Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ

Η ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΑ - ΚΡΙΤΙΚΗ


3.9/5 κατάταξη (7 ψήφοι)

Το έργο "Βοσκοπούλα" βγαλμένο από την Κρητική λαϊκή παράδοση, σκηνοθετούν στο Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου ο Δημήτρης Αγαρτζίδης και η Δέσποινα Αναστάσογλου. Αγνώστου συγγραφέως, είδε για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας το 1627, στην εποχή της ακμής της Κρητικής λογοτεχνίας, σε εποχές παράλληλες του Κατζούρμπου και της Ερωφίλης του Χορτάτση και είναι γραμμένο στην κρητική διάλεκτο, σε εντεκασύλλαβο στίχο. Θεωρείται κάτι σαν ντόπιος θρύλος, σαν τραγούδι των βοσκών, βασίζεται πιθανότατα σε κάποια αληθινή ιστορία και είναι το μόνο ποιμενικό ειδύλλιο της εποχής (βασισμένο σε ιταλικά πρότυπα) που σώζεται ως τις μέρες μας. Η υπόθεση είναι πολύ απλή και λιτή, σαν ένα γνήσιο λαϊκό παραμύθι. Ένας βοσκός συναντά στην εξοχή μια όμορφη βοσκοπούλα και λιποθυμά, θαμπωμένος από την ομορφιά της. Ο έρωτας των δύο νέων είναι βαθύς και κεραυνοβόλος, με την ημέρα να την περνούν κυνηγώντας ο ένας τον άλλο στα λιβάδια και το βράδυ να μένουν στο σπίτι της βοσκοπούλας εκμεταλλευόμενοι την απουσία του πατέρα της. Ο νεαρός βοσκός φεύγει το επόμενο πρωί, αλλά της υπόσχεται να έρθει και πάλι να τη δει σε ένα μήνα ακριβώς. Η κακή όμως μοίρα τον ρίχνει άρρωστο στο κρεβάτι, από το οποίο δεν μπορεί να σηκωθεί και να φανεί πιστός στην υπόσχεσή του. Η κοπέλα στενοχωριέται πολύ και από τη λύπη της πεθαίνει. Όταν ο βοσκός αναρρώνει και καταφέρνει να πάει στο σπίτι της, βρίσκει μόνο τον πατέρα της, που του λέει ότι η κόρη του αρρώστησε και πέθανε πιστεύοντας ότι την πρόδωσε αυτός που αγάπησε. Μια απλή, ρομαντική ιστορία, σε μια εξοχή της ελληνικής υπαίθρου, της οποίας τη δραματουργική επεξεργασία έκανε το σκηνοθετικό δίδυμο, έτσι ώστε να έρθει στις μέρες προσαρμοσμένο με τέτοιο τρόπο ώστε να μη χάνει ούτε στο ελάχιστο τη φρεσκάδα, τους χυμούς και τα συναισθήματά του.

Ο Δημήτρης Αγαρτζίδης και η Δέσποινα Αναστάσογλου αναλαμβάνουν τη σκηνοθετική επιμέλεια διατηρώντας τη λιτή, αλλά ουσιαστική γραμμή γραφής του κειμένου, κρατώντας την πρωτότυπη γλώσσα του και διατηρώντας τη μουσικότητα και το λυρισμό του στίχου. Αναδεικνύουν σε πρωταγωνιστή το λόγο, οι χαρακτήρες που πλάθουν είναι κοντά στην αρχετυπική απλότητα του ανθρώπινου είδους, δε διστάζουν να αφήσουν το συναίσθημα να ανθίσει και κάνουν τη ζωντανή μουσική αρωγό του. Οι θεματικοί πυρήνες του έργου βασίζονται στα αντιθετικά δίπολα της χαράς και της λύπης, της αθανασίας και της φθοράς, της ζωής και του θανάτου, του έρωτα και της μελαγχολίας, της μνήμης και της αλήθειας. Η σκηνοθετική ματιά αποδεικνύει πως ακόμα και για τα πιο σύνθετα νοήματα υπάρχει απλός και κατανοητός τρόπος να τα αφηγηθείς και να τα παραστήσεις στη σκηνή. Η όλη προσέγγιση αποπνέει αυθορμητισμό, εφηβική αθωότητα, ευαισθησία με μια ρομαντική ιστορία που προσπαθεί να αγγίξει την καρδιά του θεατή, να τον παρασύρει μέσα της και να τον ταξιδέψει στις δικές του αναμνήσεις και έρωτες. Και κάπως έτσι καταφέρνουν να διατηρήσουν την αυθεντικότητα του μύθου, κάνοντάς τον σύγχρονο και, γιατί όχι, πανανθρώπινο.

Ο Γιώργος Παπανδρέου αναλαμβάνει το ρόλο του βοσκού και τον ερμηνεύει με όλο το πάθος και τον ενθουσιασμό ενός ερωτοχτυπημένου. Γίνεται ο κυνηγός της γυναικείας λάμψης και ομορφιάς και ο εκφραστής της ανδρικής σιγουριάς και ασφάλειας. Η φωνή του κρύβει ενθουσιασμό, η κίνησή του στιβαρότητα και τον βλέπουμε στη σκηνή να δίνεται ολόψυχα στο ερωτικό παιχνίδι με την εκλεκτή της καρδιάς του. Εξίσου γνήσια και έντονη είναι και η συντριβή του στο άκουσμα των κακών μαντάτων του θανάτου της κοπέλας.
Η Πηνελόπη Τσιλίκα ερμηνεύει τη βοσκοπούλα με τρόπο εκρηκτικό, αλλά ταυτόχρονα και ντροπαλό. Η κίνησή της εκλύει νεανική ενέργεια και ο λόγος της πλούτο και βάθος συναισθημάτων. Γλυκιά, εύθραυστη, ανέμελη, με μία παιδικότητα και μια παρθενική αγνότητα που ταιριάζει απόλυτα με το λευκό της ρούχο, σαρώνει τη σκηνή μαζί με τον ερωτικό της παρτεναίρ και μεταδίδει το πάθος της στο θεατή, σα να τον προσκαλεί να το ζήσει και αυτός. Η ερμηνεία καθαρή, ρέουσα, συνεπής, αποτελεί τον καθρέφτη της ψυχής της ηρωίδας που υποδύεται. Η σκηνική χημεία των δύο πολύ καλή, συντελεί τα μέγιστα στην "αλήθεια" του ρομάντσου που παρακολουθούμε. Τους δύο ηθοποιούς συνοδεύει ζωντανά (και μαγικά θα πρόσθετα) ο Παντελής Νικηφόρος με το λαούτο και τη φωνή του, ταξιδεύοντάς μας σε παραδοσιακά μουσικά μονοπάτια που αναδεικνύουν και ενισχύουν το λόγο και το παραγόμενο εξ' αυτού συναίσθημα.

Το σκηνικό χώρο (καθώς και τις μάσκες) επιμελήθηκε η Ιωάννα Πλέσσα και σε αυτόν δεσπόζουν δύο μεγάλες τριχιές που είναι πολυλειτουργικές, αφού γίνονται κούνιες, πεδίο για σκαρφάλωμα, αλλά και εστίες μετάδοσης της σαρκικής επιθυμίας των δύο νέων.
Τα κοστούμια της Μαγδαληνής Αυγερινού απλά, σε τόνους του άσπρου (της παρθενίας, της αθωότητας) και του μαύρου (της κρητικής παράδοσης) και σε παραπέμπουν σε φύση και εξοχή. Η κίνηση η οποία είχε τη φροντίδα της Μπέτυς Δραμιτσιώτη, ξεχείλιζε από ζωή, νεανικότητα και σφρίγος.
Τη φωνητική προετοιμασία των ηθοποιών έκανε η Σαβίνα Γιαννάτου, ενώ η μουσική όπως προείπα ήταν του Παντελή Νικηφόρου.
Οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα ήταν ένα παιχνίδι του φωτός με τη σκιά και ακολούθησαν πιστά το ερωτευμένο ντουέτο.

Συμπερασματικά, στο Δώμα του Θεάτρου του Νέου Κόσμου, είδα μια παράσταση βασισμένη σε ένα κείμενο βγαλμένο από την Κρητική παράδοση, με όλα τα στοιχεία ενός γνήσιου λαϊκού παραμυθιού. Απλή αλλά περιεκτική ιστορία, σκηνοθεσία λιτή αλλά ουσιαστική που ανέδειξε το πανανθρώπινο μήνυμα του έρωτα και της αγάπης και το χειρίστηκε με σεβασμό, αξιοπρέπεια και ευαισθησία. Και δύο ηθοποιοί που κατανόησαν πλήρως τη σκηνική αποστολή τους και την απέδωσαν με κέφι, ζωντάνια και νεανική φρεσκάδα.


Αφήστε σχόλιο

Παρακαλούμε συνδεθείτε για να αφήσετε σχόλιο.