ΚΑΝΤΙΝΤ Ή Η ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΚΑΝΤΙΝΤ Ή Η ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.0/5 κατάταξη (4 ψήφοι)

Το σατιρικό μυθιστόρημα του Γάλλου φιλόσοφου François-Marie Arouet, του επονομαζόμενου και Βολταίρου (Voltaire), με τίτλο "Καντίντ ή η αισιοδοξία" (Candide, ou l' Optimisme) σκηνοθετεί στο Θέατρο Πόρτα ο Θωμάς Μοσχόπουλος. Δημοσιεύθηκε με συγγραφέα το Δόκτωρα Ραλφ (το οποίο χρησιμοποίησε ως ψευδώνυμο ο Βολταίρος) το 1759, σε μια εποχή που ο Διαφωτισμός επικρατούσε στην Ευρώπη και αποτέλεσε ένα είδος απάντησης στη θεωρία του Γερμανού φιλοσόφου Gottfried Wilhelm Leibniz, που υποστήριζε ότι "ζούμε στον καλύτερο δυνατό κόσμο". Στην ιστορία, ο Καντίντ είναι ένας απλός και αγαθός άνθρωπος, ανιψιός του βαρώνου Τούντερ-τεν-Τρονκ της Βεστφαλίας και πιστός ακόλουθος του φιλόσοφου Πανγκλός και των ιδεών του, ο οποίος πιστεύει ότι ζει στον "καλύτερο από όλους τους δυνατούς κόσμους". Παράλληλα, τρέφει έναν αθεράπευτο έρωτα για την Κυνεγόνδη, κόρη του βαρώνου, στον οποίο αυτή ανταποκρίνεται. Όταν πιάνεται επ' αυτοφόρω να την αγκαλιάζει, εκδιώκεται από το σπίτι του βαρώνου και αρχίζει η περιπλάνησή του. Συλλαμβάνεται και βασανίζεται από Βούλγαρους στρατιώτες που διεξάγουν ένα πολύ σκληρό πόλεμο, ενώ στη Λισσαβόνα, όπου καταφτάνει κυνηγημένος, βιώνει το μεγάλο σεισμό. Ανακαλύπτει εκεί και την Κυνεγόνδη, η οποία έχει γίνει σκλάβα. Διαφεύγοντας και πάλι για την Παραγουάη, συναντά τον Κακάμπο, με τον οποίο γίνονται συνοδοιπόροι. Εκεί επίσης πέφτει πάνω σε έναν Ιησουίτη μοναχό που αποδεικνύεται ότι είναι ο Βαρώνος Τούντερ-τεν-Τρονκ. Μόλις ο Καντίντ του εκμυστηρεύεται ότι σκοπεύει να παντρευτεί την Κυνεγόνδη, αυτός επιχειρεί να τον σκοτώσει, χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, ο Καντίντ σκοτώνει το βαρώνο και κυνηγημένος ξανά, καταφεύγει στο Ελντοράντο, έναν επίγειο παράδεισο, ερμητικά απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο, όπου ο χρυσός και τα υλικά αγαθά είναι σε αφθονία. Φορτωμένος πλούτο, αλλά αναζητώντας την Κυνεγόνδη και την αγάπη της φεύγει και από εκεί, συναντά στο Σουρινάμ το Μαρτέν που γίνεται και αυτός σύντροφός του και ανακαλύπτει με τον καιρό ότι η απληστία και η κακία κινούν την ανθρώπινη φύση. Οι περιπλανήσεις και η ταλαιπωρία του συνεχίζονται σε Παρίσι, Αγγλία, Κωνσταντινούπολη και Βενετία μέχρι να καταλήξει να παντρευτεί μια εντελώς αλλαγμένη Κυνεγόνδη. Η διασκευή του κειμένου έγινε από τον ίδιο το σκηνοθέτη, σε μια γλώσσα σημερινή και άμεση, χωρίς άχρηστη λογιότητα και η οποία δεν ξεχνά να τονίζει τις ομοιότητες της εποχής του έργου με το σήμερα.

Ο Θωμάς Μοσχόπουλος αναλαμβάνει τη σκηνοθετική επιμέλεια της παράστασης, με μέλημά του να προσαρμόσει τα διαχρονικά μηνύματα του αρχικού κειμένου στο σήμερα, χωρίς να παραλείπει να εμπλουτίζει με τα κωμικά στιγμιότυπα του έργου την πικρή πραγματικότητα των γεγονότων και των καταστάσεων. Καθώς πρόκειται από γραφής για μυθιστόρημα, μια απλή προσαρμογή των προσώπων σε θεατρική συνθήκη, θα κινδύνευε σοβαρά από τη μονοτονία της αφήγησης και η όποια δράση μεταξύ των χαρακτήρων δε θα είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα στη συμμετοχή των θεατών στα μηνύματα που θέλει να περάσει το έργο, για να αφυπνίσει τη σκέψη και το θυμικό του. Γι' αυτό ο ήρωας βρίσκεται στο σαλόνι μιας αριστοκράτισσας, όπου οι συνδαιτημόνες του καλούνται να "παίξουν" ρόλους-χαρακτήρες των περιπετειών του, δημιουργώντας ένα ιδιότυπο θέατρο μέσα στο θέατρο. Έτσι διατηρείται ατόφια μία επίπλαστη και επιδερμικά χαρίεσσα ατμόσφαιρα στις ταλαιπωρίες του ήρωα, όπως επιφανειακή είναι και η κοινωνία την οποία καυτηριάζει. Ένα χιούμορ γλυκόπικρο διατρέχει την εξέλιξη της ιστορίας, όπου ένας ωμός ρεαλισμός σαρκάζει θεμελιώδεις κοινωνικές και ηθικές συμβάσεις της εποχής. Κάποιες μικρές κοιλιές υπάρχουν, λόγω μιας σχετικής φλυαρίας του κειμένου, αλλά ο ρυθμός γρήγορα επανέρχεται σε υψηλές στροφές και δεν αφήνει το θεατή να επαναπαυθεί, βασιζόμενος και στην καλή χημεία της ερμηνευτικής ομάδας, στους γρήγορους και ατακαδόρικους διαλόγους και τις εναλλαγές των χαρακτήρων. Κάποιοι από αυτούς έχουν κάποιες σκόπιμες πινελιές καρικατούρας, για να τονιστεί η γελοιότητα κάποιων ανθρώπινων επιλογών. Ορισμένες σύγχρονες προσθήκες στο κείμενο δεν αλλοιώνουν το ύφος του, αλλά αντίθετα το φέρνουν ακόμα πιο κοντά στο σήμερα.

Ο Μιχάλης Συριόπουλος αναλαμβάνει το "βαρύ" ρόλο του Καντίντ, αλλά κατάφερε με την ερμηνεία του το "φορτίο" στους ώμους του να δείχνει ελαφρύ. Με ένα σχεδόν μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπό του, που ανάλογα με τη ροή της ιστορίας γίνεται πλατύ, ή παίρνει μια πικρή μορφή γκριμάτσας, έχει εναλλαγές στο χρώμα και την ένταση της φωνής, έντονη παρουσία συναισθήματος ή μια υφέρπουσα κυνικότητα, κίνηση που συχνά σαρώνει τη σκηνή και έλλειψη εγωισμού στην ερμηνευτική του γραμμή, που αφήνει αρκετό χώρο στην ανάδειξη δίπλα του και άλλων δευτερευόντων χαρακτήρων. Μια ουσιαστική και ενθουσιώδης ερμηνεία με ελάχιστες ατέλειες, που σημαίνει εξαιρετική κατανόηση των πολλών πτυχών του ήρωά του. Οι υπόλοιποι ηθοποιοί μοιράστηκαν αρκετούς ρόλους μεταξύ τους και έδωσαν την εντύπωση μιας εξαιρετικά συμπαγούς και δουλεμένης ομάδας.
Η Ελένη Βλάχου (Μαρκησία, Πακέτ, Βασίλισσα) έχει την ευελιξία να κινείται μεταξύ μιας πανούργας, ελαφρά σαρκαστικής και ματαιόδοξης αριστοκράτισσας και της επιτηδευμένα αγαθής και απλής υπηρέτριας και εναλλάσσει τους ρόλους με χάρη και θηλυκότητα.
Η Ευσταθία Τσαπαρέλη είναι μια εύθραυστη και ευαίσθητη Κυνεγόνδη, η οποία υφίσταται αρκετές ταλαιπωρίες μέχρι να καταφέρει να έχει αίσιο τέλος το νεανικό της ειδύλλιο με τον Καντίντ και στην πορεία η ερμηνεία της περνά από την παιδικότητα στην ωριμότητα.
Ο Παντελής Βασιλόπουλος μένει στη μνήμη για τη συνεπή και χαριτωμένη ερμηνεία του Κακάμπο, του συντρόφου και συνοδοιπόρου του κεντρικού ήρωα, ο οποίος με τη σπασμένη του προφορά, έχει μεγάλη συμμετοχή σε κωμικές στιγμές της παράστασης, αλλά είναι και αυτός που συχνά μέσω του χιούμορ του εκστομίζει και πικρές αλήθειες.
Ο Φοίβος Συμεωνίδης (πανδοχέας, Πόκο Κουράντε) είναι λαλίστατος και αεικίνητος, έτοιμος ανά πάσα στιγμή να σαρώσει τη σκηνή, να πετάξει μια βιτριολική ατάκα και συχνά μέσα από την καρικατούρα μικρών ρόλων σατιρίζει και υπενθυμίζει τα κακώς κείμενα μιας ολόκληρης κοινωνίας.
Η Ειρήνη Μπούνταλη υποδύεται μεταξύ άλλων τη γριά, προσθέτοντας έτσι το δικό της λιθαράκι στο ερμηνευτικό παζλ, σε έναν από τους πιο σπαρταριστούς και χαρακτηριστικούς ρόλους.
Ο Μάνος Γαλάνης παίζει τον Πανγκλός, ένα θεωρητικό φιλόσοφο που κομπορρημονεί για τις θεωρίες του, ενώ οι καταστάσεις και τα γεγονότα τον διαψεύδουν με μεγαλοπρέπεια, με την απαραίτητη αφέλεια, οδηγώντας τον συχνά στην ηθελημένη καρικατούρα.
Ο Δημήτρης Κουλακιώτης στο ρόλο του Μαρτέν ξεκινάει κάπως αμήχανα και υπερβολικά την ερμηνεία του, αλλά στην πορεία βρίσκει τα πατήματά του και ευθυγραμμίζεται με τις απαιτήσεις του χαρακτήρα του.
Ο Δημήτρης Φουρλής έχει μια ιδιαίτερα χαρακτηριστική παρουσία ως Ιησουίτης ιερέας, τον οποίο ερμηνεύει με φυσικότητα, χάρη, χιούμορ και μια υπόγεια διαστροφή, αλλά και μέτρο και συνέπεια χωρίς να τον οδηγεί στη γελοιοποίηση στη σκηνή.

Τα σκηνικά της Ευαγγελίας Θεριανού ήταν λιτά, λειτουργικά και αφήνοντας επαρκή χώρο για την κίνηση των ηθοποιών, με έξυπνη χρήση στη ροή της ιστορίας μιας μακέτας θεάτρου με μινιατούρες, ενώ περίμενα μια μεγαλύτερη σκηνική "συμμετοχή" του πολυελαίου.
Τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ έχουν μια εύστοχη κιτς υπερβολή για να συμμετέχουν και να αποτελέσουν σχόλιο στην κριτική της γενικότερης ηθικής και πνευματικής επιτήδευσης της εποχής.
Η κίνηση της Σοφίας Πάσχου έντονη, αλλά χωρίς υπερβολές, συνεχής και χαριτωμένη και σε γενικότερη αρμονία με το λόγο και την κωμική του υπόσταση.
Οι φωτισμοί της Σοφίας Αλεξιάδου έπαιξαν ένα διαρκές κυνηγητό του φωτός με τις σκιές και έδωσαν ατμόσφαιρα στη γενικότερη αισθητική της παράστασης.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου Πόρτα, είδα τη θεατρική εκδοχή ενός σημαντικού (αν και όχι πολύ γνωστού στο πλατύ κοινό) κειμένου του Διαφωτισμού, το οποίο αν και είχε κάποια μικρά σκαμπανεβάσματα στο ρυθμό του, αποτέλεσε ένα κερδισμένο στοίχημα τόσο για το σκηνοθέτη, όσο και για την ερμηνευτική ομάδα που εμπιστεύθηκε για το ανέβασμά του. Διατήρησε ατόφια τα μηνύματα του έργου, τα οποία περνάει με χαριτωμένο τρόπο, αποτύπωσε με ακρίβεια την πνευματική αφέλεια και ηθική έκπτωση μιας εποχής, είχε έντονες κωμικές πινελιές και σαφείς στόχους. Οι ηθοποιοί υποστήριξαν με συνέπεια και δυναμική το όλο εγχείρημα, καταθέτοντας ο καθένας το ταλέντο και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και έδειξαν να έχουν δουλέψει σε βάθος τις ερμηνείες τους και να συμπληρώνουν ο ένας τον άλλο.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.