Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ

Η ΖΩΗ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.4/5 κατάταξη (5 ψήφοι)

Το έργο του Άγγλου συγγραφέα Άντριου Κάουι (Andrew Cowie) "Η Ζωή μου στην Τέχνη" (My Life In Art) σκηνοθετεί στο Θέατρο 104 ο Θοδωρής Βουρνάς.
Γραμμένο το 1998, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στο θεατρικό κοινό τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου στο The Custard Factory του Birmingham, ενώ η πρεμιέρα του στο Λονδίνο έγινε το Νοέμβριο στο Etcetera Theatre του Camden. Ένας σκηνοθέτης και δύο ηθοποιοί είναι σε πρόβες για να ανεβάσουν το Don Juan του Byron. Ο σκηνοθέτης είναι gay και είναι τσιμπημένος με τον έναν από τους ηθοποιούς του, το Στίβεν, ο οποίος με τη σειρά του αρχίζει να φαντασιώνεται ερωτικά τη συμπρωταγωνίστριά του τη Ρεβέκκα. Οι σχέσεις τους περιπλέκονται, καθώς οι δυσκολίες τους ως προς το ανέβασμα του έργου εμπλέκονται με την προσωπική τους ζωή και τις απογοητεύσεις της, οπότε και οι ρόλοι στο θέατρο μπερδεύονται με τους πραγματικούς τους εαυτούς. Οι φόβοι, οι ελπίδες και οι ερωτικές τους περιπέτειες γίνονται ένα με τα αντίστοιχα των ηρώων της παράστασης Ένα κείμενο που παρατηρεί και ακτινογραφεί τη σοβαρή, αλλά και την αστεία πλευρά του θεάτρου και των συντελεστών του. Η μετάφραση του αρχικού κειμένου από την Κατερίνα Βαϊμάκη κράτησε σχεδόν ατόφιο όλο το χιούμορ και την κρυφή ειρωνεία του πρωτοτύπου και είχε ροή και συνέχεια.

Ο Θοδωρής Βουρνάς σκηνοθετεί την παράσταση, αναζητώντας τα όρια πέρα από τα οποία η προσωπική ζωή των ανθρώπων του θεάτρου μπερδεύεται και επηρεάζει τη δουλειά τους σε αυτό και πως το θέατρο μπορεί να μιμείται την ίδια τη ζωή. Η σκηνοθετική προσέγγιση επιλέγει το κωμικό στοιχείο του έργου να είναι το κυρίαρχο όχημα μέσα από το οποίο περνάει τα μηνύματά του. Ο ρυθμός είναι γρήγορος και γεμάτος ατάκες (άλλωστε μην ξεχνάμε ότι αφορά το ίδιο το θέατρο) και οι σκηνές έχουν γρήγορες εναλλαγές, ώστε να μην κουράζουν το θεατή. Οι μικρές ανατροπές στις σχέσεις των ηρώων και τα ένοχα ή αθώα μυστικά τους έρχονται στις κατάλληλες στιγμές για να προσθέσουν δυναμική στο μομέντουμ της παράστασης. Τα αδιέξοδα και η ψυχολογική πίεση των ηθοποιών και των σκηνοθετών εμπλέκονται με την προσωπική τους ζωή, τα αισθηματικά τους και ανακατεύουν τις προτεραιότητές τους. Η σκηνοθεσία υιοθετεί την απλότητα του λόγου, έχει μέτρο χωρίς να καταφεύγει σε πολύπλοκα τεχνάσματα και διατηρεί τη λεπτότητα και την αμεσότητα του χιούμορ. Οι ερμηνείες έχουν μεν την ψευδαίσθηση της εξωτερικότητας, αλλά διατηρούν και αρκετές ευαίσθητες αποχρώσεις, με ελάχιστες αρρυθμίες.

Ο Βαγγέλης Σαλευρής στο ρόλο του Γκράχαμ, του σκηνοθέτη, εξελίσσει πολύ έξυπνα το χαρακτήρα του, καθώς ξεκινά με την αμηχανία του καλλιτέχνη που προσπαθεί να "δημιουργήσει" στη σκηνή και καταλήγει σε μία πολυδιάστατη ερμηνεία, με απόλυτα διακριτές τις ιδιαιτερότητες της περσόνας του σκηνοθέτη, αλλά και τις αδυναμίες ενός ευάλωτου συναισθηματικά ανθρώπου. Και όλα αυτά χωρίς να χάσει ούτε στιγμή τον έλεγχο των εκφραστικών του μέσων.
Η Φιόνα Γεωργιάδη υποδύεται τη Ρεβέκκα, μία νεαρή ηθοποιό με αγωνία για το επαγγελματικό της μέλλον, αλλά και αμήχανη στα προσωπικά της. Ξεκίνησε λίγο μουδιασμένα το ρόλο της, αλλά στη συνέχεια "λύθηκε" (μη λησμονούμε και το άγχος της πρεμιέρας) και κατάφερε να αποδώσει ισορροπημένα τόσο την ανασφάλεια, αλλά και το μπρίο της ηθοποιού, όσο και τη θηλυκότητα και τη γοητεία της γυναίκας.
Ο Δημήτρης Γκοτσόπουλος έπαιξε το Στίβεν, ένα νεαρό και φιλόδοξο ηθοποιό στα πρώτα του βήματα. Η εξωτερική του εμφάνιση τον βοηθά να αποδώσει με ακρίβεια τον αφελή ναρκισσισμό του ηθοποιού, αλλά και την αδεξιότητα του άντρα που προσπαθεί να προσελκύσει ερωτικά τη συμπρωταγωνίστριά του. Απολαυστικά αδέξιος τόσο στο λόγο, όσο και στην κίνησή του, αλλά και γειωμένα ανθρώπινος στην προσωπική του επαφή, αποτυπώνει εξαιρετικά τις λεπτές ισορροπίες του χαρακτήρα του.

Την επιμέλεια του σκηνικού χώρου ανέλαβε η Σοφία Λεγάτου με λίγα και ευκίνητα σκηνικά αντικείμενα, ώστε να μην είναι χρονοβόρες οι αλλαγές και οι μετακινήσεις τους, αλλά και να υπάρχει επαρκής χώρος για την κινητικότητα των ηθοποιών.
Τα κοστούμια της ίδιας σχεδιάστηκαν για να τονίσουν τις ιδιαιτερότητες του κάθε χαρακτήρα και σε γενικές γραμμές τα κατάφεραν.
Η κινησιολογία της Ντέπυς Γοργογιάννη αποτέλεσε ατού για την παράσταση, καθώς υποστήριξε απόλυτα το λόγο και ακολούθησε με ακρίβεια το μέτρο του.
Η μουσική από τη Σίσσυ Βλαχογιάννη υποστηρίζει τις εντάσεις, τις ανατροπές αλλά και τις παύσεις του λόγου, ενώ οι φωτισμοί του Αποστόλη Κουτσιανικούλη εστίασαν σωστά στα ερμηνευτικά ντουέτα που διαμορφώνονταν κάθε φορά στη σκηνή.

Συμπερασματικά, στη σκηνή του Θεάτρου 104, παρακολούθησα μια παράσταση που θίγει και σατιρίζει εκ των έσω το θέατρο, το παρασκήνιό του και τους ηθοποιούς, αλλά και το πόσο ευάλωτη μπορεί να γίνει η προσωπική τους ζωή. Έχει ρυθμό, στηρίζει πολλά στην ετοιμότητα και τη διαδοχή της ατάκας, το χιούμορ είναι έξυπνο, αποτυπώνοντας εύστοχα όλη την ανασφάλεια των καλλιτεχνών, αλλά και διατηρεί μια τρυφερή ματιά στην προσωπική τους ζωή και τα αδιέξοδά της.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.