιμπαιδισμού, με μοναδική φωτεινή στιγμή, την τελική συντριβή της, όπου φαίνεται διακριτά η απόγνωση στο πρόσωπό της. Στο υπόλοιπο έργο πελαγοδρομεί αβοήθητη.
Ο Αποστόλης Τότσικας («Στάνλεϋ Κοβάλσκι») δε φαίνεται να έχει κατεύθυνση στον ρόλο του. Σαν να μην του εξηγήθηκε ποιον παίζει, σαν να έπρεπε να επιδείξει μόνο μυς και «βαρβατίλα».
Αξιοπρεπώς προσπάθησαν να σταθούν η Νάνσυ Μπούκλη ως «Στέλλα» και η Πηνελόπη Μαρκοπούλου ως «Ευνίκη», αλλά κι ο έμπειρος Ιερώνυμος Καλετσάνος που σκιαγράφησε με μέτρο τον τρομοκρατημένο «Μιτς».
Ο υπόλοιπος θίασος που απαρτίζεται από τον Άγγελο Ανδριόπουλο, την Ίντρα Κέιν, τον Λάμπρο Κτεναβό, τον Νικόλα Μακρή και τον Γρηγόρη Φρέσκο, δίνει περιγραφικά τους χαρακτήρες του έργου, συμπληρώνοντας τον κενό κόσμο της θεατρικής συνθήκης.
Μία παράσταση χρειάζεται αίσθηση του ρυθμού, γνώση, αντίληψη, επαφή των ηθοποιών μεταξύ τους, κατανόηση του έργου, προσωπική ταυτότητα, για να ενορχηστρωθεί σωστά και να συνδεθεί η θεατρική πράξη σε όλα τα επίπεδα. Μόνο έτσι ο θεατής μπορεί να νιώσει τους κραδασμούς της.
Στην προκειμένη περίπτωση, η παράσταση του Εθνικού Θεάτρου ασθμαίνει από το πρώτο λεπτό, όπως ακριβώς βαριαναστέναζε ο συνοδός μου κάτω από τη μάσκα του, προσπαθώντας να κρατηθεί ξύπνιος για δυόμισι ώρες σ' ένα κουραστικό θέαμα που μύριζε ναφθαλίνη.