ΚΥΚΛΩΠΑΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΚΥΚΛΩΠΑΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


4.6/5 κατάταξη (11 ψήφοι)

Το δράμα του Ευριπίδη "Κύκλωπας", σε σκηνοθεσία Παντελή Δεντάκη παρουσιάστηκε στο μικρό θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου, σε έναν από τους σταθμούς της καλοκαιρινής του περιοδείας. Αυτό το είδος έργου στην αρχαία Ελλάδα έκλεινε την τριλογία των τραγωδιών, με σκοπό να αποφορτίσει το κοινό από την ένταση και τη δραματική κορύφωση από τις προηγηθείσες παραστάσεις. Το κωμικό στοιχείο ήταν παρόν, υφολογικά το έργο ήταν πιο ευφρόσυνο, χωρίς φυσικά να διολισθήσει στην αμιγή κωμωδία. Το συγκεκριμένο κείμενο του Ευριπίδη είναι το μοναδικό ακέραια σωζόμενο αυτής της μορφής, γράφτηκε μεταξύ 415 και 410 π.χ., ενώ δεν είναι γνωστό ποιας τετραλογίας αποτελούσε τον επίλογο. Βασίζεται στην ένατη ραψωδία της Οδύσσειας, όπου ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του, φτάνοντας μετά από κάποια καταιγίδα στο νησί των Κυκλώπων, συναντά τον Πολύφημο και καταλήγει να τον τυφλώσει. Σύμφωνα με την πλοκή, εκεί βρίσκει το Σιληνό και τους γιους του, τους Σατύρους, οι οποίοι έχοντας ναυαγήσει παλαιότερα στο ίδιο νησί, εξαναγκάστηκαν να γίνουν βοσκοί και υπηρέτες του Κύκλωπα, για να γλυτώσουν από τις ανθρωποφαγικές του προθέσεις.
Η άφιξη του Οδυσσέα σηματοδοτεί εξελίξεις, αφού στην αρχή ο Σιληνός τον υποδέχεται με τυριά και κρέατα του νησιού, παίρνοντας ως αντάλλαγμα κρασί του Διόνυσου που φέρνει μαζί του ο πολυμήχανος βασιλιάς της Ιθάκης. Όταν όμως ο Πολύφημος επιστρέφει, για να μην υποστεί την οργή του και κάποια πιθανή τιμωρία από αυτόν, διαστρέφει τα γενόμενα, κατηγορώντας τον Οδυσσέα για κλοπή των αγαθών και ξυλοδαρμό του. Ο τελευταίος προσπαθεί να πείσει τον Κύκλωπα να σεβαστεί τις αρχές της φιλοξενίας, αλλά αυτός, οργίλος και αμετάπειστος τρώει δύο από τους συντρόφους του, οδηγώντας τον στην κατάστρωση ενός σχεδίου εκδίκησης, που καταλήγει στην τύφλωση του Πολύφημου και την απόδρασή του από το νησί.
Το αρχικό κείμενο του Ευριπίδη έχει διανθιστεί από αποσπάσματα της Οδύσσειας και του Κύκλωπα του Θεόκριτου, όλα σε μετάφραση του Παντελή Μπουκάλα και είναι προσαρμοσμένο σε απλή και σημερινή γλώσσα, η οποία έχει ροή, ρυθμό και συνέχεια, αποφεύγοντας εκφραστικές υπερβολές.

Ο Παντελής Δεντάκης σκηνοθετεί την παράσταση, επιχειρώντας να προσαρμόσει τα τεκταινόμενα της ιστορίας στα σημερινά δεδομένα, να αναδείξει τη διαχρονικότητά της και να αναλύσει τις βαθύτερες ψυχολογικές πινελιές και αντιφάσεις της αντρικής ψυχολογίας και ιδιαίτερα αυτής του πολεμιστή και του κυρίαρχου. Τους τρεις κεντρικούς αντρικούς ρόλους ερμηνεύουν τρεις γυναίκες, σε μία προσπάθεια να εισδύσουν στην αντρική συμπεριφορά και ιδιοσυγκρασία, αλλά και να αποδομήσουν συγκεκριμένα στοιχεία της με μια λεπτή ειρωνεία και ενίοτε ένα βαθύτερο αδηφάγο σαρκασμό. Η ωμότητα και η βιαιότητα ως αποδείξεις της κυριαρχίας πάνω στον ασθενέστερο είναι στο προσκήνιο, ενώ η ανθρωποφαγία του Κύκλωπα μπορεί εύκολα να παραλληλιστεί με την αυτοκαταστροφική τάση του σύγχρονου ανθρώπου σε σχέση με το συνάνθρωπο και το περιβάλλον του. Οι δύο κόσμοι, του Οδυσσέα και του Κύκλωπα, αντιπροσωπεύουν τη σύγκρουση του πρωτογονισμού και του ζωώδους ενστίκτου της επιβίωσης με τον πολιτισμό και την πνευματική και ηθική καλλιέργεια.
Αλλά σύμφωνα με τη σκηνοθετική οπτική τα σύνορα μεταξύ τους είναι συχνά δυσδιάκριτα. Όλα έχουν τη θετική και την αρνητική τους όψη. Τα όρια μεταξύ γελοιότητας και σοβαρότητας, γενναιότητας και δειλίας, δικαίου και αδίκου, απάνθρωπου και πολιτισμένου, δείχνουν λεπτά και η ισορροπία μεταξύ τους εύθραυστη. Εκεί εστιάζει τη ματιά του ο σκηνοθέτης και μέσα από αυτά τα ψυχολογικά και συναισθηματικά δίπολα, σχολιάζει με τρόπο δηκτικό και ενίοτε σκωπτικό την ίδια την αντρική φύση και γενικότερα την ανθρώπινη. Κάποιες σκηνές κράτησαν λίγο περισσότερο απ' όσο χρειαζόταν, με λόγο ελαφρώς φλύαρο, χαλαρώνοντας το ρυθμό της παράστασης, αλλά αυτές οι μικρές κοιλιές ξεπεράστηκαν γρήγορα. Σε κάποιες άλλες η μουσική και η έντασή της επικάλυπτε το στίχο κι έτσι ο λόγος ακουγόταν αποσπασματικός και συγκεχυμένος, αλλά και πάλι δε διασπάστηκε ιδιαίτερα η προσοχή μου. Η σκληρότητα και η ωμότητα δόθηκαν υπαινικτικά στην παράσταση, δίνοντας τροφή για σκέψη στο θεατή, χωρίς να τον αποπροσανατολίσουν. Η επιλογή παλιών κλασσικών λαϊκών ακουσμάτων κατά την είσοδο των θεατών στο χώρο του θεάτρου προετοίμασε το θεατρόφιλο για ένα "λαϊκό" θέατρο, χωρίς όμως αυτό να φείδεται νοημάτων και συμβολισμών. Η παρουσία του Σειληνού στη σκηνή, που αμέριμνος "φρόντιζε" το χώρο και την καθαριότητά του, μας προϊδέασε για την παιγνιώδη διάθεση του σκηνοθέτη στην προσέγγισή του. Στα αξιοσημείωτα τέλος της παράστασης είναι ότι το κωμικό στοιχείο του έργου, δε βασίστηκε στη στιγμιαία ηδονή της ατάκας, αλλά στη διακωμώδηση χαρακτήρων και καταστάσεων. Γενικότερα η σκηνοθεσία έδειξε ότι είχε προσανατολισμό, στίγμα και στόχο.

Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη, στο ρόλο του Σειληνού, συνδύασε τη γυναικεία τσαχπινιά με μια διονυσιακή λεπτή ειρωνεία και δημιούργησε ένα μηχανορράφο, ωφελιμιστή και ουσιαστικά δειλό ήρωα. Με πεντακάθαρη άρθρωση κι ένα ιδιαίτερο χρώμα στη φωνή της, που έδειχνε να αλλάζει, ανάλογα με τις διαθέσεις του χαρακτήρα της, με βακχίζουσα κίνηση που πρόδιδε όλη την εσωτερική ανασφάλειά του και σκηνικό στήσιμο που κυμάνθηκε από την παιδικότητα ως τη δουλοπρέπεια και τη γελοιότητα, έστησε ένα ρόλο πολυσύνθετο, αποτυπώνοντας ολοκληρωμένα την ταραγμένη και εύθραυστη ψυχοσύνθεσή του.
Η Στεφανία Γουλιώτη υποδυόμενη τον Κύκλωπα, με ένα αντρικών αποχρώσεων ηχόχρωμα φωνής και μια στιβαρότητα θηρίου στο βάδισμά της, ήταν απόλυτα πειστική στη σκηνική απεικόνιση του ομηρικού ανθρωπόμορφου τέρατος. Με μια προφανή απειλή στο λόγο και μια υποβόσκουσα ωμότητα στην κίνηση απέδωσε με γνήσια θεατρική "γλώσσα", την αρχέγονη μορφή εξουσίας και επιβολής, της οργής και της εκδίκησης, απέναντι στην πιο ήπια και "πολιτισμένη" εκδοχή του Οδυσσέα. Απεκδύθηκε πλήρως τη θηλυκή της υπόσταση και κατάφερε να δώσει άρτια και με συνέπεια ένα πλάσμα που βάσιζε την ύπαρξή του στη βία και το ένστικτο.
Η Άννα Καλαϊτζίδου ως Οδυσσέας, ξεκίνησε λίγο μουδιασμένα και έβγαλε μια διστακτικότητα και μια φοβία στην ερμηνεία σε ένα χαρακτήρα που ο μύθος τον θέλει ατρόμητο και πολυμήχανο. Στη ροή της παράστασης ανέβασε στροφές και άρχισε να βρίσκει τις ερμηνευτικές διεξόδους που απαιτούνταν για να σκιαγραφήσει την πολυπλοκότητα του ήρωα του ομηρικού έπους, χωρίς όμως να φτάσει στην κορύφωση που θα περίμενα.
Νεφέλη Μαϊστράλη, Μαρία Μοσχούρη, Αμαλία Νίνου, Μυρτώ Πανάγου και Ελένη Τσιμπρικίδου συγκρότησαν την ομάδα των Σατύρων, που ακολουθούσαν κατά πόδας το Σειληνό και αποτέλεσαν τη (φωνητική και κινητική) ραχοκοκαλιά των χορικών σημείων του έργου. Σημαντικά κομμάτια του σατυρικού και κωμικού χαρακτήρα του λόγου βασίστηκαν στην παρουσία τους στη σκηνή.
Η Έφη Ρευματά στο ρόλο του κομπάρσου-συντρόφου του Οδυσσέα, είχε μικρότερη συμμετοχή στο λόγο, αλλά επαρκέστατη στο κινητικό κομμάτι της παράστασης και συμπλήρωσε το ερμηνευτικό παζλ.

Τα σκηνικά της Γεωργίας Μπούρδα λιτά, αλλά λειτουργικά, με ένα μεγάλο κιβώτιο στο δεξί (από την πλευρά του κοινού) μέρος της σκηνής, άφησε αρκετό χώρο στο προσκήνιο στους ηθοποιούς για την κίνησή τους και δημιούργησε με ένα παραβάν μια ιδιωτικότητα στο πίσω μέρος της σκηνής, αφομοιώνοντας σε αυτή και το αγροτόσπιτο του φυσικού χώρου, σαν μια σπηλιά-καταφύγιο του Πολύφημου. Ίσως θα μπορούσε να είναι πιο δημιουργική στην αναπαράσταση του νησιού των Κυκλώπων και να μην επαφίεται σε μεγάλο βαθμό στη δημιουργική φαντασία του θεατή. Τα κοστούμια της ίδιας ευρηματικά, με τον Οδυσσέα και τον Κύκλωπα να φορούν στήθος και αιδοίο και τους Σάτυρους στήθος και πέος, αποτέλεσαν ένα ισχυρό ατού στο αφηγηματικό κομμάτι της παράστασης και στην ψευδαίσθηση των αντρικών χαρακτήρων.
Η μουσική του Λευτέρη Βενιάδη σε κάποιες σκηνές επισκίασε το λόγο, κάνοντάς τον δυσδιάκριτο, αλλά γενικά αποτέλεσε αρμονική μελωδική συνοδεία τόσο στις τραγικές στιγμές του έργου, όσο και στις κωμικές του.
Η επιμέλεια της κίνησης ανήκε στον Ερμή Μαλκότση, και τη συνδύασε απόλυτα αρμονικά με το λόγο. Είδα τόσο μια διονυσιακά τελετουργική κίνηση των Σατύρων, όσο και μια στιβαρή και σχεδόν μονοκόμματη κίνηση από τον Πολύφημο, αλλά και την αλαφροΐσκιωτη κίνηση του κομπάρσου.
Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη εστίασαν σωστά πάνω στον εκάστοτε πρωταγωνιστή, παίζοντας έξυπνα με τις εναλλαγές του φωτός με τις σκιές. Αξίζει να αναφερθεί και η χρήση κροτίδων λάμψης στο τέλος της παράστασης, ελάχιστα πριν το τελικό χειροκρότημα.

Συμπερασματικά, στο μικρό θέατρο της Αρχαίας Επιδαύρου, είδα ένα από τα λιγότερο παιγμένα έργα του Ευριπίδη με μία σύγχρονη σκηνοθετική προσέγγιση που σεβάστηκε τόσο την ουσία του κειμένου, όσο και τη βαθύτερη προβληματική του, την οποία και προσπάθησε να αναδείξει. Το γυναικείο καστ, αν και μπορεί να ξενίζει σαν επιλογή, είχε ωστόσο όλα εκείνα τα στοιχεία που ο αρχαίος ποιητής είχε κατά νου να θίξει και να καυτηριάσει στο έργο του. Κάποιες μικρές κοιλιές στη ροή της παράστασης και κάποιες αρρυθμίες ξεπεράστηκαν γρήγορα και υπήρχε επαρκής ροή, εξέλιξη και κορύφωση, ενώ το όλο εγχείρημα ευτύχησε να έχει και εν γένει πολύ καλές ερμηνείες. Αποτελεί μία εξαιρετική θεατρική επιλογή για το θεατρόφιλο κοινό σε κάποιον από τους επόμενους σταθμούς της περιοδείας του.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.