ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ Ο ΠΟΘΟΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Κυριακή, 29/01/2017 17:08
Το "Λεωφορείο ο Πόθος", το έργο που καθιέρωσε τον Τennessee Williams σαν έναν από τους σπουδαιότερους Αμερικανούς θεατρικούς συγγραφείς, σκηνοθετεί η Ελένη Σκότη στο Σύγχρονο Θέατρο της Αθήνας.
Η Μπλανς Ντυμπουά φτάνει στη Νέα Ορλεάνη αδέκαρη και μόνη, για να ζητήσει καταφύγιο από την αδερφή της Στέλλα και το μετανάστη Πολωνό άντρα της Στάνλευ Κοβάλσκι. Ο ιδιότυπος χαρακτήρας της, η ανασφάλεια που τη διακατέχει και το αμφιλεγόμενο ερωτικό της παρελθόν, ανατρέπει τις ισορροπίες του ζευγαριού και του κοινωνικού τους περίγυρου. Η αντιπαράθεση της Μπλανς με τους υπόλοιπους χαρακτήρες του έργου, την απομονώνει, την καταντά παρείσακτη, ένα είδος κοινωνικού παρία. Τελικά την απομακρύνουν από κοντά τους με τη στάμπα της τρελής, για να επανέλθουν στην κανονικότητα της καθημερινότητάς τους. Οι αντοχές μας στη διαφορετικότητα και σε αντιλήψεις ξένες προς τις δικές μας και το πόσο βαθιά επηρεάζουν τη συναισθηματική μας ισορροπία είναι η βασική γραμμή προβληματικής του έργου. Οι ηθικοί κανόνες μιας κατά βάση μικροαστικής κοινωνίας δοκιμάζονται και το καινούργιο απομονώνεται.
Η Ελένη Σκότη αναλαμβάνει το σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης, ποντάροντας στη δημιουργία μιας αντισυμβατικής πραγματικότητας, χωρίς όμως να χαθεί το ιδιαίτερο νόημα του έργου. Από την αρχή όμως της παράστασης δείχνει να λείπει ο παλμός και το εσωτερικό πάθος από τους ήρωες που χαρακτηρίζει το έργο του Williams. Ακόμα και οι μετωπικές συγκρούσεις των ηρώων μοιάζουν χλιαρές, άκαπνες και χωρίς την ένταση που τους διαλύει ψυχολογικά. Η ανασφάλεια και τα αδιέξοδα που τους κατατρύχουν μένουν μόνο στα λόγια, ενώ η κίνηση που συνοδεύει το λόγο είναι νωχελική και αργόσυρτη. Ο ρυθμός σέρνεται, με αποτέλεσμα η παράσταση να κάνει συχνά κοιλιές και να χάνει την επικοινωνία της με το θεατή. Το μπαούλο της Μπλανς μένει σε ένα αδιευκρίνιστο σκηνικά χώρο και δείχνει να περιέχει μόνο μερικά όμορφα ρούχα, ενώ υποτίθεται ότι είναι ότι μπόρεσε η ηρωίδα να διασώσει από την προηγούμενη ζωή της.
Το video wall στο πίσω μέρος της σκηνής που καλύπτει το χώρο της τουαλέττας, ήταν σχεδόν αχρείαστο και έπαιξε κάποιο ρόλο μόνο στο τέλος της παράστασης, χωρίς όμως να έχει πραγματική ουσία ύπαρξης. Οι διάλογοι υποτονικοί και με μία επίπλαστη δραματικότητα, που προσπάθησε να συγκινήσει το θεατή, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Στα μείον και η μεγάλη διάρκεια της παράστασης, που επιμηκύνει κάποιες σκηνές χωρίς προφανή λόγο. Κάπως έτσι η σκηνοθεσία μόνο ψήγματα του ψυχολογικού δράματος των ηρώων καταφέρνει να περάσει στην πλατεία, σε ένα στοίχημα το οποίο χάθηκε σχεδόν από την αρχή.
Η Κόρα Καρβούνη στο ρόλο της Μπλανς Ντυμπουά διάλεξε λάθος τρόπους για να εκφράσει την κρυμμένη ευαισθησία και την εύθραυστη προσωπικότητα της ηρωίδας που υποδύθηκε. Ένα γρέζι λυγμού στη φωνή και οι κοφτές μικρές κινήσεις της, δε με έπεισαν ότι είχε μέσα της τη δυναμική και το πάθος μιας γυναίκας αυτού του βεληνεκούς. Και δεν υπήρξε σε καμία σκηνή ψυχολογική αίσθηση σύγκρουσης με τον Κοβάλσκι, παρά μόνο κάποιοι έντονοι διάλογοι, που έμοιαζαν να εξατμίζονται πριν καν αγγίξουν το θεατή.
Ανάλογη ήταν η εντύπωσή μου και για το Γιάννη Τσορτέκη που έπαιξε το σύνθετο ρόλο του Πολωνού μετανάστη Στάνλευ Κοβάλσκι. Η αίσθηση επιβολής, η ψυχολογικά και σωματικά βίαιη ψυχοσύνθεση, το brutal αρσενικό που αντιπροσωπεύει ο χαρακτήρας του Κοβάλσκι, δε χρειάζονται μόνο γυμνασμένο σώμα, αλλά και έντονους ερμηνευτικούς ελιγμούς, τους οποίους δεν είδα σε καμία στιγμή. Η έλλειψη χημείας τόσο με την Μπλανς, όσο και με τη Στέλλα τον αποξένωσε στη σκηνή, τόσο ώστε να φαίνεται ότι παίζει μόνος του.
Η Ηλιάνα Μαυρομάτη υποδύθηκε τη Στέλλα και ήταν ίσως η μοναδική που ήταν μέσα στο πνεύμα της ηρωίδας του συγγραφέα. Γειωμένη όπου έπρεπε, αλλά και διεκδικητική όταν χρειάστηκε, έδωσε ένα χαρακτήρα με όγκο και ειδικό βάρος και κατάφερε να μην τον επισκιάσουν οι υπόλοιποι, αλλά να έχει προσωπικότητα και αξιοπρέπεια.
Ο Γιώργος Δάμπασης στο ρόλο του Μιτς, διστακτικός και αδύναμος ερμηνευτικά, δε με έπεισε ότι διεκδικούσε επί ίσοις όροις την ευτυχία του με την Μπλανς. Υποτονική φωνή, αδέξια κίνηση και μια σχεδόν μπουφόνικη έκφραση και άρθρωση οδήγησαν το χαρακτήρα στα όρια της καρικατούρας.
Συμπαθής και αυθεντική η Αθηνά Αλεξοπούλου υποδυόμενη τη Γιούνις, αποτέλεσε συχνά μια ευχάριστη κωμική νότα στην παράσταση.
Γιώργος Γερωνυμάκης, Βαγγέλης Κουντουριώτης, Κωστής Χαραμουντάνης, Μιχαήλ Γιαννικάκης και Χριστίνα Δημητριάδη σε μικρούς ρόλους συμπλήρωσαν το καστ, χωρίς κάποιος να ξεχωρίσει ιδιαίτερα, με το θίασο γενικότερα να μη δείχνει μεγάλη συνοχή και σκηνική συνεργασία.
Τα σκηνικά του Γιώργου Χατζηνικολάου δεν εκμεταλλεύτηκαν όλη την ευρύτητα της σκηνής του θεάτρου και έδειχναν να ασφυκτιούν. Τα κοστούμια του ίδιου με κάποια φαντασία, αλλά χωρίς κάποιο από αυτά (ιδιαίτερα τα κοστούμια της Μπλανς) να καταφέρουν να τραβήξουν έντονα το μάτι.
Η μουσική του Κωστή Χαραμουντάνη συνόδεψε ικανοποιητικά την όποια σκηνική ένταση και αποτέλεσε ευχάριστη αίσθηση.
Οι φωτισμοί του Αντώνη Παναγιωτόπουλου εστιασμένοι στους χαρακτήρες προσπάθησαν να δημιουργήσουν ατμόσφαιρα, χωρίς όμως να βοηθηθούν από τους αντίστοιχους διαλόγους.
Το video του Σταύρου Συμεωνίδη με προβλήματα τη μέρα που παρακολούθησα την παράσταση, μάλλον με αποσυντόνισε, παρά μου πρόσθεσε κάτι στη θέαση της παράστασης.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου, επιχειρήθηκε μια νέα, πιο φρέσκια προσέγγιση ενός κλασσικού έργου και μιας πασίγνωστης ηρωίδας. Έχοντας σα βάση μια σύγχρονη και σημερινή μετάφραση, δεν υπήρξε η φλόγα, η δυναμική, η εμβάθυνση και η εσωτερικότητα που απαιτεί ένα τέτοιο κείμενο. Χωρίς συγκρουσιακή φιλοσοφία, χωρίς ένταση και πάθος, αλλά με μία υποβόσκουσα απλά ανασφάλεια και ευαισθησία, ο θεατής δεν μπόρεσε να ταξιδέψει μαζί με τους ήρωες στον κόσμο του Tennessee Williams. Έμεινε απλά υποτονικός και υπομονετικός δέκτης, περιμένοντας καρτερικά το τέλος.