ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΖΩΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ

ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ ΖΩΕΣ - ΚΡΙΤΙΚΗ


5.0/5 κατάταξη (3 ψήφοι)

Τη ρομαντική κομεντί του Noël (Peirce) Coward με τίτλο "Ιδιωτικές Ζωές" (Private Lives) σκηνοθετεί στη σκηνή του Θεάτρου Γκλόρια ο Αλέξης Ρίγλης. Γραμμένο το 1930, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά τον Αύγουστο της ίδιας χρονιάς στο Εδιμβούργο, με το συγγραφέα να το σκηνοθετεί, κρατώντας ταυτόχρονα και το ρόλο του Έλιοτ και το Laurence Olivier να ερμηνεύει το ρόλο του Βίκτορ. Ο Έλιοτ και η Αμάντα μετά το διαζύγιό τους, παντρεύονται νέους συντρόφους και αποφασίζουν να κάνουν μήνα του μέλιτος ευρισκόμενοι ακούσια στο ίδιο μέρος και μάλιστα σε διπλανά δωμάτια. Η σχέση τους που υπήρξε θυελλώδης και γεμάτη καυγάδες θα αναθερμανθεί, θα ανακαλύψουν ότι δεν μπορούν να ζήσουν ο ένας χωρίς τον άλλο και θα το σκάσουν για το Παρίσι, σε μια σειρά από κωμικοτραγικές ακολουθίες γεγονότων. Αποφασίζουν να χρησιμοποιούν μια κωδική φράση (σολομώντεια υπομονή, που εκφυλίζεται στη λέξη σολομωνή) για να αποφύγουν νέες ακραίες εντάσεις στη σχέση τους. Η φετινή θεατρική εκδοχή του έργου εξακολουθεί να διαδραματίζεται σε περασμένη δεκαετία, αλλά έχει υποστεί ένα πείραγμα που το φέρνει σε αρκετές στιγμές στο σήμερα. Τη μετάφραση και τη δραματουργική επεξεργασία έχει αναλάβει ο ίδιος ο σκηνοθέτης κι έτσι στη σκηνή βλέπουμε τέσσερα ζευγάρια να πρωταγωνιστούν στις ερωτικές και συναισθηματικές τους ακροβασίες, δηλαδή τον (και την) Έλιοτ με την (και τον) Αμάντα, καθώς και τον (και την) Βίκτορ με την (και τον) Σύμπιλ.

Ο Αλέξης Ρίγλης αναλαμβάνει το σκηνοθετικό τιμόνι της παράστασης, επιχειρώντας να δώσει μια σύγχρονη διάσταση σε ένα σχετικά παρωχημένο κείμενο ενός ατυχήσαντος love story και να προσαρμόσει τα βαθύτερα νοήματά του σε εποχές και δεδομένα πιο σύγχρονα. Οι καταστάσεις και τα συναισθήματα που βιώνουν τα ζευγάρια δεν έχουν γένος και ταυτότητα φύλου, αλλά αποτελούν μια γενικότερη προβληματική και πραγματικότητα. Το ύφος της ρομαντικής κομεντί υπάρχει στην παράσταση και ο ρυθμός της παραμένει ανάλαφρος, αλλά ο σκηνοθέτης επιχειρεί να προσθέσει και την παράμετρο του σκεπτόμενου θεατή. Η ζωή γίνεται ένα ερωτικό γαϊτανάκι, στο οποίο μπορεί να έχει κάποια συμμετοχή και η τύχη, αλλά στην ουσία τα όριά του τα ορίζουμε εμείς και οι επιλογές μας. Υπάρχει αναπόφευκτα μια επαναληπτικότητα σε εικόνες και ατάκες που κάποιες φορές κουράζει το θεατή και ίσως στιγμιαία να αποσπάσει την προσοχή του και κάποιες σκηνές, όπου η εξέλιξη της ιστορίας ένιωσα να κυλά αργά. Υπάρχει χιούμορ, υπάρχει ατμόσφαιρα, υπάρχει αισθητική, αν και η όλη προσπάθεια έδειχνε κάπως άβολη και απόμακρη στην ψηλή σκηνή του Γκλόρια. Το "πείραγμά" της, έχει αναμφισβήτητο ενδιαφέρον, αν και σε κάποιες στιγμές αγγίζει όρια που δε συμβαδίζουν με το φαρσικό της κομμάτι και την όλη αστική περιρρέουσα αισθητική, με αποτέλεσμα να μένει ένα είδος σύγχυσης στο μυαλό του θεατή ως προς τους στόχους του έργου. Τέλος, παρόλο που η όλη θεματική περιστρέφεται γύρω από τον ιδανικό έρωτα, τα ταμπού και τα στεγανά του, αυτή η ερωτική ατμόσφαιρα δεν είχε αμεσότητα, δεν πέρασε στην πλατεία.

Η Ζέτα Μακρυπούλια αναλαμβάνει το ρόλο της Αμάντα και του μεταγγίζει όλη την προσωπική και σκηνική της λάμψη. Είναι η παρουσία που ασκεί ένα μαγνητισμό στο θεατή, ερωτοτροπεί μαζί του και τελικά τον σαγηνεύει και αιχμαλωτίζει τη ματιά του, η οποία την ακολουθεί παντού. Δείχνει να μη φοβάται την πρόκληση του ρόλου, το ηχόχρωμα της φωνής της έχει εντάσεις και η κίνησή της είναι δυναμική και αεράτη.
Ο Αποστόλης Τότσικας ερμηνεύοντας το αντίπαλον δέος του Έλιοτ δε δείχνει τις ίδιες αντοχές διαχείρισης της φυσικής του ομορφιάς, με αποτέλεσμα άλλοτε να συντονίζεται με την/τον εκάστοτε παρτεναίρ του και άλλοτε η χημεία τους να εμφανίζει αρρυθμίες. Έδειξε να γνωρίζει τις απαιτήσεις του ρόλου του, αλλά δεν προσάρμοσε πλήρως τα εκφραστικά του μέσα σε αυτές, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σκηνές (ευτυχώς λίγες) που έδειχνε αποπροσανατολισμένος.
Ο Γιώργος Παπαπαύλου υποδυόμενος το Βίκτορ, πρέπει να άλλαξε ελάχιστες στιγμές οκτάβα στη φωνή του και είδα ένα μονότονο παίξιμο.
Η Αμαλία Αρσένη ερμήνευσε τη Σύμπιλ, χωρίς ποικιλία στα εκφραστικά της μέσα, με μια επιτήδευση και χωρίς πραγματικό πάθος στο λόγο. Άχρωμη και μονοδιάστατη, έδειξε να μην πιστεύει αυτό που έκανε στη σκηνή και δε βρήκε σε καμία στιγμή τις ισορροπίες του. Ο Μιχάλης Οικονόμου έπαιξε τον Αμάντα και ξεκίνησε λίγο μουδιασμένα, με μια αναποφασιστικότητα ως προς την κατεύθυνση του ρόλου του. Γρήγορα όμως βρήκε τα πατήματά του, ανέβασε ταχύτητα και κατάφερε να αποτυπώσει με σαφήνεια τις σκέψεις και τα συναισθήματα του ήρωά του.
Η Έφη Γούση στο ρόλο της Έλιοτ, ενώ έδειξε να έχει δυνατότητες δεν προσπάθησε να εντάξει την ερμηνεία της στην ομαδική προσπάθεια, είχε μια αγνώστου προέλευσης αυταρέσκεια στην εκφορά του λόγου, μένοντας κυρίως στην επιφάνειά του και μια κίνηση υπέρ του δέοντος νευρική.
Ο Παναγιώτης Σούλης ήταν ο Σύμπιλ, ένας χαρακτήρας με υπερευαισθησίες και επιρρεπής στη συγκίνηση, χωρίς όμως να μετατρέψει το χαρακτήρα του σε καρικατούρα, αλλά με αστείες στιγμές, ανθρώπινος, αυθόρμητος και απόλυτα γήινος.
Η Γεωργιάννα Νταλάρα υποδύθηκε τη Βίκτορ σε μια άνευρη, χωρίς συναίσθημα, σχεδόν ξύλινη ερμηνεία, που της έλειπε η θηλυκότητα, η γνησιότητα και η ενδελεχής κατανόηση της ψυχοσύνθεσης της ηρωίδας της.

Τα σκηνικά είχαν την επιμέλεια του Κωνσταντίνου Ζαμάνη με μια γκλάμουρ απόχρωση που ταίριαξε με την αστική πτυχή της σκηνοθετικής ματιάς, αλλά παρέμειναν κάπως ψυχρά ως προς τη συναισθηματική ενέργεια που εκλυόταν στη σκηνή.
Τα κοστούμια του ίδιου, συντονισμένα πλήρως στο άσπρο χρώμα (όπως και τα σκηνικά), έδωσαν μια ποπ αισθητική περασμένων δεκαετιών, κλείνοντας συχνά το μάτι στη χιουμοριστική πλευρά των χαρακτήρων.
Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, ευχάριστη στο αυτί, συχνά συνόδεψε με απαλότητα και τρυφερότητα το λόγο, αλλά δεν άφησε το στίγμα της στο έργο.
Οι φωτισμοί του Νίκου Βλασόπουλου ως επί το πλείστον μακρινοί, δεν αγκάλιασαν ζεστά τους ηθοποιούς για να τονίσουν τις εκφράσεις τους.

Συμπερασματικά, στο Θέατρο Γκλόρια, είδα μια παράσταση μιας κλασσικής, αλλά ελαφρά παρωχημένης ρομαντικής κομεντί, η οποία "πειράχτηκε" και προσαρμόστηκε σε πιο σύγχρονες θεατρικές φόρμες και απαιτήσεις, αλλά τελικά ξεπέρασε ίσως τις αντοχές του ίδιου του έργου. Η σκηνή δεν έδειξε να ταίριαξε με το έργο, δημιούργησε μια απόσταση με την πλατεία, ενώ κάποιες επαναλήψεις αποσυντόνισαν την προσοχή του θεατή, έκαναν μια κοιλιά στο ρυθμό της, ενώ και οι ερμηνείες δεν κατάφεραν να υποστηρίξουν επαρκώς όλους τους ρόλους, με κάποιους να έχουν λάμψη και ειδικό βάρος και κάποιους άλλους χωρίς ταυτότητα και δυναμική. Η τελική γεύση δεν είναι κακή, έχει αρκετές καλές και αστείες στιγμές, αλλά συνολικά δεν αφήνει το αποτύπωμά της στη μακροπρόθεσμη μνήμη του θεατή.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.