ΙΚΕΤΙΔΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ
- Ημερομηνία: Παρασκευή, 19/07/2019 11:14
Την τραγωδία του Ευριπίδη "Ικέτιδες" που σκηνοθετεί αυτό το καλοκαίρι ο Στάθης Λιβαθινός, παρακολούθησα στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου. Γράφτηκε και διδάχτηκε το 422 π.Χ. (έχοντας διαφορετική πλοκή από τη συνώνυμη, παλαιότερη Αισχύλεια τραγωδία) και λαμβάνει χώρα στην Ελευσίνα, όπου οι μητέρες των Επτά επί Θήβας οι οποίοι ηττήθηκαν και πέθαναν στη μάχη του Δηλίου και παραμένουν άταφοι, στέκουν παρακλητικά δίπλα στην Αίθρα για να ζητήσουν από το Θησέα, να πείσει τους Θηβαίους να τις αφήσουν να πάρουν τους νεκρούς τους και να τους θάψουν. Μαζί τους και ο βασιλιάς του Άργους Άδραστος, που ηγήθηκε της αποτυχημένης εκστρατείας. Οι γυναίκες με τον ηττημένο και ταπεινωμένο Άδραστο εξιστορούν τα γενόμενα στο Θησέα, ο οποίος όμως δε συγκινείται, θεωρώντας άκρως απερίσκεπτη την εκστρατεία του Άδραστου. Κι ενώ η παράκλησή τους δείχνει να αποβαίνει άκαρπη παρεμβαίνει η μητέρα του, η Αίθρα, υπερασπιζόμενη τους άγραφους νόμους που σέβεται όλη η Ελλάδα και καλεί το γιο της να γίνει θεματοφύλακάς τους. Ο Θηβαίος κήρυκας που καταφθάνει, απεσταλμένος του Κρέοντα, με λόγο αλαζονικό και χλευαστικό ως προς την Αθηναϊκή Δημοκρατία, γίνεται ο σπινθήρας για να αποφασίσει ο Θησέας να εκστρατεύσει κατά των Θηβαίων για να αποκαταστήσει την ηθική τάξη. Η νίκη στέφει τα αθηναϊκά όπλα, ο Θησέας επιστρέφει, ο Άδραστος εκφωνεί έναν "επιτάφιο λόγο" για τους νεκρούς, η Ευάδνη ρίχνεται στη φωτιά που καίει το σώμα του νεκρού συζύγου της, του Καπανέα και ο Άδραστος ορκίζεται παντοτινή συμμαχία και φιλία με την Αθήνα. Η μετάφραση του Γιώργου Κοροπούλη είναι στιβαρή και δυναμική, στέκεται πιστά δίπλα στο αρχαίο κείμενο και διατηρεί ατόφια τα νοήματά του.
Ο Στάθης Λιβαθινός σκηνοθετεί την παράσταση αντιπαραβάλλοντας τη σύνεση και τη λογική με την αλαζονεία και το διχασμό, τη δημοκρατία με την τυραννία, χτίζοντας προσεκτικά τους χαρακτήρες του και αποτυπώνοντας εύστοχα το κλίμα της εποχής εκείνης στην αρχαία Ελλάδα που σπαρασσόταν από τον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Η ατμόσφαιρα στην οποία μας βάζει από την αρχή η παράσταση είναι βαριά, πένθιμη, γεμάτη θρήνο, με τις μητέρες των πεσόντων να δημιουργούν ένα δυναμικό χορό που αποζητά τη μεταθανάτια δικαίωση των απωλειών του. Το ηρωικό στοιχείο βαδίζει χέρι-χέρι με το ανθρώπινο, ο ρόλος της γυναίκας ως μητέρα και σύζυγος προβάλλεται ως θεμέλιος λίθος της οικογένειας, ενώ η λεκτική αναμέτρηση της αλαζονικής τυραννίας με τη συλλογικότητα της δημοκρατίας είναι ένα πολιτικό σχόλιο που παραμένει διαχρονικό. Όλα αυτά ο σκηνοθέτης τα προβάλλει ισορροπημένα, συνοδεύει το λόγο με μία πένθιμη μουσική που παίζεται ζωντανά στη σκηνή και συνεργάζονται τόσο αρμονικά μεταξύ τους που ενίοτε γίνονται ένα, ενώ οι σιωπές μετά τα χορικά μέρη είναι εκκωφαντικές, υπογραμμίζουν τις εντάσεις των στιγμών που βιώνουν οι ήρωες και ανεβάζουν την αδρεναλίνη του θεατή. Μπορεί κάποια κλισέ να μην αποφεύχθηκαν στη ροή της παράστασης, αλλά αυτή είχε λόγο καθαρό και στιβαρό, ρυθμό, μέτρο, τονικότητα, έντονες κορυφώσεις και κατάφερε να απευθυνθεί με αμεσότητα στο κοινό, προκαλώντας του συναίσθημα και συγκίνηση. Οι εικόνες που έπλαθε η ροή του λόγου και η εξέλιξη της πλοκής δεν ήταν πάντα το ίδιο καθαρές και δυνατές (με χαρακτηριστική αυτή της σκηνής της Ευάδνης που ρίχνεται στη φωτιά, που δεν είχε το νεύρο που χρειαζόταν). Η ερμηνευτική ομάδα ήταν δεμένη, καλοδουλεμένη (τόσο στη διδασκαλία του λόγου, όσο και στη λειτουργικότητα και την αρμονία της κίνησης) και είχε καθαρή άρθρωση και σωστές κορυφώσεις.
Η Κάτια Δανδουλάκη στο ρόλο της Αίθρας, μητέρας του Θησέα, ισορρόπησε μεταξύ δυναμισμού και εσωτερικότητας. Έσμιξε ταπεινά με τις γυναίκες στο θρήνο τους, αλλά όταν χρειάστηκε ανέλαβε το λόγο και με ένα στιβαρό, μεστό μονόλογο (σπάνιο για γυναίκα στα έργα του Ευριπίδη) ανέδειξε τη δυναμική προσωπικότητα της ηρωίδας της. Χωρίς υπερβολές στην ένταση ή τη χροιά της φωνής της, επιβλητική στην κίνησή της σε όλο το πλάτος και το βάθος της σκηνής, αποτύπωσε εύστοχα μια ηγετική μορφή μητέρας.
Ο Άκης Σακελλαρίου υποδύθηκε το Θησέα, τον επικεφαλής της Αθηναϊκής Δημοκρατίας. Στο πρώτο κομμάτι του ρόλου του έχει το κύρος του ηγέτη, έναν ελαφρύ κυνισμό στο λόγο και μια υποψία αλαζονείας, (κατα)κρίνοντας τις αποφάσεις και τις πράξεις του Άδραστου. Υπερασπίζεται με ευγλωττία και ετοιμότητα τις αρετές της δημοκρατίας στη λεκτική του αντιπαράθεση με το Θηβαίο κήρυκα και καταλήγει με όλη τη σοφία και την ταπεινότητα που οφείλει να δείχνει ένας αρχηγός που αν και νικητής έχει γνωρίσει από κοντά το ηθικό κόστος του πολέμου. Από τις πιο ολοκληρωμένες του θεατρικές παρουσίες των τελευταίων χρόνων.
Ο Χρήστος Σουγάρης παίζει τον Άδραστο, το βασιλιά του Άργους που υπέστη την ήττα από τους Θηβαίους στο Δήλιο. Με εξαιρετική άρθρωση, δυναμική σκηνική παρουσία, συνεχή κίνηση πάνω κάτω (σα να τον στοιχειώνουν οι Ερινύες των αποφάσεών του) καταφέρνει να δημιουργήσει ένα σχεδόν κατά κράτος νικημένο ηγεμόνα, που αποζητά με πάθος την έστω και ελάχιστη ηθική, μετά θάνατον, δικαίωση των αντρών του και μια ελάχιστη προσωπική εξιλέωση.
Ο Χάρης Χαραλάμπους είναι ο Θηβαίος κήρυκας, ο οποίος έρχεται γεμάτος στόμφο κι έπαρση στην Αθήνα για να υπαγορεύσει τους όρους της Θήβας και δε διστάζει να αντιπαρατεθεί λεκτικά με το Θησέα για τις πιθανές παρενέργειες της δημοκρατίας. Η ειρωνεία του λόγου του όπως και η κίνησή του δεν αποφεύγουν κάποιες προφανείς δόσεις υπερβολής, χωρίς όμως να αποσυντονίζει το θεατή.
Ο Ανδρέας Τσέλεπος ερμήνευσε τον Άγγελο που έρχεται στην Αθήνα να ανακοινώσει τη νίκη του Θησέα. Το πρόσωπό του αποτυπώνει όλη την εσωτερική αγωνία του ήρωά του, ενώ ο λόγος του καθαρός, σαφής δίνει στις γυναίκες που τον παρακολουθούν και κρέμονται από τα λόγια του (και κατ' επέκταση στο κοινό) μια εξαιρετική και γλαφυρή περιγραφή της μάχης στη Θήβα. Η Κατερίνα Λούρα ως Ευάδνη ήταν εξαιρετικά αμήχανη στο λόγο και άνευρη στην κίνησή της, χωρίς να καταφέρει να αποδώσει σωστά όλο τον εσωτερικό κυκεώνα που περνά ο χαρακτήρας της.
Ο Θοδωρής Κατσαφάδος ήταν ο Ίφις, πεθερός της Ευάδνης και είχε στη σκηνή όλη τη δυναμική και το ειδικό βάρος που απαιτούσε ο σύντομος ρόλος του. Φωνή δυνατή και καθαρή, με το λυγμό του ηλικιωμένου που νιώθει τον κόσμο του να γκρεμίζεται με τις απώλειες των αγαπημένων του ανθρώπων και πατήματα σταθερά και σίγουρα.
Η Αγλαΐα Παππά παίζει μια επική και δυναμική Αθηνά (ενώ συμμετέχει και στο χορό), που βάζει τη σφραγίδα των θεών στα ήδη γενόμενα, δένει τις σχέσεις με όρκους και προφητεύει τα μελλοντικά επεισόδια της ιστορίας.
Ο χορός των μητέρων είναι ένα εξαιρετικά δυναμικό κύτταρο της παράστασης, υπαγορεύει τον τόνο του θρήνου για τους πεθαμένους και αποτελεί τον καταλύτη των εξελίξεων της τραγωδίας αυτής. Τόσο φωνητικά (σημαντική η συμβολή της άξιας Μελίνας Παιονίδου στη μουσική διδασκαλία), όσο και κινητικά είναι ένα εξαιρετικά συμπαγές και καλοδουλεμένο σύνολο που συγκινείται, ζητά δικαίωση και συγκινεί.
Η Άννα Γιαγκιώζη, η Άνδρη Θεοδότου, η Κόρα Καρβούνη, η Τζίνη Παπαδοπούλου, η Αγλαΐα Παππά, η Μαρία Σαββίδου, η Κωνσταντίνα Τάκαλου, η Τάνια Τρύπη και η Νιόβη Χαραλάμπους είναι τα μέλη του αξιομνημόνευτου αυτού συνόλου.
Στην παράσταση της Επιδαύρου συμμετείχαν και οι παιδικές χορωδίες Ναυπλίου και Λυγουριού υπό την καθοδήγηση του Γιάννη Νικολόπουλου, ενώ τη μουσική της παράστασης έπαιξαν ζωντανά οι Γιώργος Δούσος, Αλέξανδρος Δρυμωνίτης, Γιάννης Μεσσαλάς και Δημήτρης Τίγκας.
Ο σκηνικός χώρος του Γιώργου Σουγλίδη, λιτός και λειτουργικός, με έξι δέντρα στο ένα άκρο της σκηνής να αποτελούν "νεκρή φύση" κι ένα μικρό λόφο. Τα κοστούμια του ίδιου σε τόνους του (πένθιμου) μαύρου, πλην του Θησέα και της μητέρας του (με άσπρα), δεν προκάλεσαν το μάτι και ταίριαξαν με τη σκηνοθετική οπτική.
Η μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου ήταν μια συνεχής πένθιμη υπενθύμιση των δεινών του πολέμου, σε κλασσικά και σύγχρονα μοτίβα, έδεσε εξαιρετικά με το λόγο και συχνά έδωσε τον τόνο του.
Η χορογραφία του Φώτη Νικολάου ήταν δουλεμένη, είχε συνοχή και απέφυγε τις υπερβολές.
Η υποδειγματική μουσική διδασκαλία ήταν της Μελίνας Παιονίδου, ενώ οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου έπαιξαν δημιουργικά με τις σκιές, εστίασαν σωστά στα πρόσωπα και υπογράμμισαν τις εντάσεις της πλοκής.
Συμπερασματικά, στο αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, είδα μία από τις λιγότερο παιγμένες τραγωδίες του Ευριπίδη, με σπουδαία και διαχρονικά μηνύματα, με μια μετάφραση που τα ανέδειξε και μια σκηνοθετική προσέγγιση που έδωσε έμφαση στο λόγο, χρησιμοποίησε τη μουσική και την κίνηση ως εργαλείο εκφοράς του και κατάφερε να παρασύρει το θεατή στη συγκινησιακή της φόρτιση και τις κορυφώσεις της. Η ερμηνευτική ομάδα, δεμένη, αρμονική, χωρίς εγωισμούς και υπερβολές, έδωσε τον καλύτερό της εαυτό, υποστηρίζοντας εξαιρετικά τη σκηνική απόδοση αυτού του μάλλον παραγνωρισμένου αρχαίου κειμένου και δικαίωσε το σκηνοθέτη για τις επιλογές του.