ΞΕΝΟΙ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Δευτέρα, 16/05/2016 13:39
Το κείμενο του Καταλανού Σέρτζι Μπελμπέλ με τίτλο ΞΕΝΟΙ, σκηνοθετεί ο Νίκος Μαστοράκης στο ισόγειο του Ρεξ.
Γραμμένο το 2003, είναι σύμφωνα με τον συγγραφέα ένα "οικογενειακό μελόδραμα σε δύο χρόνους", που λαμβάνει χώρα σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους, μία στη δεκαετία των 60s και μία στη δεκαετία των 00s. Μία μάνα τύραννος που πάσχει από καρκίνο, τα παιδιά τα οποία έχουν τα δικά τους προβλήματα και προσωπικούς προβληματισμούς, οι μετανάστες που ζουν στον πάνω όροφο και αποτελούν αποφασιστικό παράγοντα στην εξέλιξη του έργου και ένα διαμέρισμα, όπου εκτυλίσσεται η δράση με χρονικές και σκηνικές εναλλαγές, σχεδόν κινηματογραφικής υφής. Μια οικογένεια χωρίς εσωτερική επικοινωνία, εξαιρετικά δυσλειτουργική και καταπιεστική στα μέλη της, όπου όλοι διψούν για κατανόηση και αποδοχή.
Οι δράσεις παράλληλες, οι χαρακτήρες αντίστοιχοι, κι ο θεατής παρακολουθεί το παρόν να συμπληρώνει το παρελθόν και αντίστροφα. Το δράμα είναι σχεδόν συνέχεια παρόν, χωρίς όμως να μετακυλίεται σε ακραίες μορφές, αλλά να στηρίζεται σε μία σκληρή συχνά, αλλά πραγματική γλώσσα (μέσα από τη μετάφραση της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ), που αποκαλύπτει αλήθειες και βοηθά στην ακώλυτη εξέλιξη της ιστορίας με ρεαλιστικές νόρμες και ατάκες.
Ο Νϊκος Μαστοράκης σκηνοθετεί την παράσταση με μία διάθεση "θεατή". Δεν παίρνει θέση σχετικά με το σωστό και το λάθος στις καταστάσεις που περιγράφονται και βιώνουν οι ήρωές του και στις ατάκες τους, μένει ελαφρώς αποστασιοποιημένος και αφήνει το θεατή να αποφασίσει που θέλει να συμμετάσχει, που προτιμά να ταυτιστεί. Οι σκηνές διαδέχονται η μία την άλλη με κινηματογραφική ακρίβεια, αλλά όχι και μεγάλη ταχύτητα, καθώς είναι απαραίτητο να εμπεδώσουμε τους χαρακτήρες και να καλυφθούν τα όποια κενά προκύπτουν από τα χρονικά άλματα. Έτσι έχουμε μια ισορροπία, όπου οι καταστάσεις αναλύονται επαρκώς, χωρίς όμως να καταντούν (εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων) φλύαρες και κουραστικές. Αν και μελόδραμα, σύμφωνα με το συγγραφέα, ο σκηνοθέτης κρατά υψηλούς δραματικούς τόνους και η υπενθύμιση της αρρώστιας της μάνας, μαζί με τις συγκινητικές σκηνές με το μικρό παιδάκι των μεταναστών και τους ελαφρώς αφελείς διαλόγους δίνει ένα μελό τόνο στην παράσταση, αλλά αυτός δε φτάνει στα άκρα και δεν επιχειρεί να προκαλέσει στείρα τεχνητή συγκίνηση, κεφαλαιοποιώντας πιθανές ευαίσθητες χορδές του θεατή. Άλλωστε συχνά οι διάλογοι μεταξύ των χαρακτήρων, που ουσιαστικά περιγράφουν την ουσία της σχέσης τους και το πόσο βαθιά προβληματική είναι αυτή, είναι τόσο συγκρουσιακοί και τόσο σκληροί και ωμοί, που το μελό γίνεται μακρινή ανάμνηση. Προβλήματα προσαρμογής και κατ'επέκταση κατανόησης σε κάποιες από τις χρονικές εναλλαγές των σκηνών, για τους ρόλους που ερμηνεύει κάθε ηθοποιός στους διαφορετικούς χρόνους υπάρχουν και εκεί χρειαζόταν λίγη περισσότερη δουλειά ή λιγότερη πολυπλοκότητα από το σκηνοθέτη. Όπως ίσως χρειαζόταν και μία εμβάθυνση στην προβληματική του έργου, καθώς τα θέματα της ομοφυλοφιλίας και της μετανάστευσης, παρουσιάζονται με έναν μάλλον επιφανειακό τρόπο, που επαναλαμβάνει τα μοτίβο του, χωρίς να διεισδύει κάτω από την επιφάνεια και να επιχειρεί τη δημιουργία ενός επόμενου επιπέδου, πιο ψαγμένου και αναζητητικού.
Η Λυδία Κονιόρδου στο ρόλο της κόρης και της μητέρας αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες της με μία ευρύτητα οπτικής και ερμηνείας που κυμαίνεται από το ρεαλιστικό, ως το ελαφρύ μελό σε δόσεις ισορροπημένες και δίνοντας ένα πολυσύνθετο τόνο στις προσωπικότητες αυτές. Δεν υπερβάλλει στις αντιδράσεις της και δεν υποκινεί συναισθήματα, αλλά προσπαθεί να τα προκαλέσει. Παρόλη τη δραματική φύση των ρόλων, δείχνει να απολαμβάνει την ερμηνεία της και βουτά ολόκληρη στην ουσία τους, έχοντας πλήρη έλεγχο των εκφραστικών της μέσων σώματος και προσώπου.
Ο Θέμης Πάνου παίζει τον πατέρα, αλλά και το γιο και ακολουθεί και αυτός τις ερμηνευτικές γραμμές της συμπρωταγωνίστριάς του, με απόλυτα ρεαλιστικό παίξιμο, καλή χημεία μεταξύ τους και ισορροπημένες συναισθηματικές και σκηνικές κορυφώσεις. Μεστός και ώριμος δεν αφήνεται να παρασυρθεί στις μικρές παγίδες του ρόλου του και ανταποκρίνεται σε αυτόν με συνέπεια και το απαραίτητο μέτρο.
Η Δανάη Σκιάδη ερμηνεύει την κόρη και την εγγονή, υιοθετώντας μια μάλλον ψυχρή και αποστασιοποιημένη προσέγγιση στους χαρακτήρες. Χωρίς βάθος, χωρίς δυναμική, χωρίς συναισθηματική ένταση μοιάζει απλά να περιγράφει τις ηρωίδες και όχι να τις υποδύεται. Και σίγουρα δε δείχνει να έχει μπει στην ουσία των ρόλων της και να έχει εμβαθύνει σε αυτούς.
Ο Δημήτρης Πασσάς είναι γιος και εγγονός στην παράσταση και παρουσιάζει διακυμάνσεις κατά τη διάρκειά της, έχοντας στιγμές στις οποίες δείχνει να πιστεύει στον εαυτό του και να μπαίνει σοβαρά και σίγουρα στο ρόλο του, ενώ κάποιες άλλες δείχνει ανασφαλής και λίγος για τις απαιτήσεις του έργου και δεν ικανοποιεί. Αυτή η ανισορροπία δημιουργεί κατά διαστήματα, μια μέτρια εικόνα για το νεαρό ηθοποιό.
Η Μαρσέλα Λένα παίζει την υπηρέτρια, αλλά και τη σύζυγο της οικογένειας μεταναστών και γενικά αποτελεί μια κωμική και ανάλαφρη νότα στην παράσταση, ενώ ο Παντελής Παπαδόπουλος υποδύεται τον παππού με μέτρο, σύνεση και ισορροπία.
Ο Στρατής Πανούριος είναι ο σύζυγος της οικογένειας των μεταναστών και ο μυστηριώδης άντρας που πλημμυρισμένος αναμνήσεις αποφασίζει να αγοράσει το διαμέρισμα και είναι επαρκέστατος στο ρόλο του. Ο Κρίς Ραντάνοφ συμπαθής στο ρόλο του μεγάλου γιου των μεταναστών, τον οποίο ερωτεύεται η κόρη (και το σκάει μαζί του), ενώ Εμίλ Γκριγκόροφ και Γιάννης Μαυρόπουλος παίζουν εναλλάξ το μικρό γιο, που είναι ιδιαίτερα γλυκός.
Το σκηνικό της Εύας Νάθενα είναι ένα τυπικό διαμέρισμα με συντηρητικό διάκοσμο και διαρρύθμιση, που σημαίνει ότι μπορεί χρονικά να παραμένει αναλλοίωτο και απαράλλαχτο ανάμεσα στις εποχές και τις εναλλαγές τους, ενώ τα κοστούμια της ίδιας απλά και λιτά, αντιπροσωπευτικά μιας τυπικής μόδας κάθε εποχής.
Η μουσική επιμέλεια ανήκει στο σκηνοθέτη, ενώ ο σχεδιασμός των ήχων (που σε κάποια στιγμή γίνονται ελαφρώς ενοχλητικοί για τη ροή της παράστασης) στο Studio 19.
Οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη εύστοχοι και αποτελεσματικοί.
Συμπερασματικά, στη σκηνή του Ρεξ, είδα μια παράσταση, η οποία εκτυλίσσεται σε δύο χρόνους (όχι πάντα απόλυτα διακριτούς) και αν και έχει δόσεις μελοδράματος, αυτοί είναι ελεγχόμενοι και ισορροπημένοι με τις δραματικές κορυφώσεις της. Ρυθμοί χωρίς εξάρσεις, κινηματογραφικής υφής εναλλαγές σκηνών και μια προβληματική μηνυμάτων και καταστάσεων, που δεν εμβαθύνει και δεν προχωρά σε ένα δεύτερο επίπεδο, σε συνδυασμό με ορισμένες πολύ καλές ερμηνείες από τους πρωταγωνιστές δημιουργούν ένα σύνολο, στο οποίο αξίζει κάποιος να επενδύσει θεατρικά το βράδυ του.